Στο παράρτημα του Λαϊκού Νοσοκομείου στη Σεβαστουπόλεως, όπου γίνονται οι χημειοθεραπείες των καρκινοπαθών, επικρατούν κάθε πρωί απίστευτες εικόνες. Ο Σπύρος Φρεμεντίνης βρέθηκε με την κάμερα του Open, πριν μια εβδομάδα στο σημείο, κι όσα κατέγραψε είναι το λιγότερο τραγικά, σε μία χώρα που οι πολιτικοί καυχούνται για το Δημόσιο Σύστημα Υγείας.

Οι πιο κατάλληλοι να μιλήσουν για μια κατάσταση είναι όσοι την ζουν, την έζησαν, τη γνωρίζουν «από μέσα». Στην εκπομπή Κοινωνία Ώρα Press, φιλοξενήθηκε η Αντωνία Καβαλλιεράκη, φαρμακοποιός. Την είδαμε να πρωταγωνιστεί με άλλους οκτώ ανθρώπους στο ντοκιμαντέρ «9 ΖΩΕΣ», που αναδεικνύει την καθημερινότητα των χρόνιων ασθενών και τις προτάσεις τους για την επόμενη ημέρα -ένα ντοκιμαντέρ που δημιούργησε η Ένωση Ασθενών Ελλάδος.

Το 2012, παρατήρησε ότι αντιμετώπιζε μια δυσκαταποσία. Ό,τι έπινε κι έτρωγε, το απέβαλλε. Μετά από εξετάσεις, βρέθηκε όγκος στον πνεύμονα. Καρκίνος. Άρχισε χημειοθεραπείες, ακτινοβολίες, μπορούσε πλέον να τρώει και η θεραπεία διήρκησε περίπου μέχρι το 2017. «Βρισκόμουν στο Γύθειο κι ήρθα Αθήνα για να είμαι κοντά στο νοσοκομείο και τους γιατρούς μου. Στην αρχή πήγαινα στο Ιπποκράτειο, μετά ακολούθησα τον γιατρό μου σε ιδιωτικό. Στο δημόσιο, ο γιατρός μου δεν είχε χρόνο. Ήταν τέσσερις γιατροί σ’ ένα δωματιάκι κι εκεί ο καθένας δεχόταν τους ασθενείς. Ο κάθε γιατρός έγραφε το παραπεμπτικό για την επόμενη φορά που θα γινόταν η θεραπεία, δεν υπήρχε καν γραμματεία, τι να πρωτοκάνει ο άνθρωπος… Πηγαίναμε στις 7 το πρωί. Υπήρχε πολύς κόσμος, περιμέναμε μία ώρα σε κάθισμα -και δεν υπήρχε πάντα, δίναμε μετά όταν ερχόταν η σειρά μας το παραπεμπτικό, έπειτα ανεβαίναμε όροφο οι ασθενείς και των τεσσάρων ογκολόγων και περνούσαν μας έβλεπαν. Ύστερα, έπρεπε να γίνει μικροβιολογική εξέταση, έπαιρνε ο συνοδός μας το αίμα, το πήγαινε στο απέναντι κτίριο να γίνει η ανάλυση, εγώ περίμενα σαν πτώμα τυλιγμένη με μια κουβέρτα, μας έδινε το προσωπικό κρακεράκια, μπανάνα και τυρί. Μετά έρχονταν οι εξετάσεις και το φαρμακείο έπρεπε να φτιάξει το φάρμακο …κι άλλη καθυστέρηση, κι άλλη αναμονή… Είχαμε δύο νοσηλεύτριες και μία προϊσταμένη για έξι καρέκλες με ασθενείς σε κάθε αίθουσα και οι αίθουσες ήταν τρεις. Με το που μπαίνει το φάρμακο, βγαίνουν αμέσως παρενέργειες κι έπρεπε να τρέχουν να είναι από πάνω σε όλους μας…». Κάτι επίσης σημαντικό σε επίπεδο ελλείψεων που τονίζει είναι η ψυχολογική στήριξη. «Δεν υπήρχε ένας ψυχολόγος να μας πλησιάσει. Ο γιατρός δεν είχε τον χρόνο να μας απαντήσει. Δεν υπήρχαν ομάδες ψυχανάλυσης» και για ακόμα μία φορά απευθύνθηκε στον ιδιωτικό τομέα.

