των Νεκταρίας Ψαράκη και Γεωργίας Κριεμπάρδη

H Ζορίτσα Ράσκοβιτς ανατρέχει στο παρελθόν – πριν το 1991 – και θυμάται ότι οι άνθρωποι στην Γιουγκοσλαβία ζούσαν μία σχετικά καλή και γαλήνια ζωή. Η οικονομία, όπως εξιστορεί, δεν ήταν προβληματική. «Ζούσαμε μία ζωή που δεν είχα συναντήσει αλλού, όπου και αν ταξίδευα, όπου και αν σπούδαζα. Ίσως ακούγεται λίγο υπερβολικό, αλλά ήμουν μικρή μεν, αλλά ώριμη δε για να καταλάβω σε τι κοινωνία ζω», αναφέρει.

Την ημέρα που ξέσπασε ο πόλεμος, η Ζορίτσα γυρνούσε από μία κρουαζιέρα. Είχαν μόλις ολοκληρωθεί τα μαθητικά της χρόνια και ήταν έτοιμη να περάσει από την εφηβική, σχολική ζωή της στην ενήλικη, τη φοιτητική. «Θυμάμαι μπήκα μέσα στο σπίτι και δεν βρήκα τον αδερφό μου. Οι γονείς μου ήταν σε άσχημη κατάσταση, ήταν θλιμμένοι. Οι εξελίξεις ήταν αστραπιαίες. Από εκεί που όλα κυλούσαν ομαλά, κάθε μήνα υποδεχόμασταν φέρετρα στη γειτονιά, από ανθρώπους που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή. Χάνονταν συνεχώς άνθρωποι 20 χρονών. Κάθε σπίτι στη γειτονιά είχε κλείσει κι εγώ με τη μητέρα μου πηγαίναμε συνεχώς σε κηδείες».

Η οικογένεια της Ζορίτσας έμενε πολύ κοντά στα σύνορα με την Βοσνία. «Απέναντί μας, στη Σρεμπρένιτσα, υπήρχε ένα μεγάλο μέτωπο», αναφέρει, επαναφέροντας στη μνήμη μας τη Σφαγή της Σρεμπρένιτσα το 1995, ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του πολέμου της Βοσνίας, με 8.000 Βόσνιους μουσουλμάνους να πέφτουν νεκροί. Οι εικόνες του πολέμου, έφτασαν πολύ γρήγορα στα μάτια της, μέσω των τεράστιων προσφυγικών ροών. «Αυτό είναι το τραγικό του πολέμου. Ότι κανείς δεν μένει απέξω. Χαρακτηριστική εμπειρία είναι οι εικόνες με τα κύματα προσφύγων. Αυτή η μαζική τραγωδία. Στο σπίτι φιλοξενούσαμε με μία οικογένεια και στο εξοχικό μας μία άλλη», εξιστορεί, υπογραμμίζοντας ότι τις περιόδους κρίσεων εκδηλώνεται η αλληλεγγύη, η ανθρωπιά και η αυτοθυσία.

Βία, νεκροί, πρόσφυγες, πείνα, φτώχεια και αρρώστια

Στην πραγματική ζωή είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι σημαίνει πόλεμος. Η Ζορίτσα το περιγράφει ως ένα «αδιέξοδο». Ως μία κατάσταση που όλη η κοινωνία είναι εγκλωβισμένη. Προσπαθεί να μας εξηγήσει, και υπενθυμίζει ότι «από μικρά παιδιά οι γονείς μας, προσπαθούν να μας βάλουν σε τάξη και να μας μεταδώσουν αξίες έτσι ώστε να αρχίσουμε να μαθαίνουμε διάφορους κανόνες και να αποδεχόμαστε τις κοινωνικές υποχρεώσεις μας».

«Ε, στον πόλεμο αυτό δεν υπάρχει. Γκρεμίζεται, ξαφνικά βρίσκεσαι στο απόλυτο χάος όπου δεν ισχύει τίποτα από αυτά. Δημιουργείται τεράστιος φόβος και ανασφάλεια. Κυριαρχεί η βία και οι ακρότητες. Υπάρχει ο μιμητισμός της βίας και έτσι εξαπλώνεται», αναφέρει.

