Η κυβέρνηση προ ημερών διατεινόταν πως εκπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις, και άρα δεν υπήρχε λόγος για αναβολή της επίσκεψης της τρόικας. Ωστόσο, η πλευρά της Κομισιόν, αφού με προσεκτικές δηλώσεις το προηγούμενο διάστημα είχε καταστήσει σαφή την ενόχλησή της από το τότε «όχι» της Αθήνας σε νέα μέτρα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι χρειάζονται και άλλα, νέα, εμφανιζόταν απρόθυμη να δεχθεί να επιστρέψει, επικαλούμενη μη επαρκή πληροφόρηση από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εν Αθήναις.

Για να αλλάξει η στάση της (ένα τετράωρο μετά τη δολοφονική επίθεση στο Ν. Ηράκλειο, που έστρεψε βίαια πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας), η κυβέρνηση δεν απέστειλε κάποια νέα λίστα με την πορεία εκπλήρωσης των προαπαιτούμενων. Άλλωστε την τελευταία εβδομάδα δεν υπήρξε κάποια αξιοσημείωτη εξέλιξη πέραν όσων αφορούν την αμυντική βιομηχανία, το μέλλον της οποίας έχει εν πολλοίς κριθεί.

Η κυβέρνηση προφανώς έστειλε το μήνυμα, αφού μετέφρασε και αυτά των Βρυξελλών, ότι είναι διατεθειμένη να συζητήσει νέα μέτρα, ποντάροντας αφενός στην εν εξελίξει κουβέντα για τις μεσομακροπρόθεσμες όψεις του ελληνικού προγράμματος, αφετέρου δε στον υπολογισμό ότι θα πιάσει ο ισχυρισμός της πως πολλά νέα μέτρα δεν θα ψηφιστούν από καμία πλειοψηφία, οδηγώντας σε κάλπη και στον ΣΥΡΙΖΑ.

Για θόρυβο που δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές διαστάσεις των διαφορών με την τρόικα, κάνουν λόγο κυβερνητικά στελέχη λίγες ώρες πριν από την επιστροφή των κλιμακίων της τριμερούς στην Αθήνα και την έναρξη ενός δύσκολου κύκλου διαπραγμάτευσης.

Κυβερνητικό στέλεχος σχολιάζοντας τη χθεσινοβραδινή ανακοίνωση του εκπροσώπου του Όλι Ρεν, Σάϊμον Ο΄Κόννορ, σύμφωνα με την οποία η Κομισιόν έλαβε περισσότερες πληροφορίες από την Αθήνα ώστε οι εκπρόσωποι της τρόικας να επιστρέψουν στην Ελλάδα, υπενθύμιζαν ότι η κυβέρνηση ουδέποτε υιοθέτησε δημοσιεύματα που έκαναν λόγο για αναβολή της ημερομηνίας έλευσης και όλο αυτό το διάστημα ισχυρίζονταν ότι βρισκόμαστε εν μέσω σκληρών διαπραγματεύσεων, λέει η «Ναυτεμπορική».

Οι δύο πλευρές καλούνται να γεφυρώσουν όχι μόνο την απόσταση που υπάρχει σε σειρά θεμάτων, από τα «μικρά» (κινητικότητα, αμυντικές βιομηχανίες) μέχρι τα «μεγάλα» (ασφαλιστικό, μέγεθος δημοσιονομικού κενού), αλλά και την πολιτική καχυποψία, εκατέρωθεν, που διογκώθηκε το τελευταίο διάστημα.

Στο Μέγαρο Μαξίμου, σημειώνει η «Καθημερινή», προεξοφλούν μια δύσκολη διαπραγμάτευση, που, όμως, όπως λέει ο πρωθυπουργός, δεν θα έχει πολεμικό χαρακτήρα. Ο κ. Αντ. Σαμαράς έχει διαδοχικές συναντήσεις με τους στενούς συνεργάτες του, τόσο για την ατζέντα της επικείμενης αξιολόγησης όσο και για τα εναλλακτικά σενάρια που θα χρησιμοποιήσει, κατά περίπτωση, η ελληνική πλευρά.

