του Θάνου Καμήλαλη
Πρώτα από όλα, βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου από το τραπέζι της αντιπαράθεσης των δύο μεγάλων κομμάτων απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά ο βασικός παίκτης: Η τρόικα. ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία παρουσιάζουν τα προγράμματά τους, μοιράζουν υποσχέσεις, δεσμεύσεις και συγκρούονται καθημερινά. «Που θα βρείτε τα λέφτα;» ρωτάει κλασικά η κυβέρνηση, «παροχολογία» καταγγέλλει ως είθισται η αντιπολίτευση. Στο μεταξύ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σαρξ εκ της σαρκός της τρόικας, αναφέρει στην έκθεση της για την τρίτη «μεταμνημονιακή» αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας:
«Οι ελληνικές αρχές ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να υιοθετήσουν μια σειρά πρόσθετων επεκτατικών φορολογικών μέτρων για το 2020 το φθινόπωρο του τρέχοντος έτους. Αυτές περιλαμβάνουν μείωση των φορολογικών συντελεστών, καθώς και εισαγωγή σειράς απαλλαγών σε φορολογικές δαπάνες ή επιδοτήσεις. Οι αρχές έχουν παράσχει μόνο μια μερική εκτίμηση του δημοσιονομικού κόστους των μέτρων αυτών, συνολικού ύψους 1,2 δισ. ευρώ ή 0,6% του ΑΕΠ. Προς το παρόν, αυτές οι ανακοινώσεις παραμένουν δηλώσεις μελλοντικής πολιτικής πρόθεσης και η εκτίμηση της ποιότητας των μέτρων και των επιπτώσεών τους στην η επίτευξη των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων θα πραγματοποιηθεί μόνο εάν υποβληθούν πραγματικά λεπτομερείς προτάσεις.»
Την ίδια στιγμή λοιπόν που τα δύο μεγάλα κόμματα επιχειρηματολογούν παθιασμένα για τα προεκλογικά τους προγράμματα, η Κομισιόν βάζει, διακριτικά αλλά ξεκάθαρα, τα πράγματα στη θέση τους. Οι υποτιθέμενες προεκλογικές «δεσμεύσεις» είναι απλά προτάσεις και γίνονται πολιτικές μόνο αφού κατατεθούν στην τρόικα και εγκριθούν από τους δανειστές. Γιατί συμβαίνει αυτό; Η απάντηση βρίσκεται σε μια σειρά από προηγούμενα μνημονιακά κείμενα και εκθέσεις για την Ελλάδα.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, την ώρα που πανηγύριζε για την «έξοδο από τα μνημόνια», υπέγραψε μια σειρά από δεσμεύσεις στην τρόικα. Συμφώνησε και δεσμεύεται να διατηρήσει τα τεράστια πλεονάσματα λιτότητας, ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και λίγο πάνω από 2% κάτα μέσο όρο μέχρι το 2060. Συμφώνησε ότι οποιοδήποτε μέτρο θα πρέπει να έχει την έγκριση των δανειστών και δεν θα προχωρεί σε μονομερείς ενέργειες (τα προεκλογικά μέτρα ελάφρυνσης παραβίασαν αυτήν τη δέσμευση αλλά ο λογαριασμός θα έρθει το φθινόπωρο). Συμφώνησε επίσης ότι δεν θα καταργήσει τις «μεταρρυθμίσεις» των προηγούμενων τριών μνημονίων, υποχώρηση που τονίζεται από την Επιτροπή στο θέμα της μείωσης του ΦΠΑ, της «13ης σύνταξης» και της αύξησης των συντάξεων χηρείας.
