Το βιβλίο «Μια λοξή ματιά στην Ιστορία» και υπότιτλο «200 χρόνια ελληνικού κλαυσίγελου» του Διονύση Ελευθεράτου, που μόλις κυκλοφόρησε, φωτίζει μοναδικά ιστορικά ανέκδοτα στα 200 χρόνια του Ελληνικού κράτους, αναδεικνύοντας τον διαρκή φαύλο κύκλο, τις ομοιότητες και τις διαφορές των εποχών και γεγονότων, με τρόπο ζωντανό, που κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε κάθε σελίδα.

Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος μίλησε στο ραδιόφωνο του ΤΡΡ και τη σαββατιάτικη εκπομπή του Δημήτρη Κούλαλη και της Λαμπρινής Θωμά, για το βιβλίο του,  ξεκινώντας από τα χρηματιστηριακά σκάνδαλα της περιόδου 1872-1874, ένα ντεζαβύ του σκανδάλου της Σοφοκλέους το ’99.

«Δεν νομίζω ότι πρέπει να υποκύψουμε στην ευκολία του να προσυπογράψουμε το γνωστό “η ιστορία επαναλαμβάνεται”. Γνωρίζουμε πολύ καλά πως η ιστορία ατόφια δεν επαναλαμβάνεται. Υπάρχει μια εξέλιξη. Αλλά πολλές φορές φαίνεται να κάνουν κύκλους φαινόμενα που κυριαρχούν σε περιόδους ιστορικές και αυτό είναι που πολλές φορές μας κάνει να πιστεύουμε πως αυτά τα έχουμε ξαναζήσει ακριβώς. Ακριβώς δεν τα έχουμε ξαναζήσει. Εδώ νομίζω ότι κολλάει ένα απόφθεγμα πολύ πολύ καλό του Οκτάβιο Παζ. Είχε πει: “Δεν ξέρω αν η ιστορία επαναλαμβάνεται και κατά πόσο επαναλαμβάνεται. Εκείνο που διαπιστώνω εγώ είναι πως η νοοτροπία των ανθρώπων δύσκολα αλλάζει.”. Σ’ αυτό πραγματικά είχε δίκιο.

Εάν κάποιος δει τον τύπο της εποχής και, ο τύπος είναι ο βασικός μοχλός για αναζήτηση και ερμηνεία γεγονότων στο συγκεκριμένο βιβλίο, θα δει πως, όχι ακριβώς ίδιες νοοτροπίες γενικά, αλλά ίδια μεθοδολογία στα επιχειρήματα, ίδιες κατηγορίες, ίδιες υπερασπιστικές πρακτικές.

Όταν  για παράδειγμα μια εφημερίδα θέλει να βγάλει λάδι ας πούμε μια κυβέρνηση ή ένα κόμμα, ενώ μπορεί και να είναι αντιπολιτευόμενη στην γραμμή, εκεί βλέπεις όντως μία επανάληψη ή μία, ας το πούμε, προσομοίωση πάρα πολύ μεγάλη, ακόμη και αν η εξέλιξη των πραγμάτων δεν ήταν ακριβώς η ίδια.

Οσο πιο πολύ ζουμάρεις, όσο περισσότερο στέκεσαι αναλυτικά σε γεγονότα, τόσο περισσότερες ψηφίδες αυτού που λέμε “α, το ‘χω ξαναζήσει” συναντάς. Το γοητευτικό στοιχείο, όταν ψάχνεις Τύπο, είτε μιλάμε για Τύπο παλαιότερων δεκαετιών του 20ού αιώνα, είτε μιλάμε για Τύπο του 19ου αιώνα, είναι πως βλέπεις πράγματα εκεί στα παράπλευρα,  ψάχνεις κάτι συγκεκριμένο και το μάτι σου πέφτει κάπου αλλού…

Φερ’ ειπείν, την ιστορία του 1852, που γράφω, για απελάσεις προσφύγων, Πολωνών πολιτικών προσφύγων από την Ελλάδα, την αγνοούσα. Αλλά μου φάνηκε ότι είχε τρομερό ενδιαφέρον διότι η στάση του καθενός τότε καθοριζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό ή μάλλον αποκλειστικά, αν μιλήσουμε για τις εφημερίδες, από το αν ήταν αγγλόφιλοι ή ρωσόφιλοι, όλα αυτά τα πράγματα.

