άρθρο της Αυτόνομης Κίνησης Δικηγόρων
Εκ πρώτης όψεως και ειδικά για όσους δεν εργάζονται στον κλάδο της Δικαιοσύνης, κάτι τέτοιο, με μια πρώτη ματιά, ίσως εύλογα να φαντάζει ως θετική είδηση. Τα υποτίθεται ρητορικά ερωτήματα δείχνουν προφανή: Ποιος ο λόγος να συνεχίζεται η συμφόρηση των δικαστηρίων από μία δικομανή κοινωνία και να αργεί χαρακτηριστικά η απονομή της Δικαιοσύνης στη χώρα; Τώρα με τη διαμεσολάβηση, οι ιδιωτικές διαφορές θα επιλύνονται ταχέως και μάλιστα υπό ένα καθεστώς που θα ευνοεί την πολιτισμένη επίλυση μίας διαφοράς. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Δυστυχώς η πραγματικότητα διαφέρει και μάλιστα κατά πολύ.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.
Τα τελευταία χρόνια οι δικηγόροι διαβάζαμε συνεχώς τη λέξη διαμεσολάβηση μέσω βομβαρδισμών από email, τα οποία μας διαφήμιζαν σεμινάρια διαμεσολάβησης. Με ένα ποσό κοντά στα 2.500 ευρώ μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει τα σεμινάρια αυτά και από εκεί έβγαινε με τον τίτλο του «διαπιστευμένου διαμεσολαβητή».
Εν προκειμένω, ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης φρόντιζε με χαρακτηριστική επιμέλεια να ενημερώνει τα μέλη του για την ύπαρξη τέτοιων σεμιναρίων, αφού σπάνια υπήρχε εβδομάδα που να μη λαμβάναμε από ένα τέτοιο email.
Υπήρχε όμως κάτι που δε φαινόταν και τόσο φυσιολογικό στα μάτια πολλών συναδέλφων. Εδώ και 7 χρόνια που ισχύει ο θεσμός της διαμεσολάβησης στην Ελλάδα ως προαιρετικός, έγιναν είκοσι πέντε (25) διαμεσολαβήσεις. Πρόκειται επομένως για θεσμό εκ των πραγμάτων αποτυχημένο. Το ίδιο διάστημα οι μεγάλοι δικηγορικοί σύλλογοι της χώρας σε σύμπραξη με τα κατά τόπους επιμελητήρια (!) ίδρυσαν αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρίες διαμεσολάβησης οι οποίες αφού έλαβαν άδεια από το υπουργείο, λειτουργούν σήμερα ως φορείς κατάρτισης διαμεσολαβητών. Υπερβολικό το ενδιαφέρον -θα έλεγε κανείς- για ένα θεσμό μηδενικής απήχησης. Βεβαίως, λόγω της οικονομικής κρίσης που φυσικά χτύπησε και τον κλάδο μας, πολλοί συνάδελφοί μας έλαβαν την πιστοποίηση του διαμεσολαβητή, ελπίζοντας προφανώς ότι θα μπορέσουν να αντλήσουν επαγγελματική ύλη από αυτό το αντικείμενο.
Η αιτία της αποτυχίας του θεσμού της διαμεσολάβησης- ιδίως στη συγκεκριμένη της μορφή- έχει πολλές αιτίες: δεν πρόκεται μόνο για το δισταγμό του κοινού απέναντι σε ένα θεσμό που δε γνωρίζει. Πρόκειται επιπλέον για την εύλογη προτίμηση του πολίτη στην επίλυση της διαφοράς του από το φυσικό του δικαστή και από τη -θεμελιώδη για το κράτος δικαίου- διαδικασία δημόσιας απονομής δικαιοσύνης από το δικαστικό σύστημα- το οποίο παρά τη βαθιά του κρίση παραμένει πιο αξιόπιστο από το θεσμό της διαμεσολάβησης. Πρόκειται επιπλέον για την ευκαιριακότητα και προχειρότητα του ίδιου του θεσμού της διαμεσολάβησης ως προς το σχεδιασμό και την υλοποίησή του.