Αναρωτιόμαστε τι σημαίνει πρακτικά να ζεις σε πόλεμο, και η Ζορίτσα υπενθυμίζει πόσο γρήγορα μπήκε η Σερβία σε εμπάργκο, με αποτέλεσμα οι πολίτες να είναι αποκλεισμένοι από φάρμακα, τρόφιμα, και οποιαδήποτε ανθρωπιστική ανάγκη. «Συνέβη αυτό ακριβώς που γίνεται τώρα και στη Ρωσία. Η αλλαγή ήταν πολύ μεγάλη. Ούτε φάρμακα, ούτε τίποτα. Εδώ στην περιοχή υπήρχε μία μεγάλη βιομηχανία και θυμάμαι γείτονες και άλλοι πήγαιναν επί δύο χρόνια στη δουλειά χωρίς να έχουν πληρωθεί. Οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι πρέπει να ενισχύσουν την κατάσταση με ενεργό τρόπο. Θυμάμαι οι γονείς δεν είχαν μισθό κάθε μήνα. Μας έδιναν κάποια χαρτάκια που πάνω έγραφαν πόσα χρήματα έχουμε και υπήρχε ένα μαγαζί από όπου μπορούσαμε να τα εξαργυρώσουμε, αλλά εκεί υπήρχαν σχετικά άχρηστα πράγματα. Ουσιαστικά μόνο ρεύμα πληρώναμε από αυτά. Μετά ήρθε η φοβερή πτώση του δηναρίου, όπως ακριβώς έγινε και στον πόλεμο της Γερμανίας. Θυμάμαι να παίρνω τα χρήματα από το μισθό του μπαμπά, να πηγαίνω στη γέφυρα όπου εκεί έκαναν τις αλλαγές σε ρευστό οι dealers. Τους έλεγα ότι έχω «τόσα» χρήματα, κι εκείνοι έλεγαν ότι αντιστοιχούν σε 7 μάρκα λόγου χάριν, ενώ το ίδιο ποσό την προηγούμενη μέρα αντιστοιχούσε σε 8», λέει.

Παρά το γεγονός ότι υπήρχε τόση τραγωδία και παρά τη συνεχή άφιξη δυσάρεστων νέων με νέους νεκρούς και νέα μέτωπα, η Ζορίτσα αναφέρει ότι οι άνθρωποι είχαν μία πιστή και μία μνήμη της καλής ζωής. Υπήρχε η αίσθηση ότι ο πόλεμος θα τελειώσει. Όμως η ιστορία τους διέψευσε, καθώς ο πόλεμος διαιωνίστηκε, τα μέτωπα πλήθυναν και νεκροί και πρόσφυγες ολοένα και αύξαναν. «Η κατάσταση ξεκίνησε το 1991 και κράτησε ως τον τελικό βομβαρδισμό του 1999. Είχαν περάσει πάρα πολλά χρόνια. Οδυνηρά χρόνια. Παρακολουθώντας την κατάσταση στην Ουκρανία μετράμε μέρες. Λέμε 5η μέρα, 6η μέρα και η θλίψη όλο και φουντώνει βλέποντας τη βία, την προσφυγιά και τον πόνο. Σκεφτείτε αυτό να διαρκέσει 365 ημέρες για 10 χρόνια, στα οποία βομβαρδίστηκε όλη η χώρα».

Ήταν Μάρτιος όταν ήχησαν οι σειρήνες…

Οι βομβαρδισμοί έναντι της Γιουγκοσλαβίας από της νατοϊκές δυνάμεις ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 1999. Τότε η Ζορίτσα, ήταν πλέον στη Φιλοσοφική Σχολή και εργαζόταν ως ψυχολόγος. Λίγες ημέρες πριν τη ρίψη των πρώτων βομβών, βρισκόταν σε ένα μικρό γραφείο στον τελευταίο όροφο της Φιλοσοφικής Σχολής στο Βελιγράδι και έγραφε ένα γράμμα σε φίλους στην Αμερική, λέγοντας ότι βομβαρδισμός στη Σερβία δεν πρόκειται να γίνει.