Η αλήθεια είναι πως στον 19ο αιώνα, στο βιβλίο, έχουμε περισσότερο άγνωστες πλευρές υποθέσεων, δεν θα πω μόνο ιστοριών, αλλά υποθέσεων γνωστών κατά το μάλλον ή ήττον, όπως για παράδειγμα οι κρίσεις χρέους, μερικές άγνωστες. Και όσο προχωρούμε από τον 19ο στον 20ο αιώνα, και κατόπιν στον 20ο αιώνα, έχουμε περισσότερες ιστορίες από αυτές που θα λέγαμε “για το ευρύ κοινό”, που ενδεχομένως και για εμάς μέχρι εχθές-προχθές, για μένα μέχρι εχθές-προχθές, δεν ήταν γνωστές. Για παράδειγμα δεν ξέρω πόσοι γνωρίζουν όλες τις πτυχές των σκανδάλων Ζήμενς στον 20ο αιώνα, πριν φτάσουμε στον Χριστοφοράκο και στο 1990.

Εδώ τώρα, πρόσεξε να δεις, εδώ πώς μπορεί κάποιος να δει τον συμβολισμό… Η τακτική, ο προσεταιρισμός κτλ, οι πιέσεις οι διάφορες, και σε μία περίπτωση η δωροδοκία, ή απόπειρα δωροδοκίας…. Γι’ αυτό και η υπόθεση Ζήμενς στο βιβλίο κατέχει τρία κεφάλαια. Το ένα είναι στον μεσοπόλεμο, που έχουμε μέσα Μποδοσάκη, δεν ήταν απλή υπόθεση,… Το δεύτερο ήταν τη δεκαετία του 1950 που η Ζήμενς έγινε το φυτίλι που ανατίναξε τις σχέσεις ανάμεσα στον Παπάγο και τον Μαρκεζίνη. Ακόμη και αν δεν ήταν αυτή η αιτία ολόκληρη, ήταν μια πολύ πολύ ισχυρή αφορμή.

Αλλά πρόσεξε να δεις τώρα. Ο Τσουκάτος, τι είπε προσφάτως; Το πήρα το εκατομμύριο ρε παιδιά, αλλά δεν το έβαλα στην τσέπη μου, πήγε στο κόμμα. Και γι’ αυτό έγινε αποδιοπομπαίος τράγος και μέσα στο ίδιο του το κόμμα. Ένας άλλος τύπος, μερικές δεκαετίες νωρίτερα, είχε πει “Ζήτησα όντως από έναν υπουργό, να πάρω αυτό το ποσό, αλλά δεν το ζήτησα για να το βάλω στην τσέπη μου. Το ζήτησα για την εταιρεία.”. Αυτός ο κάποιος λοιπόν ήταν ο Βουρλιώτης, εκπρόσωπος της Ζήμενς, αυτή ήταν η εταιρεία, επί πολλές δεκαετίες, άνθρωπος του Γ΄ Ράιχ, υπεύθυνος για τη ραδιοφωνία εδώ, συνομιλητής του Χίτλερ και όλα αυτά τα πράγματα, ο περιβόητος κύριος Βουρλιώτης, και εδώ ακριβώς έχουμε έναν συμβολισμό του ότι η ιστορία φαίνεται να επαναλαμβάνεται, αλλά ακριβώς η ίδια δεν επαναλαμβάνεται.

Δηλαδή, έχεις ακριβώς αυτό το στοιχείο, ένα εκατομμύριο, κάποιος το ζήτησε, γιατί το ζήτησε, αλλά δεν ήταν ο Τσουκάτος της εποχής, ήταν ας το πούμε έτσι ο Χριστοφοράκος της εποχής. Νομίζω ότι η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παιχνιδάκια.».

– Αυτό το βιβλίο έρχεται παραμονές του εορτασμού, της επετείου των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821. Έρχεται να υπενθυμίσει τι συνέβη ή έρχεται ορμώμενος από έναν φόβο εντός και εκτός εισαγωγικών, ότι “κοιτάχτε παιδιά, επειδή μάλλον θα επιχειρηθεί να ξαναγραφεί η ιστορία, ας έχουμε στο μυαλό μας τι έχει συμβεί αυτά τα διακόσια χρόνια”.

«Δεν πρόκειται για φόβο. Πρόκειται για διαπίστωση. Δηλαδή και μόνο η δήλωση της κυρίας Κεραμέως: “πρέπει να ξεμπερδέψουμε στα σχολεία με την κοινωνική ιστορία και να έχουμε μία ιστορία που θα ‘ναι της εθνικής συνείδησης και του καθήκοντος”, σημαίνει πως πλέον δίδεται το πράσινο φως και επισήμως, όχι απλώς για στρογγυλοποιήσεις και απονευρώσεις, αλλά και για αποσιωπήσεις.

