Είχα αποφασίσει να γράψω σήμερα για το ΠΑΣΟΚ (ή Ελιά) και για την απέλπιδα προσπάθεια του αρχηγού του να εκβιάσει τον… λαό αν δεν τους υπεψηφίσει. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι βιάζομαι λίγο, αν τους αφήσεις θα βαρέσουν διάλυση μόνοι τους, κατά τον ίδιο τρόπο που μέρα με τη μέρα, ακόμα δεν την είδαμε, βαράει διάλυση η ΝΕΡΙΤ. Οπότε, λέω, άσε στον Βενιζέλο λίγη καλούμπα, θα τα καταφέρει μόνος του, εκτός αν βάλει ένα χεράκι κι ο Σαμαράς στη σημερινή συνάντησή τους. Ή σε μιαν άλλη, επόμενη. Τα αδιέξοδά τους δεν φαίνεται να τελειώνουν ποτέ.
 
Στο μεταξύ με είχε τραβήξει ένα άλλο θέμα, απείρως πιο σοβαρό, ένα θέμα που συνήθως το αντιμετωπίζουμε ως ζήτημα λογιστικό, πασπαλισμένο πάντως με μπόλικο λαϊκισμό, ενώ είναι πρωτίστως θέμα δημοκρατίας.
 
Ο Σταύρος Θεοδωράκης ζήτησε από τα κόμματα να μην πάρουν τα 7 εκατομμύρια ευρώ που προβλέπονται ως επιχορήγηση για τις εκλογές.
 
Ξέρω πως είναι δύσκολο να υπερασπιστεί κανείς την επιχορήγηση των κομμάτων κάτω από τις συνθήκες στις οποίες ζούμε, και τέτοια που είναι τα περισσότερα κόμματα. Αλλά εγώ θα αποπειραθώ να το κάνω, θεωρώντας ότι πρόκειται για μεγάλη υποκρισία να αγγίζεις αυτή την τόσο ευαίσθητη χορδή κάνοντας πως δεν καταλαβαίνεις περί τίνος πρόκειται.
 
Εισαγωγικά θα πω ότι, απ’ ό,τι θυμάμαι, παρόμοιο θέμα έχουν θέσει στο πρόσφατο παρελθόν άλλα κόμματα, τα οποία χοντρικά θα τα χώριζα σε δύο κατηγορίες:
-Στην πρώτη -μια κατηγορία μόνη της- η Χρυσή Αυγή, εντελώς υποκριτικά όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, αφού μόλις ξεκίνησαν τα προβλήματα με τη δικαιοσύνη έσπευσαν να διευθετήσουν τα των οικονομικών τους και να διαμαρτυρηθούν για την άρση της επιχορήγησης – ενώ μέχρι τότε έλεγαν τα αντίθετα. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, με βάση το μέρος της δικογραφίας που έχει γίνει γνωστή, η Χρυσή Αυγή διαθέτει πολύπλευρους και παράλληλους μηχανισμούς πλουτισμού οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με τη λειτουργία πολιτικού κόμματος, αλλά μάλλον με μαφία της μέρας και της νύχτας. Αρκετά έχουν επίσης γραφτεί για τους κρυφούς χρηματοδότες της Χρυσής Αυγής. Γιατί λοιπόν να μην καταγγέλλει η Χρυσή Αυγή την κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων;
-Στη δεύτερη, πιο ποικιλόμορφη, κατηγορία θα κατέτασσα τα υπόλοιπα κόμματα που έχουν καταφερθεί, με μικρότερη ή με μεγαλύτερη ένταση, κατά της κρατικής χρηματοδότησης: Το Λάος, οι Φιλελεύθεροι διαφόρων αποχρώσεων και, σε χαμηλότερους τόνους η ΔΗΜΑΡ. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των κομμάτων, πέρα από τις προφανείς διαφορές τους, είναι πως αποτελούν κόμματα κορυφής, σε μεγάλο βαθμό προσωποπαγή, μάλλον μικρές παρέες που πολιτεύονται χωρίς να διαθέτουν ευρεία λαϊκή βάση, οργανώσεις, γραφεία στις πόλεις της περιφέρειας και στις γειτονιές. Θα έλεγα επίσης ότι σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό, το καθένα απ’ αυτά διαθέτει καλές προσβάσεις σε επιχειρηματικές ομάδες και άτομα.
 