«Παρόλο που το ζούσαμε τόσα χρόνια είχαμε την εντύπωση ότι δεν θα γίνει. Κι όμως ήχησαν οι σειρήνες και άρχισε ο βομβαρδισμός. Μέσα στην πόλη του Βελιγραδίου έριξαν βόμβες. Ήμουν στη στάση του λεωφορείου όταν άρχισαν οι σειρήνες. Σταμάτησαν όλα. Σταματούσαν αυτοκίνητα και ρωτούσαν αν υπάρχει κάποιος που χρειάζεται να μεταφερθεί όπως έγκυες και μικρά παιδιά», αναφέρει.

Η Ζορίτσα, εξηγεί ότι οι Σέρβοι μάθαιναν από παιδιά τι ακριβώς πρέπει να κάνουν σε περίπτωση πολέμου. Υπήρχαν συγκεκριμένα μαθήματα στο σχολείο γύρω από αυτό, γίνονταν ομαδικές εκπαιδεύσεις, ενώ κάθε δεύτερη πολυκατοικία έχει ένα υπόγειο -καταφύγιο- όπου μπορεί κανείς να κρυφτεί. Επίσης, από μικρά παιδιά, τους μάθαιναν πως να είναι ανεξάρτητοι και πειθαρχημένοι, «όπως συνέβαινε τότε στα κομμουνιστικά καθεστώτα». Πολύ σύντομα, η ατμόσφαιρα στη Σερβία έγινε καταθλιπτική, και η επιβίωση ήταν δύσκολη: «Οι περισσότεροι βομβαρδισμοί γίνονταν τη νύχτα. Μέρες και νύχτες ολόκληρες χωρίς ύπνο, πράγμα που έφερε δύσκολες καταστάσεις στην υγεία μας. Εγώ προτιμούσα να κοιμάμαι στο κρεβάτι μου. Ο βομβαρδισμός κράτησε τρεις μήνες», εξιστορεί.

Αντισερβική λύσσα

Η Ζορίτσα, εξαιτίας των γεγονότων των τελευταίων ημερών έχει κατακλειστεί από μία θλίψη. «Προσπαθώ να καταλάβω για ποιο λόγο αισθάνομαι έτσι σε τέτοιο βαθμό. Κατάλαβα ότι ο ουκρανικός λαός είναι πολύ αδελφικός λαός. Μας έχει υποστηρίξει καθ’ όλη τη διάρκεια. Η γλώσσα μας είναι πολύ κοντινή. Επίσης η Ουκρανία δεν έχει αναγνωρίσει το Κόσοβο ως ανεξάρτητο. Εμείς από τη Σερβία βλέπουμε, ότι είναι πόλεμος ανάμεσα σε δύο αδελφικούς λαούς. Οι φίλοι μου και εγώ νιώθουμε ότι έχουμε 10 χρόνια λιγότερα. Ότι μας έκλεψαν 10 χρόνια από τη ζωή μας», αναφέρει.

«Σκεφτόμουν ότι αυτό που έγινε με τον γιουγκοσλαβικο λαό, ο πόλεμος, οι δολοφονίες, η δαιμονοποίηση, συμβαίνει και σήμερα. Ειδικά η δαιμονοποίηση. Δεν υπήρχε ούτε μία φωνή που να έλεγε ότι δεν φταίνε οι Σέρβοι. Ήταν τέτοια η λύσσα τέτοια η τρέλα. Και για αυτό σας λέω ότι σε αυτή τη φάση η Ρωσία είναι σε μία πολύ δύσκολη εσωτερική κατάσταση. Τότε, η Ουκρανία, όπως και η Ελλάδα, μας βοήθησε. Μία νύχτα ο βομβαρδισμός ήταν πολύ άγριος. Χτύπησαν την τηλεόραση της Σερβίας. Υπήρχαν πάρα πολλές απώλειες, πεθάναν πολλοί δημοσιογράφοι και πήγαινα εκεί να δω τι συμβαίνει. Έπεσα πάνω σε ένα λεωφορείο που βγήκαν από μέσα Έλληνες εθελοντές, οι οποίοι είχαν έρθει οδοιπορικό, πράγμα επικίνδυνο έως σχεδόν αδύνατο, για να γίνουν εθελοντές αίματος», θυμάται.