Δηλαδή, εάν πεις πως εξορίζω το κοινωνικό στοιχείο από την ιστορία, το εξοβελίζω μάλλον, για να ‘μαι ακριβής, το εξοβελίζω, τότε είναι φανερό πως δε μπορεί να ερμηνευθεί ούτε η Ελληνική επανάσταση, από την οποία υποτίθεται ότι αρχίζουμε. Έτσι δεν είναι; Δηλαδή θα ρωτάει το παιδί φερ’ ειπείν: “γιατί κύριε έγιναν δύο εμφύλιοι πόλεμοι κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης”; Με βάση το δόγμα της Υπουργού Παιδείας, το παιδί δε χρειάζεται, ή μάλλον ακόμη πιο έντονα, όχι δε χρειάζεται, δεν πρέπει να μάθει τίποτα για ρουμελιώτες κοτζαμπάσηδες, για υδραίους πλοιοκτήτες. Άρα τι θα λέμε του παιδιού; Θα λέμε στο παιδί: “διότι παιδί μου η διχόνοια είναι το σαράκι που τρώει τον ελληνισμό”.. και πάλι τα ίδια και τα ίδια.

Δεν ήταν λοιπόν, καμία απλή καχυποψία, η οποία με ώθησε σε αυτό, ήταν πλέον βεβαιότητα. Ήταν μία βεβαιότητα, που κατέστη βεβαιότητα, θα ‘λεγε κανείς, άρχισε να καθίσταται βεβαιότητα από την δήλωση, ήταν η πρώτη του κυρίου Αδώνιδος Γεωργιάδη, “η κοινωνιολογία κάνει τα παιδιά αριστερά”, για να φθάσουμε στο δόγμα Κεραμέως: “βγάλτε το κοινωνικό στοιχείο από την ιστορία”.

Εγώ απλώς μ’ αυτό το βιβλίο θέλω να πω, πως ήρθε η ώρα να δούμε λίγο την ιστορία όπως είναι και όχι όπως πρέπει. Την ιστορία της αλήθειας και όχι του λεγόμενου καθήκοντος, γιατί διαφορετικά δεν μιλάμε για ιστορία. Είναι αυτό φανερό.

Το βιβλίο αυτό, ήταν έτοιμο από τον περασμένο Απρίλιο. Αλλά λόγω lock down αποφασίσαμε να εκδοθεί τώρα. Και πάλι νομίζω ότι είναι μέσα στα χρονοδιαγράμματα και τους ημερολογιακούς προσδιορισμούς.

Τώρα από κει και πέρα, η αλήθεια είναι πως επιλέγοντας τις ιστορίες με το κριτήριο που σου είπα ήδη, ότι δηλαδή οι ιστορίες που ο κοινός παρονομαστής είναι πως, φαίνεται να μας θέτουν πάλι μπροστά στο ερώτημα: “μήπως τελικά ρε παιδί μου επαναλαμβάνεται αυτή η ιστορία”; δεν χρειάζεται κάποιος να προσπαθήσει, να καταβάλει ειδική προσπάθεια, για να δει στερεότυπα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, κι ας έχουμε γαλουχηθεί μ’ αυτά τα στερεότυπα από παιδιά.

Να, κάτι είπαμε για το σκάνδαλο το χρηματιστηριακό, νωρίτερα. Εκεί πρωταγωνιστής του σκανδάλου ήταν ο Συγγρός. Η καθώς πρέπει ιστοριογραφία όμως, επειδή ο Συγγρός έπρεπε να μείνει στην ιστορία ως φοβερός και τρομερός ευεργέτης, φρόντισε αυτά να τα αποσιωπήσει. Έτσι δεν είναι; Πρέπει λοιπόν να επανέλθουμε επαναλαμβάνω στην ιστορία της αλήθειας και όχι στην ιστορία του πρέπει. Δεν χρειάστηκε να καταβάλω καμία προσπάθεια για να ανακαλύψω εναλλαγή του φαιδρού με το σοβαρό ή και το γραφικό και το τραγικό για να δικαιώσω τον υπότιτλο, ντε και καλά.

Δηλαδή “200 χρόνια νεοελληνικού κλαυσίγελου”. Αυτά τα πράγματα έβγαιναν από μόνα τους. Αυτό το δίπολο δηλαδή, σαν να χορεύει ταγκό, όπως γράφω και στο οπισθόφυλλο, πραγματικά. Ούτε χρειάστηκε να βρω εξ επί τούτου που λέμε ιστορίες που καταρρίπτουν γεωγραφίες, στερεότυπα, κλισέ κτλ. Πάλι προέκυπταν από μόνα τους. Γι’ αυτό μεθοδολογικά απλώς προσπάθησα να δω αυτό το παλιό που μας θυμίζει πολλά από τα πολύ πρόσφατα ή και τα σημερινά. Και από εκεί και πέρα φρόντισα να υπάρχει και μια ποικιλία, δηλαδή να υπάρχουν και πολιτισμικά φαινόμενα, να υπάρχουν και τα πολιτικά…

Το βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος, όπως και τα προηγούμενα βιβλία του,  «Λαμόγια στο χακί» και «Εξουσία, τι μπάλα παίζεις;».