Φυσικά όλες αυτές οι «λεπτομέρειες» δεν έχουν καμία σημασία εν μέσω του προεκλογικού πυρετού. Ο Αλέξης Τσίπρας για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι «πρώτη φορά εδώ και μια δεκαετία, το πρόγραμμα της κυβέρνησης δεν καθορίζεται από την τρόικα». Αυτό είναι καταφανές ψέμα. Το επιχείρημα επίσης ότι οι δανειστές «αποθρασύνθηκαν» επειδή κέρδισε η ΝΔ τις εκλογές και «έρχεται ο Μητσοτάκης» είναι από παιδαριώδες έως συνωμοσιολογικό. Αφενός, τα καμπανάκια της τροίκας για κίνδυνο στα δημοσιονομικά υπάρχουν και πριν τις εκλογες (απλώς ο ΣΥΡΙΖΑ και οι οπαδοί του δεν έδιναν σημασία). Αφετέρου, είναι οι ίδιοι μηχανισμοί που επέτρεψαν στον Τσίπρα να μην κόψει τις συντάξεις και έδιναν, ξανά και ξανά, συγχαρητήρια στην ελληνική κυβέρνηση. Τότε, δεν υπήρχαν «ακραίοι συντηρητικοί κύκλοι των δανειστών»;
Οι δανειστές θέλουν πάντα, από κάθε κυβέρνηση, συγκεκριμένα πράγματα: Να υπογράφει ό,τι της ζητούν, να πληρώνει στην ώρα της τα δάνειά της, να τηρεί τις δεσμεύσεις τη και να κλωτσούν το τενεκεδάκι της ελληνικής κρίσης λίγο παρακάτω, χωρίς βιώσιμη λύση. Συνεχίζουν επίσης και θα συνεχίσουν να έχουν λόγο σε οποιοδήποτε οικονομικό μέτρο της ελληνικής κυβέρνησης. Στην καλύτερη περίπτωση, αν ο στόχος του πλεονάσματος επιτυγχάνεται και υπάρχει υπερπλεόνασμα και «εάν οι δανειστές κρίνουν ότι ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος είναι επαρκής», η τρόικα δίνει ένα τυπικό «οκ» στην Ελλάδα για να το μοιράσει όπως θέλει (όπως συνέβη με την απόφαση για μη περικοπή των συντάξεων).
Από την άλλη πλευρά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ΝΔ υπόσχονται πρακτικά ότι και θα εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους για δραστικές μειώσεις των φορολογικών συντελεστών και δεν θα χρειαστεί να πάρουν μέτρα λιτότητας. Το επιχείρημα είναι ότι οι δανειστές θα τους αγαπάνε περισσότερο γιατί είναι πιο «μεταρρυθμιστές» και «αξιόπιστοι». Φυσικά, όλα αυτά θα αποδειχθεί μετεκλογικά ότι δεν γίνονται. Είτε η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα υποχρεωθεί να πάρει μέτρα, αποδίδοντάς τα στην «καμένη γη» Τσίπρα, είτε θα ακολουθήσει την πρόταση του Γιάννη Στουρνάρα, για ένα ακόμα «μνημόνιο plus» με περισσότερες «μεταρρυθμίσεις» και ιδιωτικοποιήσεις και αντάλλαγμα μείωση των πλεονασμάτων. Σε κάθε περίπτωση, πολλοί καλόπιστοι δεξιοί ή φιλελεύθεροι θα αντιμετωπίσουν κι αυτοί τις «αυταπάτες» τους…
«Καμμένη γη» εναντίον «αν είχε περάσει το πρόγραμμα Τσακαλώτου»
Παράλληλα, η κατάσταση στην «εποχή μετά το μνημόνιο» θυμίζει σε σημαντικό βαθμό το τελευταίο εξάμηνο της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά. Τότε, η συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, μολονότι δεν είχε κλείσει την αξιολόγηση του 2ου μνημονίου, υποστήριζε ότι «σκίζει τα μνημόνια, μέρα μέρα, σελίδα σελίδα», μοίρασε για πρώτη φορά το υπερπλεόνασμα ως «κοινωνικό μέρισμα» και μείωσε για πρώτη φορά τον ΦΠΑ στην εστίαση. Την ίδια στιγμή βέβαια, ήταν γνωστό ότι μια σειρά απο προαπαιτούμενα είχαν μείνει πίσω, ενώ οι δανειστές είχαν πετάξει στο καλάθι των αχρήστων το περίφημο «mail Χαρδούβελη» μέ μέτρα 1 δισ. ζητώντας πολλαπλάσια. Αυτό φυσικά, δεν εμποδίζει ακόμα και σήμερα τη Νέα Δημοκρατία να υποστηρίζει ότι το 2014 βγαίναμε από την κρίση, αλλά πήγαμε πίσω λόγω της καταστροφής του ΣΥΡΙΖΑ.
Σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Τηρουμένων των αναλογιών (άλλα πλεονάσματα, άλλος τύπος μνημονίου, άλλοι πρωταγωνιστές, άλλη ιδεολογία της αντιπολίτευσης για την «έξοδο») ισχύουν και σήμερα. Σήμερα, έχουμε ξανά μια κυβέρνηση που υποστηρίζει ότι έσκισε τα μνημόνια, έχουμε ξανά μια κυβέρνηση που αγνοώντας το τι λένε οι δανειστές παρουσιάζει ένα μη εφαρμόσιμο πρόγραμμα, έχουμε ξανά μία κυβέρνηση που υποστηρίζει ότι ο μεγάλος της αντίπαλος θα οδηγήσει τη χώρα πίσω στην εποχή των μνημονίων «πάνω που βγήκαμε στο ξέφωτο».
Σήμερα, η έκθεση της Κομισιόν, μολονότι αποφεύγει τους υψηλούς τόνους λόγω προεκλογικής περιόδου στη χώρα, αναφέρει μια σειρά από σημαντικά για τους δανειστές προβλήματα και κυβερνητικά αδιέξοδα λόγω του μονοδρόμου λιτότητας. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθώντας να δώσει την εικόνα της «εξόδου» έχει εδώ και αρκετό καιρό κατεβάσει τα μολύβια. Οι ιδιωτικοποιήσεις που έχει υποσχεθεί δεν προχωρούν, μολονότι το επικαιροποιημένο πρόγραμμα του ΤΑΙΠΕΔ που εγκρίθηκε από την κυβέρνηση τον περασμένο Φεβρουάριο είναι ξεκάθαρο και περιλαμβάνει 24 «δράσεις». Η «διαχείριση» των κόκκινων δανείων προχωράει εξαιρετικά αργά. Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί σε 120.000 πλειστηριασμούς μέχρι το 2022, ωστόσο, όπως είναι λογικό, προσπαθεί όσο μπορεί να καθυστερήσει την εφαρμογή τους, αφήνονται τη «νάρκη» στην επόμενη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι πλειστηριασμοί ανεστάλησαν εν μέσω προεκλογικής περιόδου και ο νέος «νόμος Κατσέλη» έχει διάρκεια μόνο ενός έτους. Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί επίσης, ξανά και ξανά, να μειώσει τα χρέη του Δημοσίου σε ιδιώτες, αλλά το πραγματοποιεί με πολύ αργούς ρυθμούς. Λογικό, γιατί κρατάει ό,τι μπορεί ώστε να πετυχαίνει τα πλεονάσματα και να μοιράζει ό,τι περισσεύει ως «μέτρα ελάφρυνσης», περικόπτοντας παράλληλα και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Οι «παροχές», τέλος, είναι προεκλογικές ενέργειες χωρίς την συγκατάθεση των δανειστών και δημιουργούν εκτιμήσεις για σοβαρό δημοσιονομικό κενό, που θα εκτιμηθεί μετεκλογικά, όταν οι εκλογικοί κύκλοι σε Ελλάδα και Ευρώπη θα έχουν ξεκινήσει από την αρχή.
