Κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει μια ρύθμιση στο facebook να μπορεί να διακόψει κανείς τη ροή των γεγονότων στο timeline του. Ή να βλέπει μόνο τις συμπονετικές αναρτήσεις των «φίλων». Ή εν πάσει περιπτώσει, να διακόπτεται κάπως η ροή της μαλακίας. Να στέκονται, σαν να πούμε, οι πληροφορίες σε... μιας οθόνης... σιωπή. Να είχαμε μια οθόνη σιωπής. Να αφήνεται λίγος χώρος για τη συνειδητοποίηση της απώλειας, της μέγιστης αναγκαιότητας, του θανάτου. Αλλά δεν υπάρχει. Γιατί η ζωή, ή η «ζωή», επιμένει πεισματικά να παραμυθιάζεται ότι συνεχίζεται, «κανονικά». Κανονικά. Η ζωή συνεχίζεται. Αν και τίποτα δεν συνεχίζεται, τουλάχιστον κανονικά.

Λένε, πως η επίγνωση του θανάτου κάνει τη ζωή μας πιο συνειδητή. Γι’ αυτό και η ζωή πρέπει να συνεχίζεται «κανονικά», για να εξωραϊζεται η επίγνωση του θανάτου που δεν αντέχεται. Γιατί, στην πραγματικότητα, αυτό που δεν αντέχεται είναι η συνειδητή ζωή. Η ζωή δηλαδή με την επίγνωση του τέλους της και ό,τι αυτή η συνειδητοποίηση συνεπάγεται.

Ο Κωστής έφερε αυτή τη συνειδητοποίηση, νομίζω, σχεδόν εκ γενετής. Μια «μελέτη θανάτου» όριζε τις πιο κρίσιμες αποφάσεις του. Από το ψευδώνυμο που ο ίδιος επιφύλλαξε για τον εαυτό του, ο Εφήμερος, μέχρι το ανελέητο κυνηγητό του υπαρξιακού ίχνους που ήθελε να αφήσει πίσω του. Και αυτό δεν ήταν απλά ένα ψηφιακό ίχνος, ένα διαδικτυακό χνάρι,  αλλά ένας ολόκληρος φαντασιωσικός κόσμος, σαν αυτό που οι σύγχρονοι κβαντικοί θα όριζαν ως ύλη-συνέπεια της θέλησης του. Γιατί η σκέψη του Κωστή παρήγαγε έναν υλικό και χειροπιαστό κόσμο, μ’ έναν τρόπο που έμοιαζε συχνά ως αφελής παιδικότητα, ως επιπόλαια φαντασιοπληξία, αλλά εντούτοις, να που αίφνης, γινόταν καθόλα υπαρκτός.
Υποτίθεται πως το βασικό κριτήριο ενηλικίωσης δεν είναι άλλο από την ικανότητα διάκρισης ανάμεσα στους περιορισμούς της ενήλικης πραγματικότητας και στην απεριόριστη φαντασία των πιτσιρικάδων.

Ο Κώστας Εφήμερος, στη δική μου αντίληψη, διέψευσε πανηγυρικά αυτό τον βολικό ορισμό. Γιατί η ισχύς της βούλησης του ήταν τέτοια, που κατόρθωσε αρκετές φορές να προσαρμόσει την απροσάρμοστη πραγματικότητα στα όρια της δικής του φαντασίας.  Ίσως αυτό να είναι και το πρόκριμα για να ξεχωρίσει κανείς τον πιτσιρικά από τον οραματιστή.

Ο Κώστας Εφήμερος, στην κυρίαρχη προτεσταντίλα των ημερών, επικρίθηκε συχνά για την «ανευθυνότητα» των οραμάτων του. Για τα πόδια του που άπλωσε έξω από το πάπλωμα της σύνεσης. Λες και υπήρξε ποτέ αληθινό ανθρώπινο όραμα που υποτάχθηκε στις λογιστικές και στις μεζούρες.

Συχνά, στα γραφεία του TPP, έβγαζε τα παπούτσια του μ’ έναν τρόπο ανεμελιάς που κάνουν τα παιδιά όταν παίζουν. Τον θυμάμαι να περπατά έτσι γειωμένος με τα τσιμέντα εκεί στο κτίριο στο Μεταξουργείο, με μια υπερκινητικότητα που σε κούραζε και να την παρακολουθείς. Κι έμενα να αναρωτιέμαι, «μα, τι τρέχει να προλάβει αυτός ο άνθρωπος»;

Κάποια στιγμή, καθώς είχα πάρει την απόφαση να εγκαταλείψω την Ελλάδα, άφηνα ακόμη στον εαυτό μου τη ψευδαίσθηση οτι αυτό δεν θα συμβεί. Είχε χαρεί. Πολύ. Και μοιραστήκαμε κάπως αυτή τη ψευτοχαρά. Κάναμε μαζί μια ραδιοφωνική εκπομπή. Καθίσαμε απέναντι στο μικρό στούντιο,  ανάμεσα σε γέλια, πειράγματα και χαρές. Ήταν φανερό πως η σοβαροφάνεια μου δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μ’ αυτόν τον υπέροχο έφηβο. Το ρίξαμε στα τραγούδια. Ανάμεσα σ’ αυτά το τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά «Η Κική κάθε βράδυ». Ανοίχτηκα κι εγώ ο σοβαρός και σιγομουρμούριζα το τραγουδάκι. «Νοίκιασέ μου γουέστερν, πάρε μου παγωτό. Παίξε τον τελικό Λιβερπούλ και Μαντσέστερ». Εκείνος το πήρε επάνω του κανονικά. Τραγούδι να δεις. Ντράπηκα για τη συστολή μου. Πήρα κι εγώ μπρός. Με τα μικρόφωνα ανοιχτά.

Σήμερα, απ’ όλη τη συνεργασία μας, κόλλησε το μυαλό μου σ’ αυτή τη στιγμή. Ξανάβαλα ν’ ακούσω το τραγούδι. Και κατάλαβα, βαθιά μές στη ψυχή μου, για πρώτη φορά, τον τελευταίο στίχο. «Η ζωή μόνο έτσι είν’ ωραία…». Έτσι, Κωστή μου. Μόνο έτσι!