Τη Δευτέρα η Ε. Αχτσιόγλου υπέγραψε την επέκταση τεσσάρων κλαδικών συμβάσεων, που αφορούν τους κλάδους των τραπεζών, των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων, των γραφείων ταξιδίων και τουρισμού, καθώς και των πρακτορειακών επιχειρήσεων που είναι μέλη της Διεθνούς Ναυτικής Ένωσης. Παράλληλα, δήλωσε πως ενίσχυσαν τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων και τη συλλογική διεκδίκησή τους για καλύτερους μισθούς και όρους εργασίας.
Ο Α. Τσίπρας υποστήριξε πως πρόκειται για την πρώτη κυβερνητική απόφαση που σηματοδοτεί την έξοδο από τα μνημόνια και αυξάνει άμεσα τον μισθό 75.000 εργαζόμενους, προσθέτοντας πως έχουν ως προτεραιότητα την ενίσχυση των εργαζομένων ώστε να ξανακερδίσουν σταδιακά την εργασία με όρους αξιοπρέπειας.
Η μάχη για την ενίσχυση των εργαζομένων συνεχίζεται και αποτελεί προτεραιότητά μας στη μεταμνημονιακή εποχή. Βήμα το βήμα θα ξανακερδίσουμε την εργασία στη χώρα μας, με όρους αξιοπρέπειας.
— Prime Minister GR (@PrimeministerGR) September 3, 2018
«Η ΣΥΡΙΖΑίικη αριθμητική δεν κρύβει την εργασιακή ζούγκλα»
Με αφορμή τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης για το ζήτημα των συμβάσεων, το ΚΚΕ τονίζει ότι «οι κουτοπονηριές και η ΣΥΡΙΖΑίικη αριθμητική δεν μπορούν να κρύψουν την εργασιακή ζούγκλα που ενισχύθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, παίρνοντας τη σκυτάλη από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ».
Επισημαίνουν ότι η επέκταση των Κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων δεν γίνεται σε όλους τους κλάδους που υπάρχουν κλαδικές συμβάσεις, τη στιγμή που είναι στο χέρι των εργοδοτών να κρίνουν αν μια σύμβαση θα γίνει υποχρεωτική, με την προαιρετική κατάθεση του μητρώου των εργαζομένων τους, για να διαπιστωθεί αν καλύπτουν το 50+1% του κλάδου.
Παράλληλα, αναφέρουν ότι «στη μεγάλη πλειοψηφία των κλάδων δεν υπάρχουν κλαδικές συμβάσεις, ως αποτέλεσμα των νόμων όλων των προηγούμενων χρόνων και το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από Κλαδικές ΣΣΕ δεν ξεπερνά το 10% του συνόλου των εργαζομένων.
Αναλυτικά η ανακοίνωση του ΚΚΕ:
«Πίσω από τις βαρύγδουπες ανακοινώσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, για την επέκταση μόνο 4 κλαδικών συμβάσεων και την πολυδιαφημιζόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού για λίγα ευρώ, κρύβεται η διατήρηση και η επέκταση του βασικού αντεργατικού νομοθετικού οπλοστασίου των μνημονίων, η μονιμοποίησή του με την αποτύπωση σε νέο κώδικα εργατικού δικαίου για το οποίο έχει δεσμευτεί και δρομολογεί η κυβέρνηση.
Το πιο σημαντικό στοιχείο της κυβερνητικής υποκρισίας είναι ότι η όποια αύξηση του κατώτατου μισθού θα γίνει με το νόμο της κυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ (νόμος Βρούτση). Πρόκειται για έναν εμβληματικό αντεργατικό νόμο, αφού αποκλείει την ελεύθερη διαπραγμάτευση του ύψους του κατώτατου μισθού ο οποίος θα καθορίζεται με κυβερνητική απόφαση και κριτήριο την ανταγωνιστικότητα και αφού πρώτα έχει πάρει την έγκριση από τη μεγαλοεργοδοσία.
Δεύτερον, η επέκταση των Κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων δεν γίνεται σε όλους τους κλάδους που υπάρχουν κλαδικές συμβάσεις. Η κυβέρνηση είναι που έθεσε στην καλή θέληση των εργοδοτών τη δυνατότητα να κρίνουν αν μια σύμβαση θα γίνει υποχρεωτική, με την προαιρετική κατάθεση του μητρώου των εργαζομένων τους, για να διαπιστωθεί αν καλύπτουν το 50+1% του κλάδου. Στη μεγάλη πλειοψηφία των κλάδων δεν υπάρχουν κλαδικές συμβάσεις, ως αποτέλεσμα των νόμων όλων των προηγούμενων χρόνων. Το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από Κλαδικές ΣΣΕ δεν ξεπερνά το 10% του συνόλου των εργαζομένων. Η κυβέρνηση δεν καθιστά υποχρεωτική την εφαρμογή ούτε καν αυτών που υπάρχουν (σύνολο 44 Κλαδικές ΣΣΕ), ενώ την ίδια στιγμή δεν ακουμπάει το νομοθετικό πλαίσιο που επιτρέπει στους εργοδότες είτε να μην προσέρχονται στις διαπραγματεύσεις για τις συλλογικές συμβάσεις είτε να τις υπονομεύουν και να μην τις εφαρμόζουν. Χωρίς την οργανωμένη πάλη των εργαζομένων με τα συνδικάτα τους καμία θετική μεταβολή δεν θα υπάρξει για το μισθό τους.
Τρίτον, η κυβέρνηση διατηρεί όλη εκείνη την πανσπερμία των εργασιακών σχέσεων που επιτρέπει χιλιάδες εργαζόμενοι είτε να μη θεωρούνται εργαζόμενοι του κλάδου (π.χ. ενοικιαζόμενοι, εργολαβικοί, εργαζόμενοι σε θυγατρικές, μέσω δουλεμπορικών γραφείων) είτε να μην παίρνουν ούτε και τον κατώτατο μισθό, όπως συμβαίνει με το 52% των νέων εργαζομένων που εργάζονται με ευέλικτες μορφές απασχόλησης και αμείβονται με 378 ευρώ μεικτά! Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σύμβαση των τραπεζών, που επέκτεινε η υπουργός και για αυτό πανηγυρίζει, την ίδια στιγμή όμως αφήνει απ’ έξω, όπως και πριν, χιλιάδες ενοικιαζόμενους, τους εργαζόμενους στις θυγατρικές, στα εργολαβικά συνεργεία που δουλεύουν στις τράπεζες.
Τα κυβερνητικά επικοινωνιακά προεκλογικά κόλπα, οι κουτοπονηριές και η ΣΥΡΙΖΑίικη αριθμητική δεν μπορούν να κρύψουν την εργασιακή ζούγκλα που ενισχύθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, παίρνοντας τη σκυτάλη από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Μοναδικός δρόμος για την αναπλήρωση των απωλειών είναι η κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων, επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και των Κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων, η ψήφιση εδώ και τώρα της πρότασης νόμου πάνω από 500 συνδικάτων που η κυβέρνηση χαρακτήρισε ''ανεδαφική'' και ''αντισυνταγματική''».