Επομένως, μπορεί να μην παρακολουθούμε το ίδιο έργο με το 2014, αλλά σίγουρα βλέπουμε το sequel. Μετά τις εκλογές, αν επιβεβαιωθεί η νίκη της Νέας Δημοκρατίας, το σκηνικό θα είναι ξανά πολύ γνώριμο: Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα μιλάει για την «καμένη γη» που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ και θα ζητάει χρόνο από τους ψηφοφόρους της ώστε «πρώτα να πατήσει η χώρα στα πόδια της και μετά να προχωρήσουμε μπροστά». Μετά θα έρθει ξανά η ώρα που «θα ευημερούν οι αριθμοί και όχι οι άνθρωποι» αλλά θα πρέπει να περιμένουμε ώστε «να φανούν τα οφέλη στην τσέπη του πολίτη και στην πραγματική οικονομία». Στο μεταξύ βέβαια η ίδια ελίτ που δεν πλήρωσε ποτέ την κρίση θα απολαμβάνει την ίδια ασυδοσία.
Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ θα αντικαταστήσει το «εάν είχε περάσει το μέιλ Χαρδούβελη» με κάτι σαν «αν είχε εμπιστευτεί ο λαός το πρόγραμμα Τσακαλώτου». Θα μιλάει για την «επιστροφή της χώρας στα μνημόνια» και θα αναπολεί την περίοδο που υποτίθεται «αφήναμε πίσω μας την κρίση». Την ίδια ώρα, οποιαδήποτε σκληρή πολιτική της ΝΔ θα έχει, με κάποιον τρόπο, την υπογραφή ή την σιωπηρή αποδοχή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ του 2015-2019 και το βάρος της κρίσης θα μοιραστεί σε «μεσαία» και χαμηλά στρώματα της κοινωνίας με διαφορετικό τρόπο από ό,τι πριν. Όλα τριγύρω θα αλλάξουνε και όλα, με κάποιον τρόπο θα μείνουν ίδια.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο καλύτερος, σχεδόν υποδειγματικός διαχειριστής μίας κατάστασης που βρήκε και δεν αμφισβήτησε ποτέ. Διαχειριστής ωστόσο μιας παράλογης και καταστροφικής στον πυρήνα της πολιτικής. Αυτό (τη διαχείριση μάλιστα την παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Τσίπρας τη Δευτέρα) ο καθένας μπορεί να το κρίνει όπως θέλει, θετικά ή αρνητικά. Σίγουρα δεν παραδίδει στην επόμενη κυβέρνηση μια χώρα στο χείλος του γκρεμού. Σίγουρα όμως επίσης, παραδίδει μία κατάσταση που «δεν βγαίνει». Οι μνημονιακοί στόχοι δεν βγαίνουν, η «λύση για το χρέος» δεν αρκεί, η λιτότητα συνεχίζεται και θα συνεχίζεται για δεκαετίες, η περιουσία του Δημοσίου συνεχίζει να εκποιείται σε τιμές ευκαιρίας και το «ελληνικό πρόβλημα» για τους δανειστές έχει μπει από τον Αύγουστο του 2018 στον «αυτόματο πιλότο». Οποιοδήποτε κόμμα αποδέχεται τον «μονόδρομο», όσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις του, είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Μετά από 10 χρόνια κρίσης και μνημονίων, αυτός ο κανόνας θα έπρεπε να αποτελεί θέσφατο για όλους.
Αντ’ άυτού όμως, κάνουμε απλά κύκλους, επιλέγοντας να μην βλέπουμε τον ελέφαντα στα δωμάτια των Eurogroup. O κύκλος της «σταθερότητας» και τις παγίωσης των μνημονιακών πολιτικών, του ΣΥΡΙΖΑ, κατά πάσα πιθανότητα τελειώνει. Κατά τραγική ειρωνεία, θα τελειώσει συμβολικά με την τελευταία ομιλία του Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργού, δύο μέρες πριν τις εκλογές ως είθισται, δηλαδή στις 5 Ιουλίου, στην 4η επέτειο του δημοψηφίσματος. Κατά πάσα πιθανότητα επίσης, ξεκινάει ένας πολύ χειρότερος, που περιστρέφεται όμως γύρω από το ίδιο κέντρο.