Και κάπως έτσι, ενώ η διαμεσολάβηση έφθινε, σαν τον κλέφτη, στις 28/12/2017 και για 5 ημέρες, δηλαδή εν μέσω των εορτών και σε περίοδο που οι περισσότεροι συνάδελφοι αποσυμπιέζονται φροντίζοντας να έχουν την κατά το δυνατό λιγότερη επαφή με «τα καθημερινά», το υπουργείο Δικαιοσύνης έφερε προς διαβούλευση τις διατάξεις που καθιστούν τη διαμεσολάβηση υποχρεωτική.
Φυσικά μέχρι να επανέλθει ο δικηγορικός κόσμος στην καθημερινότητα, η «διαβούλευση» είχε ήδη τελειώσει με τον υπουργό να δηλώνει ότι το αποτέλεσμα της ήταν θετικό και ότι ο κόσμος της δικαιοσύνης ενέκρινε τις διατάξεις. Δεν υπάρχει λόγος να αναλύσουμε τον εμπαιγμό και την ασέβεια του υπουργού προς τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης. Εξάλλου μιλάμε για τον ίδιο υπουργό που εν γνώσει του ψεύδεται και διαδίδει ανυπόστατα ανακοινωθέντα σχετικά με ζητήματα, όπως αυτό της προστασίας της κύριας κατοικίας. Πρόκειται δηλαδή για την πρώτη κυβέρνηση στην ιστορία της χώρας που επικαλείται νόμους που δεν υπάρχουν, επομένως η παραπάνω συμπεριφορά μπροστά στα ψεύδη τους, είναι «πταίσμα».
Το πρόβλημα που δημιουργείται.
Με τις ψηφισθείσες διατάξεις, προκειμένου να μπορεί κάποιος πολίτης να ασκήσει το αυτονόητο και θεμελιώδες δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη, θα πρέπει πρώτα να «περάσει» από τον διαμεσολαβητή και εφόσον δεν υπάρξει εκεί επίλυση, τότε να απευθυνθεί στη δικαιοσύνη.
Θα αναρωτιέται κάποιος «μα η διαμεσολάβηση δεν αποτελεί στάδιο προσφυγής στη δικαιοσύνη;» Όχι δεν αποτελεί!
Και δεν αποτελεί διότι ο διαμεσολαβητής δε χρειάζεται να έχει αποκτήσει τίτλο σπουδών από νομική σχολή. Με άλλα λόγια, οποιοσδήποτε πτυχιούχος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μπορεί να αγοράσει τη διαπίστευση και να παριστάνει τον διαμεσολαβητή. Η υποχρεωτική –επί του παρόντος- παράσταση δικηγόρου στη διαδικασία, δεν αλλάζει την ως άνω πραγματικότητα.
Είναι ειλικρινής η απορία μας, πως γίνεται κάποιος που δε γνωρίζει στοιχειώδες δίκαιο να επιφορτίζεται με το ρόλο του διαμεσολαβητή. Προσπαθούμε να φέρουμε στο μυαλό μας την εικόνα από μελλοντικές διαδικασίες διαμεσολάβησης και βλέπουμε τους εαυτούς μας να πασχίζουν να εξηγήσουν στοιχειώδη πράγματα σε (πιστοποιημένους βεβαίως) διαμεσολαβητές που δεν είναι νομικοί. Η κατάσταση αυτή θα ήταν εξόχως φαιδρή αν δεν προσέδιδε μία εικόνα από Μεσαίωνα.
Στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι το σώμα των Δικαστών ορθά και απολύτως λογικά πρότεινε το θεσμό της δικαστικής διαμεσολάβησης, αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση από το υπουργείο. Και εδώ κατά τη γνώμη μας αποδεικνύεται ότι το τελευταίο που ενδιαφέρει την πολιτική ηγεσία είναι η επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης.
Τι όμως τους ενδιαφέρει πραγματικά;
Το δίκαιο του ισχυρού!
Τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες, ΣΕΒ και λοιπά πρόσωπα με κυρίαρχο ρόλο στην οικονομία, έχουν εκφράσει τη θέλησή τους για να υπάρξει υποχρεωτική διαμεσολάβηση. Κι αυτό διότι αντιλαμβάνονται ως προνομιακό γι αυτούς πεδίο επίλυσης των διαφορών τους τη διαδικασία αυτή, μακριά από τα δικαστήρια, χωρίς την ενοχλητική γι αυτούς νομολογία, χωρίς να απειλούνται από παραδείγματα Δικαστών που με τιμή στο λειτούργημά τους επιβάλουν Δικαιοσύνη.