Όμως δεν ήταν αυτός ο κανόνας. Όπως αναφέρει η Ζορίτσα, όπου και αν πήγαινε, σε όποιον και αν συστηνόταν, μόλις έλεγε ότι κατάγεται από τη Σερβία, άρχιζαν όλοι να απαριθμούν τις βιαιοπραγίες των Σέρβων. «Στη Γαλλία π.χ., από τον Μανάβη, μέχρι τον Κρεοπώλη. Μου έλεγαν ότι διαλύσαμε το Ντουμπρόβνικ. Εκείνη την εποχή δεν μπορούσες, δεν τολμούσες να πεις ότι έχεις φίλο Σέρβο».

Από τις περιγραφές, της Ζορίτσας, βλέπουμε ότι κατά κάποιο τρόπο η ιστορία επαναλαμβάνεται, με τη Ρωσία αυτή τη στιγμή να αντιμετωπίζει αυτή την αντιρωσική λύσσα και μανία από τη Δύση. Όπως και τότε, έτσι και σήμερα, γίνεται προσπάθεια εξάλειψης κάθε ρωσικού στοιχείου από το χάρτη. 30 χρόνια πριν, ο Ντοστογιέφσκι απαγορεύθηκε στο Μιλάνο, και ο Τσαϊκόφσκι βγήκε από τη Λυρική Σκηνή.

Μετά τον πόλεμο, τι;

Όταν η κατάσταση έφτανε σιγά σιγά στο τέλος, οι άνθρωποι ήδη είχαν προσπαθήσει να… συμβιώνουν με τις βόμβες. Προσπαθούσαν να συνηθίσουν, χωρίς να γνωρίζουν ότι τα χειρότερα θα έρθουν μετά. «Έμεινε μία κατεστραμμένη χώρα. Ο εφιάλτης άρχισε έκτοτε. Το εμπάργκο σταμάτησε, ωστόσο στη Σερβία δεν υπήρχε ιδιωτική περιουσία, ούτε κράτος. Ήταν κομμουνιστικό καθεστώς και όλη η περιουσία, όλες οι εταιρείες ανήκαν στον λαό, στους ανθρώπους που δούλευαν εκεί. Οι εταιρείες αυτές πτώχευσαν και όσες επέζησαν, ιδιωτικοποιήθηκαν και επικράτησε ένα καθεστώς απίστευτης διαφθοράς», εξηγεί.

Μετά από χρόνια, επίσης, άρχισαν να φτάνουν στα αυτιά των λαών οι φρικαλεότητες και οι βιαιότητες που αποσιωπούνταν. «Ο καθένας μας έχει ένα φίλο από το Κόσοβο. Δεν είναι και μεγάλη χώρα. Μας μίλησαν για ομαδικές εκτελέσεις και άλλα. Θυμάμαι μία ιστορία, η οποία με συγκλόνισε. Μετά από χρόνια μάθαμε ότι έπιαναν ζωντανούς τους Σέρβους και τους χρησιμοποιούσαν για να τους παίρνουν τα όργανα. Αυτό συνέβαινε όταν το Κόσοβο ήταν υπό τον έλεγχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Υπάρχουν κι άλλα πολλά που έχουν μαθευτεί και έχουν προκύψει από ανεξάρτητες έρευνες», περιγράφει.

Κλείνοντας, η Ζορίτσα επισημαίνει ότι για τον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν μπορούμε να έχουμε κάτι πέρα από εικασίες και αναλύσεις βασισμένες στις προσωπικές μας ιδεολογίες, διότι, όπως αναφέρει «κανείς δεν έχει τον απόλυτο έλεγχο και τα πράγματα γρήγορα ξεφεύγουν. Νομίζουμε ότι θα ξεμπερδέψουμε γρήγορα, αλλά δεν είναι έτσι. Ο πόλεμος θα συνεχιστεί, όπως συνεχίστηκε παντού. Οι εντάσεις μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας αριθμούν από το 2014. Ο πόλεμος, για τον οποίο κανένας δεν μιλάει, στην Υεμένη, μετράει πολλά χρόνια. Είμαι πολύ θλιμμένη. Νόμιζα το πάθημα της Σερβίας, θα γίνει μάθημα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όποια πλευρά και αν υποστηρίζουμε, οι λαοί, είναι οι όμηροι του πολέμου».