Αφήνοντας σιγά σιγά τον καρκίνο πίσω της, αυτό που τώρα της κοστίζει είναι η αγκαλιά του άντρα της που δεν μπορεί να έχει επειδή από τις παρενέργειες και την κορτιζόνη, οι σπόνδυλοι στο σώμα της σπάνε εύκολα. «Έσκυβα κι έσπαγε σπόνδυλος. Έκανα τρεις κυφοπλαστικές. Τσιμεντώσαμε 12 σπόνδυλους». Βέβαια, όπως λέει, «όλα θέλουν τον χρόνο τους, κομματάκι κομματάκι φτιάχνεται το παζλ. Δεν υπάρχει θαύμα. Τα θαύματα τα κάνουμε εμείς, ο γιατρός, η επιστήμη».

Μας έδωσε το πιο ωραίο μάθημα. «Η ζωή είναι πολύ ωραία, κι όσο τη ζούμε είναι πιο ωραία. Να την απολαμβάνουμε. Κάθε δυσκολία που αντιμετωπίζουμε να μας κινητοποιεί. Οι στιγμές είναι που έχουν σημασία. Να δίνουμε χώρο στον εαυτό μας, σε εμάς. Να παίρνει αέρα ο εαυτός μας. Να βάζουμε όριο στον εαυτό μας και τους άλλους. Είμαστε για όλους, δίνουμε και δεν παίρνουμε. Δε ζούμε. Δίνουμε την ενέργεια αλλού. Ο καρκίνος είναι ένα μάθημα ζωής. Όταν εμφανίζεται, καταλαβαίνεις ότι ήρθε η ώρα ν’ αλλάξεις τρόπο ζωής. Μου έμαθε πολλά. Μου έμαθε έναν άλλον τρόπο ζωής. Έδιωξα τους τοξικούς ανθρώπους. Έπεσε η μάσκα, το μακιγιάζ κι όσα έκανα για να είμαι αρεστή στην κοινωνία. Τώρα δε με ενδιαφέρει τι θα πει ο άλλος -εμένα που ήμουν η πρώτη κι η καλύτερη σ’ αυτό. Το θέμα είναι ότι δε χρειάζεται να μας συμβεί αυτό για να καταλάβουμε τι αξίζει. Κάθε μέρα να φτάνουμε μέχρι εκεί που μπορούμε. Αυτό είναι σεβασμός προς τον εαυτό μας. Να μην πιεζόμαστε και υπερβαίνουμε τα όριά μας».

«Να προσέχετε τον εαυτό σας»

Στην εκπομπή φιλοξενήθηκε και ο πρόεδρος των εργαζομένων στο Γ.Ν.Α. Λαϊκό, Τάσος Αντωνόπουλος, ο οποίος περιέγραψε με απόλυτη ακρίβεια τι συμβαίνει στα νοσοκομεία αυτή τη στιγμή. «Υπάρχουν δύο κατηγορίες καρκινοπαθών: οι ογκολογικοί και οι αιματολογικοί. Αυτή τη στιγμή, αυτές οι εικόνες που βλέπετε και το πρόβλημα είναι στους δεύτερους. Κι αυτό γιατί εκεί επικρατεί μια τεράστια αύξηση των ασθενών μετά την έξαρση της covid-19, γιατί εδώ και δύο χρόνια ήταν σα να υπήρχε μόνο μία αρρώστια κι όλα τα άλλα νοσήματα πήγαν πίσω και τώρα επιτίθενται περισσότερο» εξηγεί, περιγράφοντας πώς οι κυβερνητικές επιλογές άφησαν πίσω ασθενείς άλλων νοσημάτων εκτός του κορονοϊού. Προσθέτει, δε, πως απ’ όλη την Ελλάδα ασθενείς πηγαίνουν στο συγκεκριμένο νοσοκομείο, γιατί είναι «σημείο αναφοράς γι’ αυτή την αρρώστια». «Θα πρέπει το υπουργείο να βάλει φρένο και να είναι απαγορευτικό να μπαίνουν καθημερινά 400 ασθενείς σ’ ένα παράρτημα που μπορεί να καλύψει 100-150. Κι αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει περιφερειακή έλλειψη, αλλά και ελλείψεις στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Άνθρωποι ξεσπιτώνονται για να έρθουν εδώ, επειδή εδώ υπάρχουν γιατροί. Κι αυτοί τι να πρωτοκάνουν…». Όσο για εκείνα που διαδραματίστηκαν στο νοσοκομείο την περασμένη εβδομάδα και είδαν το φως της δημοσιότητας, ο κ. Γαλανόπουλος αφήνει τις αιχμές του… «Οι “ανώτερο” γιατροί, αυτοί που είναι πιο “ψηλά”, δεγίνεται, ενώ έχουν βγει πρωτόκολλα, να τα παραβιάζουν και να καλούν όλους τους ασθενείς για παράδειγμα την επόμενη μέρα. Όταν τους λένε “έλα αύριο”, έρχονται οι ΄άνθρωποι από το πρωί να πιάσουν σειρά για να ξεμπερδεύουν το μεσημέρι. Υπάρχει άναρχη κατανομή ημερολογιακά και χρονικά».