Εξάλλου, ο αδύναμος πόσο μπορεί να αντέξει οικονομικά και κυρίως πόσο μπορεί να περιμένει! Καλύτερα γι αυτούς να αναγκάζεται ο αδύναμος να συμβιβαστεί «χωρίς πολλά-πολλά» σε μία πρόχειρη και εν πολλοίς ανεπίσημη διαδικασία ιδιωτικής διαμεσολάβησης. Πιθανότατα η άμεση ανάγκη για αποζημίωση (όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της ευθύνης των ασφαλιστικών εταιριών για τα τροχαία ατυχήματα) θα αποθαρρύνει τον αδύναμο από το να αναζητήσει πραγματική Δικαιοσύνη ενώπιον του Δικαστή μετά την αποτυχία της ιδιωτικής διαμεσολάβησης. Για να μείνουμε στο παράδειγμα, αντιλαμβανόμαστε ότι στο μέλλον θα υπάρξουν περιπτώσεις που κάποιος μη νομικός (διαπιστευμένος βέβαια) διαμεσολαβητής θα προτείνει συμβιβασμό επί ζητημάτων όπως ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Αν βέβαια τυχαίνει να γνωρίζει σε τι διαφέρουν αυτά τα δύο.
Επιπλέον όμως, η πρόταση του διαμεσολαβητή- ακόμα και αν δε γίνει αποδεκτή από κάποιον εκ των προσφευγόντων ενώπιόν του- αντικειμενικά, ιδίως συν τω χρόνω, θα ξεκινήσει να αποτελεί έμμεσο τεκμήριο κατά την επίλυση της διαφοράς από το δικαστήριο. Ιδίως, με την πιθανή επέκταση τόσο της διαμεσολάβησης, όσο και των υποθέσεων που θα επιλύονται μεν από τα δικαστήρια αλλά χωρίς απαραιτήτως να προηγείται προφορική διαδικασία. Επομένως, με βάση μόνο την έγγραφη απόδειξη, το πρακτικό της διαμεσολάβησης αποκτά σημαίνον βάρος. Άρα, ένα νέο πεδίο “προσαρμογής”- έμμεσης αλλά σαφούς- των δικαστικών αποφάσεων στα συμφέροντα των ισχυρών ανοίγει.
Το κόστος
Ο υπουργός δέχτηκε να μειώσει το κόστος της διαμεσολάβησης σε 170 ευρώ. Βεβαίως το κόστος για τον πολίτη δεν θα είναι μόνο αυτό, διότι τουλάχιστον στην αρχή θα είναι υποχρεωτική και η παράσταση δικηγόρου στη διαμεσολάβηση και βεβαίως όλο αυτό θα προστίθεται στο ήδη υφιστάμενο κόστος προσφυγής στη δικαιοσύνη μετά την αποτυχία της διαμεσολάβησης. Το επιπλέον κόστος λοιπόν για κάποιον πολίτη που επιθυμεί «να βρει το δίκιο του» αποτελεί ανασταλτικό για εκείνον παράγοντα και κατά συνέπεια είναι επικίνδυνο να διαμορφωθεί μία πραγματικότητα όπου ο αδύναμος θα αρκείται στα «ψίχουλα» της διαμεσολάβησης μη δυνάμενος να ανταποκριθεί οικονομικά στη συνέχεια για να απευθυνθεί στη Δικαιοσύνη.
Ο χρόνος.
Αυτονόητο είναι ότι η υποχρεωτικότητα της διαμεσολάβησης εκ των πραγμάτων καθυστερεί κάθε πολίτη από την προσφυγή στη δικαιοσύνη αφού για να έχει δικαίωμα να προσφύγει σε αυτή, θα πρέπει πρώτα να αποτύχει η διαμεσολάβηση.
Τα περί επιτάχυνσης της δικαιοσύνης που προβάλει η κυβέρνηση, είναι παραπλανητικά. Εάν η κυβέρνηση θέλει να επιταχύνει τη δικαιοσύνη, μπορεί να ενισχύσει το δικαστικό σώμα με ανθρώπινο δυναμικό και βεβαίως να κάνει το ίδιο με τις διοικητικές υπηρεσίες των δικαστηρίων. Αυτές οι κινήσεις θα ήταν προς το σκοπό της κυριολεκτικής επιτάχυνσης της Δικαιοσύνης.