Εδώ ακριβώς είναι το ζήτημα: Κατάργηση της χρηματοδότησης των κομμάτων σημαίνει μεγαλύτερη εξάρτηση από τα κέντρα οικονομικής εξουσίας. Σημαίνει κόμματα πιο ευάλωτα, (ακόμα) πιο υπάκουα. Επίσης σημαίνει ότι τα κόμματα της ελίτ θα εκκινούν μονίμως, πέρα από τα άλλα τους πλεονεκτήματα, και από προνομιακή οικονομική θέση έναντι των κομμάτων της Αριστεράς, όπως ακριβώς συνέβαινε πριν αρχίσει το καθεστώς της χρηματοδότησης, που δεν είναι και πολύ παλιά υπόθεση στην Ελλάδα.
 
Θα το πω απλά: Η κρίση του πολιτικού συστήματος διευκολύνει την αμφισβήτηση των κομμάτων, κάνει την κάθε είδους κριτική εναντίον τους πιστευτή και ελκυστική, με αποτέλεσμα, να μεταβάλλεται ανεπαισθήτως σε αμφισβήτηση της ίδιας της δημοκρατίας, με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί και μια μούτζα εναντίον του κοινοβουλίου. Φαίνεται εύλογη μέσα στο κλίμα της αγανάκτησης και της λαϊκής κατακραυγής εναντίων συγκεκριμένων πολιτικών κατευθύνσεων, αλλά εύκολα παρεκτρέπεται σε μούτζα εναντίον της δημοκρατίας.
 
Θα το πω απλά: Το αίτημα για άρση της χρηματοδότησης των κομμάτων απειλεί τη δημοκρατική λειτουργία. Ανεξαρτήτως του σημερινού στάτους των κομματικών σχηματισμών, η χρηματοδότηση των κομμάτων αποτελεί προϋπόθεση για να γίνουν τα καλύτερα, για να ενισχύεται η δημοκρατία. Είναι καλό για τη δημοκρατία να υπάρχουν κόμματα μαζικά, με ευρεία λαϊκή βάση και με διακλάδωση σε όλη την Ελλάδα. Με γραφεία, με έναν μικρό (θα έλεγα εναλασσόμενο, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση) αριθμό επαγγελματικών στελεχών, με υποδομές και με επαρκείς δυνατότητες επικοινωνίας με το λαό.
 
Ο Σταύρος Θεοδωράκης επικαλείται το επιχείρημα της κρίσης: «Τα λεφτά αυτά είναι η ενίσχυση 15.000 οικογενειών». Θεωρώ το επιχείρημα σε μεγάλο βαθμό λαϊκιστικό. Μπορείς να το πεις, σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, για τα μυστικά κονδύλια του υπουργείου Εξωτερικών. Αλλά δεν άκουσα τον Θεοδωράκη να το λέει. Θα μπορούσες να το πεις για τις πολυδάπανες διαφημιστικές δαπάνες διαφόρων υπουργείων και δημόσιων οργανισμών. Αλλά δεν άκουσα τον Θεοδωράκη να το λέει. Θα μπορούσες να το πεις για το Άγιο Φως και για τις παρελάσεις. Θα μπορούσες να το πεις για μεγάλο μέρος του εξοπλισμού των ενόπλων δυνάμεων – τανκς, αεροπλάνα, πυρομαχικά. Θα μπορούσες να το πεις για τις τράπεζες, για τον τρόπο που ανατίθενται τα δημόσια έργα, για την αποτυχία αξιοποίησης των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων Για τίποτα απ’ αυτά δεν έχω ακούσει τον Θεοδωράκη να μιλάει.
 