Η Αθήνα δηλώνει ότι επιδιώκει απεμπλοκή των διαπραγματεύσεων και δεν θέλει να είναι αυτή που θα εμφανιστεί ως υπεύθυνη μιας αντίθετης εξέλιξης. Συνομιλητές του κ. Σαμαρά, ωστόσο, σημειώνουν ότι «αν η τρόικα επιστρέψει ζητώντας μέτρα 2,5 – 2,9 δισ. ευρώ, είναι προφανές πως οι πιθανότητες συμφωνίας περιορίζονται σημαντικά».

 
Σε αυτήν την περίπτωση, ενδέχεται να ενεργοποιηθεί το σενάριο της μετάθεσης των όποιων αποφάσεων σε δεύτερο χρόνο, μέσω ενός συμπληρωματικού προϋπολογισμού περί τον Απρίλιο.
 
Η ελληνική πλευρά αναγνωρίζει, ατύπως, ένα κενό περί τα 500 εκατ., που ενδέχεται να το αυξήσει μέχρι τα 700, επ’ ουδενί όμως στα 2,5 δισ. της τρόικας. Επιπλέον, επιχειρηματολογεί ότι αυτή η «τρύπα» καλύπτεται σχεδόν πλήρως με το νομοσχέδιο Βρούτση για εντατικοποίηση των ελέγχων εναντίον της εισφοροδιαφυγής, θέση που προφανώς δεν είναι αποδεκτή από την τρόικα.

Η δε «Ναυτεμπορική» εκτιμά πως αν η τρόικα επιστρέψει ζητώντας μέτρα 2,5 – 2,9 δισ. ευρώ, οι πιθανότητες συμφωνίας περιορίζονται στο ελάχιστο. Και μπορεί το σενάριο της μετάθεσης των όποιων αποφάσεων σε δεύτερο χρόνο, μέσω ενός συμπληρωματικού προϋπολογισμού περί τον Απρίλιο να έχει δει το φως της δημοσιότητας, αλλά η κυβέρνηση δεν πρόκειται να αναλάβει το ρίσκο ένα μήνα πριν τις ευρωεκλογές να ανοίξει εκ νέου παρόμοια συζήτηση. «Θα πρόκειται για πολιτική αυτοκτονία», λέει στέλεχος της κυβέρνησης.

Η Αθήνα έχει κάνει μεγάλη πρόοδο στην εξυγίανση των δημοσιονομικών της, δηλώνει ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής του ΔΝΤ, Ντέιβιντ Λίπτον, ωστόσο, αφήνει για το μέλλον την απάντηση στο ερώτημα εάν η Ελλάδα χρειάζεται ένα ακόμη «κούρεμα» χρέους.
 
Αναγνωρίζει δε τα σφάλματα που έγιναν στο πρώτο ελληνικό πρόγραμμα.
 
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Die Welt», επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα μπορεί να υπολογίζει στη βοήθεια των εταίρων της, εάν εκπληρώσει τους όρους του προγράμματος.
 
«Αναμένουμε ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα τηρήσουν αυτές τις υποσχέσεις και αυτό είναι εξάλλου και προϋπόθεση για να συμμετέχουμε σε αυτά τα προγράμματα. Δεν θέλω να κάνω εικασίες. Αποφασιστικής σημασίας είναι τώρα το πρόγραμμα για το 2014 και σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα χρειάζεται επιπλέον χρήματα.
 
»Συζητάμε σχετικά με αυτό με τους Ευρωπαίους εταίρους μας και ελπίζουμε ότι αυτή η ανάγκη θα καλυφθεί. Πιο μακροπρόθεσμα προβλήματα θα διευκρινισθούν σε μία μεταγενέστερη χρονική στιγμή» τονίζει.
 
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το εάν οι απαιτήσεις της τρόικας ήταν πολύ υψηλές, δεδομένου ότι η Ελλάδα παραμένει σε ύφεση με μεγάλη ανεργία, απάντησε πως εκ των υστέρων είναι εύκολο να πει κανείς ποια απόφαση ήταν καλή και ποια κακή.
 
Παραδέχεται ωστόσο ότι το Ταμείο έμαθε πολλά από την Ελλάδα και από τα σφάλματα που έγιναν στο πρώτο πρόγραμμα.