Η παρεμπόδιση του δικαιώματος του πολίτη να προσφεύγει στη Δικαιοσύνη, δεν είναι επιτάχυνση, είναι παρεμπόδιση. Μάλιστα, εάν αποτύχει παταγωδώς και ο θεσμός της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, τότε για ποια επιτάχυνση θα μιλάμε; Θα συμβαίνει αυτό ακριβώς που συμβαίνει και σήμερα με μόνη διαφορά ότι πιο πριν θα έχει χαθεί επιπλέον χρόνος και χρήμα στη διαμεσολάβηση.
Αντισυνταγματικότητα
Το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής, στην έκθεσή του, εκφράζει προβληματισμούς για τις διατάξεις του πολυνομοσχεδίου που αφορούν την διαμεσολάβηση, ειδικότερα για την υποχρεωτικότητα της διαδικασίας και το κόστος της:
«Προβληματισμός δύναται να δημιουργηθεί, κατ’ αρχάς, ως προς το κατά πόσον η έκταση της υποχρεωτικής προσφυγής στη διαμεσολάβηση, οι ειδικότεροι όροι οι οποίοι διέπουν τη διεξαγωγή της, καθώς και το κόστος που αυτή συνεπάγεται, θίγουν το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα (άρθρο 20), αλλά και στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Επισημαίνεται, μάλιστα, ιδίως, ότι η παράσταση με πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά και η αμοιβή διαμεσολαβητή, η οποία είναι (εκτός ειδικότερων περιπτώσεων, περιοριστικώς αναφερόμενων στο άρθρο 194) κατ’ ελάχιστον 170 ευρώ για δύο ώρες, και για απασχόληση πάνω από δύο ώρες η ελάχιστη ωριαία αμοιβή είναι 100 ευρώ, δύναται να οδηγήσει σε υπέρμετρο για τον πολίτη κόστος της διαμεσολάβησης, καθώς νομοθετικώς καθορίζονται, εν προκειμένω, μόνο κατ’ ελάχιστον τα όρια αμοιβής των διαμεσολαβητών, όχι δε και τα μέγιστα όρια αυτών».
Εναλλακτική επίλυση διαφοράς.
Η εναλλακτική επίλυση μιας ιδιωτικής διαφοράς, κατ’ αρχάς ως ζήτημα παιδείας ή και κοινωνικής κουλτούρας είναι κάτι θεμιτό. Είναι σαφώς προτιμότερο δύο άνθρωποι ή νομικά πρόσωπα να λύνουν με συναίνεση τις διαφορές τους. Πλην όμως απαιτείται σοβαρή προσέγγιση του ζητήματος και σε κάθε περίπτωση η εναλλακτική επίλυση μίας διαφοράς δε μπορεί να επιχειρείται ανεξάρτητα από τους κανόνες δικαίου. Όταν το κράτος δίνει το δικαίωμα σε μη νομικούς να διαμεσολαβούν για να λύσουν διαφορές, τότε θέλοντας και μη, οι κανόνες δικαίου τίθενται στην άκρη αφού σε τελική ανάλυση ο μη νομικός διαμεσολαβητής δε γνωρίζει δίκαιο.
Γι αυτό και γίνεται λόγος για δίκαιο του ισχυρού παραπάνω και για Μεσαίωνα στην αρχή του κειμένου μας. Στην εποχή της νεωτερικότητας κατακτήσαμε την υποχρεωτικότητα συναφών σπουδών προκειμένου να ασκεί κανείς ορισμένα λειτουργήματα. Επίσης κατακτήσαμε τη δημοσιότητα της δίκης, από το φυσικό δικαστή- αυτό το τελευταίο αρκετούς αιώνες νωρίτερα. Η κυβέρνηση προφανώς θεωρεί περιττές διατυπώσεις όλες αυτές τις κατακτήσεις. Εμπρός λοιπόν για ένα νέο Μεσαίωνα, “κομμένο και ραμμένο” στα μέτρα των ισχυρών.