Θα μπορούσες, από την άλλη, να το πεις για νοσοκομεία, πανεπιστήμια, πολιτιστικούς οργανισμούς και επιστημονικά κέντρα. Ευτυχώς, ούτε γι’ αυτά έχω ακούσει τον Θεοδωράκη να μιλάει. Θα ήταν καθαρός λαϊκισμός. Ακριβώς όπως όταν το λες για τα πολιτικά κόμματα. Μπορεί ένα ερευνητικό κέντρο να μη λειτουργεί σωστά. Δεν διακόπτεις τη χρηματοδότησή του (όπως έκανε η κυβέρνηση με την ΕΡΤ), απλώς παίρνεις μέτρα για να το αναδιαρθρώσεις.
 
Είναι άλλωστε γεγονός ότι από τότε που ξέσπασε η κρίση η χρηματοδότηση των κομμάτων έχει μειωθεί δραστικά. Κανένα πρόβλημα, έτσι έπρεπε να γίνει. Αν υπάρχει ένα θέμα εδώ, είναι ότι οι πρόσφατες κυβερνήσεις, ιδίως η τωρινή, μοιάζουν  να χειρίζονται το συγκεκριμένο ζήτημα με ευτελή κομματικά κριτήρια, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν με χίλια δυο τερτίπια πλεονεκτήματα υπέρ των κυβερνητικών κομμάτων και να στριμώξουν τους αντιπάλους της. Για να μην αναφερθούμε στο πελώριο σκάνδαλο των θαλασσοδανείων που έχουν αποσπάσει τα δύο κόμματα από το τραπεζικό σύστημα, και τώρα επιδίδονται σε κάθε είδους νομικούς και λογιστικούς ελιγμούς προκειμένου να απαλλαγούν απ’ αυτά.
 
Το μόνο επιχείρημα του Θεοδωράκη που έχει κατά τη γνώμη μου σοβαρή βάση είναι πως «η χρηματοδότηση των κομμάτων στην Ελλάδα είναι πέντε φορές πάνω από τον μέσο όρο της Ευρώπης». Είναι άποψη που αξίζει να συζητήσουμε σοβαρά, αν και σ’ αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να μελετηθούν ενδελεχώς όλες οι σχετικές παράμετροι που αφορούν τις επιχορηγήσεις σε πολιτιστικούς κομματικούς οργανισμούς, τον τρόπο διάθεσης και το κόστος του τηλεοπτικού χρόνου και γενικά της διαφημιστικής δαπάνης, την ύπαρξη έμμεσων παροχών σε είδος, δεδομένα που ενδέχεται να αλλάζουν δραστικά την εικόνα που παρουσιάζει ο Θεοδωράκης.
 
Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχουν προβλήματα και γκρίζες ζώνες στο ζήτημα της χρηματοδότησης των κομμάτων. Θα έπρεπε να υπάρχει αξιόπιστος λογιστικός έλεγχος από ανεξάρτητη αρχή, όροι, προϋποθέσεις και διαφάνεια στις προεκλογικές δαπάνες, περιορισμοί όσον αφορά τη χρηματοδότησή τους από ιδιώτες και επιχειρήσεις, και φυσικά από μίζες, πλαφόν στα περιθώρια τραπεζικού δανεισμού, άρση κρυφών προνομίων κ.λπ. Κι ακόμα, ίσως το πιο σημαντικό, διαδικασίες που να αποτρέπουν τον σχηματισμό μόνιμων επαγγελματιών της πολιτικής και τη δημιουργία κομματικών γραφειοκρατών, μέσα από ένα γενικότερο πλαίσιο ρύθμισης της δημοκρατικής λειτουργίας των κομμάτων.
 
Αυτά ναι, είναι πράγματα που θα ’πρεπε να τα συζητάμε ώστε να προχωρήσουμε σε μια σοβαρή μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος, διότι κι αυτά είναι θέματα δημοκρατίας, ισοδύναμα με τον ίδιο το θεσμό της κρατικής χρηματοδότησης.
 
Όλα τα άλλα είναι απλώς προεκλογικά πυροτεχνήματα. Αλλά παράλληλα  υποκρύπτουν βαθιά περιφρόνηση για το ίδιο το δημοκρατικό παιχνίδι. Μη μασάτε.