Χθες βράδυ αγόρασα – το περίμενα πώς και πώς – την πρώτη μετάφραση διηγημάτων του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα Wallace Stegner στα ελληνικά, Το τραγούδι της Σάλπιγγας και άλλα διηγήματα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg (Aldina). Όπως αναφέρει στον προσεγμένο του πρόλογο ο μεταφραστής (και διηγηματογράφος) Γιάννης Παλαβός, ο Στέγκνερ – ένας από τους πιο περίλαμπρους τεχνίτες της μικρής φόρμας – παραμένει εν πολλοίς άγνωστος· όχι όπως είναι φυσικό μονάχα στην Ελλάδα, αλλά και στη ίδια την γενέτειρα του.

του Σπύρου Γιανναρά

 Το «άγνωστος συγγραφέας» ηχεί διαφορετικά ανάλογα την περίπτωση. Κάποιοι παραμένουν δικαίως άγνωστοι και κάποιοι είναι αδίκως γνωστοί. Δικαίως κι αδίκως σε συνάρτηση με το ακριβοκέρδητο πολυδουλεμένο τους τάλαντο. Ο Στέγκνερ ανήκει στην δυστυχώς ολοένα διογκούμενη κατηγορία των αδικημένα άγνωστων συγγραφέων της εποχής των περίπλοκων δολοπλόκων πλοκών που καμώνονται τη λογοτεχνία.

Δεν έχω προλάβει να διαβάσω το βιβλίο. Έχω όμως αίσθηση της υποβλητικής γραφής του Αμερικανού, έχοντας διαβάσει παλαιότερα διηγήματά του στα αγγλικά. Η έκδοση όμως περιέχει κι έναν ακόμη ανέλπιστο θησαυρό: Μια ομιλία που απηύθυνε ο Ουάλας Στέγκνερ ενώπιον των μελών της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών στις 21.10.1963. σε μετάφραση Πέτρου Αμπατζόγλου. Η πρώτη και τελευταία επίσκεψή του στην Αθήνα, μοιάζει να σημάδεψε εφ’ όρου ζωής τον Στέγκνερ: «Σύμφωνα με τον Τζάκσον Τζ. Μπένσον, βιογράφο του Στέγκνερ, «καμιά άλλη μέρα – σ’ εκείνο ή σε οποιοδήποτε άλλο ταξίδι – δεν είχε τέτοιον αντίκτυπο στον Στέγκνερ όσο η μέρα που μίλησε ενώπιον της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών στην Αθήνα»»[1].
 
Ο Αμερικανός διηγηματογράφος υπέστη ένα είδος υπαρξιακού συγκλονισμού, ο οποίος επανέφερε στην επιφάνεια, όπως θα δούμε παρακάτω, ένα καλά κρυμμένο οντολογικό πρόβλημα, μια αγωνία ταυτότητας. Κάτι αντίστοιχο δηλαδή με τη διαταραχή μνήμης που υπέστη ο πολύς Σίγκμουντ Φρόυντ στην παρθενική του επίσκεψη στην Ακρόπολη[2]. Ο Φρόυντ βίωσε ένα αποπνικτικό αίσθημα ύπαρξης και την ίδια στιγμή ανυπαρξίας, χάνοντας στιγμιαία την αίσθηση του παρόντος. Ο Αμερικανός από τη μεριά του, αισθάνθηκε να διογκώνεται μέσα του το αίσθημα του ανθρώπου χωρίς παρελθόν.

Η προαιώνια πόλη των Αθηνών δεν είναι απλώς συνυφασμένη με την αρχαιότητα, αλλά λειτουργεί ως μετωνυμία της ιστορίας. Το ερώτημα που εγείρεται βεβαίως, όπως και στην περίπτωση του Φρόυντ είναι κατά πόσο οι λόγιοι δυτικοί επισκέπτες έχουν μάτια για να δουν την πόλη ή εάν απλώς προβάλλουν επάνω της την εικόνα που κουβαλούν γι’ αυτήν, με την οποία έχουν γαλουχηθεί. Το σίγουρο είναι ότι στην περίπτωση του Στέγκνερ η Αθήνα, η πόλη με παρελθόν λειτουργεί ως κάτοπτρο στην επιφάνεια του οποίου η Αμερική καθρεφτίζεται ως η πόλη του παρόντος, χωρίς παρελθόν. Για την περίπτωση του Φρόυντ η οποία φωτίζει ερμηνευτικά αυτήν του Στέγκνερ έχει νόημα να αναζητήσει κανείς, μόλις εκδοθεί, το αποκαλυπτικό δοκίμιο του φιλοσόφου Ηλία Παπαγιαννόπουλου που αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Περισπωμένη[3].