Κατά τη διάρκεια της εκπομπής, λάβαμε ένα προσωπικό μήνυμα. Ήταν ακόμα μία ιστορία. Με την άδεια του αποστολέα, τη δημοσιεύουμε.

«Λίγο πριν χάσουμε την πεθερά μου από γενικευμένο καρκίνο φέτος τον Μάρτιο, και ενώ ήταν πολύ καταβεβλημένη και δεν μπορούσε πλέον να κάνει ούτε χημειοθεραπείες, χρειάστηκε να πάμε για εισαγωγή στο Λαϊκό όπου παρακολουθούνταν. Φτάσαμε στις 12 το μεσημέρι, αφού είχε γίνει προσωπική συνεννόηση με τον γιατρό της και είχε μεσολαβήσει ώστε να μην ταλαιπωρηθεί κατά την εισαγωγή της. Παρόλ’ αυτά η εισαγωγή στην κλινική νοσηλείας ολοκληρώθηκε τελικά στις 2:00 πμ. Τα ράντζα στο διάδρομο πρέπει να ήταν πάνω από 20. Με δυσκολία εξασφαλίσαμε ένα ράντζο ενώ ο επόμενος ασθενής που εισήχθη, έμεινε ξαπλωμένος σε φορείο γιατί δεν υπήρχαν πλέον ούτε ράντζα. Η ίδια ήταν όλες αυτές τις ώρες σε ένα καρότσι (που είχαμε φέρει από το σπίτι γιατί ξέραμε ότι δεν θα μπορούσε να κάθεται στα επείγοντα), πολύ αδύναμη, ζητώντας να γυρίσουμε σπίτι και ας πεθάνει το ίδιο βράδυ. Γιατροί και νοσηλευτές στο εφημερίο έτρεχαν πανικόβλητοι ακούγοντας παρακαλετά, βρισιές και κατάρες από τους ασθενείς και τους συνοδούς τους. Στο τμήμα κρύωνε πάρα πολύ και οι νοσηλευτές δεν είχαν πλέον κουβέρτα για άλλους ασθενείς. Τελικά παρακαλώντας σε άλλο τμήμα που δεν εφημέρευε, βρήκα μία κουβέρτα για να την σκεπάσω. Έμεινε δύο μέρες στο ράντζο χωρίς να βρουν χρόνο οι γιατροί να της κάνουν την παρακέντηση που έπρεπε να γίνει και με δική μας ευθύνη την πήραμε στο σπίτι για να φύγει με αξιοπρέπεια. Η ταλαιπωρία της, δε, στα δύο χρόνια που είχε γίνει η διάγνωση του καρκίνου του παγκρέατος, ήταν απίστευτη. Για τις χημειοθεραπείες στο παράρτημα του λαϊκού, αλλά και πρωτύτερα στο Αττικό, πήγαινε από τις 7 για να πιάσει θέση, γιατί αλλιώς κινδύνευε να κάθεται όρθια, και ξεμπέρδευε το μεσημέρι. Είναι πολύ οδυνηρό να μην μπορείς να εξασφαλίσεις για τον αγαπημένο σου όχι μόνο μια αξιοπρεπή θεραπεία, αλλά ούτε έναν αξιοπρεπή θάνατο…

Εμείς μπορέσαμε να την πάρουμε στο σπίτι, να της παρέχουμε κατ’οικον νοσηλεία (για δεκαπέντε μέρες το κόστος ήταν περίπου 2.000 ευρώ), και έτσι να την αποχαιρετήσουμε, γιατί ξέραμε ότι πλέον ήταν στην τελική ευθεία. Πόσοι άλλοι όμως δεν μπορούν να το κάνουν αυτό;».