 
«Κι εκείνοι θεωρούσαν πως ήταν υπέροχο να ακούν έναν άνθρωπο χωρίς ιστορία», διαπιστώνει. Στη συνέχεια ο Στέγκνερ προβαίνει σε μια σειρά διαπιστώσεων για τη σχέση των γηγενών με το τρισχιλιόχρονο παρελθόν τους κι αποφασίζει να αφιερώσει την πρώτη και μοναδική «απροσχεδίαστη ομιλία» που έδωσε στη ζωή του, στη σχέση παρελθόντος, παράδοσης και ταυτότητας. Η εντύπωση που το μικρό αυτό κείμενο προκαλεί σήμερα, οφείλεται κατά τη γνώμη μας, στο πόσο ξένες ακούγονται σήμερα οι διαπιστώσεις ενός ξένου σχετικά με την κατάσταση των Ελλήνων. Η εντυπωσιακή απόκλιση από την σημερινή πραγματικότητα φέρνει στο νου τις αντίστοιχες διαπιστώσεις του Χένρυ Μίλλερ στον Κολοσσό του Μαρουσιού όπου ο συγγραφέας του Τροπικού του Καρκίνου μαγεύεται από έναν τύπο Έλληνα τον οποίο μάταια θα αναζητήσει κανείς σήμερα στην ελληνική επικράτεια. Αλλά ας συνεχίσουμε με τον Στέγκνερ.
 
«Οι Έλληνες καταπιέζονται από την πολλή ιστορία. Οι περισσότεροι Έλληνες αισθάνονται το βάρος της Εποχής του Χαλκού να βαραίνει τους ώμους τους. Πώς γίνεσαι άνθρωπος του σήμερα όταν σε πιέζει τόσο βάρος; Εγώ από τη μεριά μου πάσχιζα να γίνω ένας άνθρωπος με παρελθόν χωρίς να έχω καθόλου παρελθόν, μόνο άφθονο παρόν». (…) «Ένας Αμερικανός μπορεί να είναι τόσα διαφορετικά πράγματα ή να είναι μοιρασμένος ο εσωτερικός του κόσμος σε τόσα πράγματα, που πιθανόν να χρειαστεί να περάσει όλη του τη ζωή προσπαθώντας να ανακαλύψει πού πραγματικά ανήκει, δηλαδή να ανακαλύψει τον εαυτό του, και στο τέλος να μάλιστα να μην το έχει κατορθώσει»[4].
 
Έχει κανείς την αίσθηση ότι η σχέση των Ελλήνων με το παρελθόν τους – κάποιες «θολές αξίες» που αναγνωρίζει ως σημαντικές όλη η υφήλιος – έχει καταντήσει τόσο ξώφαρση κι επιδερμική που αυτό δεν βαραίνει πλέον καθόλου στη ζωή τους. Το μόνο καλό με τον «πολιτισμό» και την «αρχαία παράδοση» είναι ότι μας χάρισε, χωρίς εμείς οι νεοέλληνες να κουνήσουμε το δαχτυλάκι μας, την «μεγάλη εθνική μας βιομηχανία», τον τουρισμό. Οι τρεις καλοκαιρινοί μήνες είναι στην κυριολεξία αυτοί που θρέφουν τους δώδεκα. Χάρη σ’ αυτές τις οικουμενικές αξίες που γεννήθηκαν σε τούτο τον τόπο, θα έπρεπε, όπως επανειλημμένως τόνισαν μεγάλες προσωπικότητες σαν τον Γκοντάρ, ολόκληρος ο πλανήτης να μας είναι αιωνίως υπόχρεος. Χρηματικά εννοείται.
 
Ο Μίλλερ συγκινείται από τους Έλληνες διότι δεν είναι σκλάβοι του νεωτερικού υλικού πολιτισμού. «Ο Έλληνας ξέρει να ζει με τα κουρέλια του: δεν τον εκφυλίζουν ολοκληρωτικά, ούτε τον βρωμίζουν, όπως σε άλλες χώρες που έχω επισκεφτεί». Αυτή είναι ίσως μια από τις πιο γλαφυρές περιγραφές της αρχοντιάς. Της κατίσχυσης του εσωτερικού πλούτου επί της εξωτερικής ένδειας. Έχει σχετικά πρόσφατα γραφτεί ότι η ελληνική αριστοκρατία, αυτού του είδους η αρχοντιά, διασωζόταν μονάχα στα χωριά. Σήμερα σίγουρα τελεί υπό διωγμό. Ο άνθρωπος που έκανε τον Μίλερ θηρίο έχει πια καταστεί πανεθνικό πρότυπο: «είχε μια μανία με τη λογική που με έκανε θηρίο. Μια κακή συν τοις άλλοις λογική. Κι όπως όλοι οι υπόλοιποι, όλοι εκείνοι με τους οποίους διαφώνησα άγρια, αναγνώριζα σ’ εκείνον τη χειρότερη έκφραση του αμερικάνικου πνεύματος. Είχαν εμμονή με την πρόοδο. Περισσότερες μηχανές, περισσότερη αποτελεσματικότητα, περισσότερα κεφάλαια, περισσότερες ανέσεις —μόνο γι’ αυτά μιλούσαν»[5].
 
Ο Στέγκνερ προερχόταν από φτωχική οικογένεια. Όταν όμως μιλάει για στέρηση, δεν πάει ο νους του στην οικονομική. «Μεγάλωσα, λοιπόν, σε μια αμερικανική πόλη που στερούνταν τα πάντα (…) Δηλαδή χωρίς κανένα από κείνα τα στοιχεία που συνθέτουν τον πολιτισμό. Δεν μπορούσα να σηκώσω το βλέμμα και να αντικρίσω κι εγώ μια Ακρόπολη ή έστω έναν ερειπωμένο, πέτρινο τοίχο που να επιβεβαιώνει την ύπαρξή μου και να μου θυμίζει πως οι πρόγονοί μου είχαν ζήσει εδώ από χρόνια. Δεν είχα, με δυο λόγια, κανενός είδους παράδοση»[6].
 
Δεν υποτιμώ την στέρηση, την αγωνία της επιβίωσης, τον βραχνά που στρογγυλοκάθεται στο στέρνο του άνεργου τούτα τα χρόνια της κρίσης. Το ερώτημα όμως που ανακύπτει διαβάζοντας το κείμενο του Στέγκνερ, του ξένου που αισθάνεται ευτυχής να είναι ένας ξένος στην Ελλάδα, με την ελπίδα να συμπληρώσει «έναν ή δυο κρίκους στο άδειο [τ]ου παρελθόν και να ανακαλύψ[ει] κάτι περισσότερο για το ποιος εί[ν]αι», αφορά το εάν και πώς βλέπει ο Έλληνας τον εαυτό του με γνώμονα το κριτήριο που διαμορφώνει το βλέμμα των γεωμετρημένων λογίων επισκεπτών.
 
Η φράση κλειδί του κειμένου του Στέγκνερ είναι στα δικά μου τουλάχιστον μάτια η ακόλουθη: «Ο άνθρωπος είναι ασταθής όταν δεν γνωρίζει πού ανήκει». Έχει προηγηθεί η καίρια επισήμανση σχετικά με την αβεβαιότητα ή τη ρευστότητα της αμερικανικής ταυτότητας: «Ρωτήστε έναν Αμερικανό να σας πει τι πράγμα είναι ο Αμερικανός. Και θα διαπιστώσετε πως δεν μπορεί να σας απαντήσει»[7].
 
Ρωτήστε έναν Έλληνα τι σόι πράγμα είναι ο Έλληνας· και σίγουρα θα πιαστεί στα χέρια με τον διπλανό του



[1] Wallace Stegner Το τραγούδι της Σάλπιγγας και άλλα διηγήματα, Ανθολόγηση-Μετάφραση, Γιάννης Παλαβός, εκδ. Guntenberg, Αθήνα 2019, σελ. 216.
 
[2] Βλ. ‘Sigmund Freud, Γράμμα στον Ρομαίν Ρολλάν (Μια διαταραχή της μνήμης πάνω στην Ακρόπολη)’, μτφρ. Α. Βουδούρη, στο Θανάσης Τζαβάρας (επιμ.), Ψυχανάλυση και Ελλάδα. Στοιχεία, θέσεις, ερωτήματα (Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών, 1984), σ. 15-27 
[3] Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, Ο Φρόυντ στην Ακρόπολη: μια ατοπογραφία (υπό έκδοση)
[4] Μετάφραση Πέτρος Αμπατζόγλου.
[5] Henry Miller, The Colossus of Maroussi, Penguin, 2016, p. 5.
[6] Μετάφραση Πέτρος Αμπατζόγλου.
[7] Μετάφραση Πέτρος Αμπατζόγλου.