Δεν έχουν όλες ούτε το ίδιο εύρος εφαρμογής ούτε το ίδιο βάθος ή σοβαρότητα, ενώ κάποιες —π.χ. γιόγκα— δεν ξεκίνησαν ακριβώς ως «θεραπευτικές» στην πολιτισμική τους κοιτίδα, αντιμετωπίζονται όμως όλο και περισσότερο ως τέτοιες κατά την πολιτισμική τους μεταφύτευση. Η συζήτηση καθεμίας τους θα μας πήγαινε πολύ μακριά, και ασφαλώς θ’ απαιτούσε ξεχωριστές πραγματεύσεις. Τούτη η σύντομη αναφορά δεν φιλοδοξεί να τις αντικαταστήσει· θέλει μόνο να φωτίσει τη συγκυρία τής ανάδυσής τους και να τις εντάξει σε ένα πλαίσιο ικανό να εξηγήσει το ιστορικό και πολιτισμικό νόημα που φέρουν, εν επιγνώσει τους ή όχι. Διότι πολλές από αυτές είναι αρχαίες ή εν πάση περιπτώσει παλαιές (όπως η ομοιοπαθητική) και άλλες ανήκουν σε πολιτισμικές παραδόσεις ξένες προς τη σύγχρονη Δύση (όπως ο βελονισμός και η αγιουρβέδα)· η πολιτογράφησή τους στο έδαφος της νεωτερικότητας συνυφαίνεται με μια επανερμηνεία τους, και η επανερμηνεία αυτή είναι δείκτης μιας βαθιάς θεραπευτικής μεταπολίτευσης που σοβεί πίσω από τις κατεστημένες ιατρικές πρακτικές, τις φαινομενικά κυρίαρχες: μεταπολίτευση η οποία μοιάζει, ενόψει της αυξανόμενης απογοήτευσης από το ισχύον βιοϊατρικό μοντέλο και το ευρύτερο επιστημολογικό παράδειγμα απ’ όπου αυτό αντλεί την ισχύ του, να ξαναβρίσκει σε έναν παράδοξο ιστορικό κύκλο δεσμούς μ’ εκείνες τις μακραίωνες θεραπευτικές αντιλήψεις και την πρακτική τους σοφία που το μοντέλο αυτό απέκλεισε. Εδώ θα εστιάσω την προσοχή μου σε δύο, τις κατά τη γνώμη μου σοβαρότερες και καλύτερα οργανωμένες σήμερα, επιχειρώντας να αναδείξω αυτό που κομίζουν ως «νέο επιστημολογικό παράδειγμα», όπως λέμε: την ομοιοπαθητική και τον βελονισμό.

 

Προηγούμενως όμως μια σύντομη διευκρίνιση για τον όρο «ολιστικό». Στη συνηθισμένη πρόχειρη χρήση της από πολλούς, η λέξη εκλαμβάνεται σαν να σημαίνει συνδυασμένες προσεγγίσεις (αυτές που συχνά λέμε «διεπιστημονικές») στην επιδίωξη να ληφθούν υπόψιν ει δυνατόν «όλες» οι πλευρές ενός αντικειμένου. Δεν είναι αυτό το νόημά της. Η έννοια «ολιστικό» δημιουργήθηκε για να περιγράψει ένα επιστημολογικό μοντέλο, δηλαδή, ένα πρότυπο σχέσης μεταξύ ενός συνόλου και των μερών του, κατά το οποίο το σύνολο δεν κατανοείται ως άθροισμα ενός αριθμού αυτοτελών μερών ή ως κάτι που επιπροστίθεται σε αυτά (σύμφωνα με το αντίθετο μοντέλο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ατομιστικό/αναλυτικό»), αλλά ως ισομορφικό προς καθένα από τα μέρη του: δηλαδή, σε κάθε μεμονωμένο μέρος επανευρίσκεται η δομή τού όλου, η οποία αναπαράγεται διηνεκώς οσοδήποτε «πάνω» ή «κάτω» προχωράμε (η γραφική του παράσταση θα ήταν η μορφή τού fractal).1 Για να γίνει αυτό κατανοητό, ένα ολιστικό μοντέλο τού οργανισμού, παραδείγματος χάριν, δεν συλλαμβάνει τον οργανισμό σαν έναν σύνολο από κύτταρα, ιστούς και όργανα συγκολλημένα μηχανικά μεταξύ τους, ούτε αποδίδει στις «σωματικές» και τις «ψυχοδιανοητικές» δραστηριότητες κάποιαν ανεξαρτησία ή σχέση εξωτερικής αιτιότητας προς οιανδήποτε φορά: θεωρεί από θέση αρχής ότι καθετί που συμβαίνει σε ένα επίπεδο έχει το συγχρονικό του ομόλογο σε κάθε άλλο, και η «ολότητα» δεν είναι τίποτε άλλο από τις μυριάδες αόρατες διεργασίες που εξασφαλίζουν αυτό τον εσωτερικό συντονισμό αναπαράγοντας την «ταυτότητά» της σε κάθε δυνατή υποδιαίρεση. Σε αυτό το πλαίσιο, οιοδήποτε στοιχείο εκλάβουμε προς στιγμήν, για λόγους αναλυτικής εστίασης, ως «μονάδα», δεν κατανοείται παρά σε συσχετισμό με το αμέσως ανώτερο επίπεδο απαρτίωσης (σχέση που στην κυβερνητική γλώσσα λέμε σύστημα-καιμετασύστημα είτε στην οικολογία οργανισμός-καιπεριβάλλον). Ποιες είναι οι θεραπευτικές συνεπαγωγές μιας τέτοιες οπτικής ελπίζω πως θα φανεί σε λίγο.

 

  1. i) Η ομοιοπαθητική.

 

Η ομοιοπαθητική είναι ουσιαστικά συνομήλικη με την επικρατούσα ακαδημαϊκή ιατρική και αναπτύχθηκε σε διαρκή αντιπαράθεση μαζί της. Είναι η πιο διαδεδομένη από τις «εναλλακτικές» θεραπείες στον δυτικό κόσμο σήμερα, και βλέπει τη δημοτικότητά της να αυξάνει ταχύτατα· για τον ίδιο λόγο, είναι εκείνη που έχει προκαλέσει —και προκαλεί— τις πιο τεταμένες αντιπαραθέσεις μέσα στην ιατρική κοινότητα. Κατά καιρούς αυτές απολήγουν σε σολομώντειους συμβιβασμούς και, παρά την ανυποχώρητη αμφισβήτηση, σε πολλές χώρες τής Ευρώπης και της Νοτίου Αμερικής, στη Βόρειο Αμερική και στην Ινδία η ομοιοπαθητική έχει ενταχθεί υπό όρους στο ιατρικό σύστημα (επ’ ουδενί όμως εξισωθεί νομικά με την ακαδημαϊκή ιατρική).2

 

Οι παρανοήσεις που έχουν υπάρξει γύρω από την ομοιοπαθητική θ’ απαιτούσαν ένα ολόκληρο βιβλίο για να συζητηθούν. Δεν είναι πάντα κακοπροαίρετες, ούτε είναι τελείως ανεύθυνοι γι’ αυτό αρκετοί από τους ασκούντες την ομοιοπαθητική· το κύριο πρόβλημα όμως πηγάζει από την πρόκληση που αντιπροσωπεύει αυτή για ένα μοντέλο σκέψης το οποίο σε μια ορισμένη κατηγορία ανθρώπων ειδικά εκπαιδευμένων έχει γίνει δεύτερη φύση.3 Εν πάση περιπτώσει, δύο πράγματα πρέπει να ξεκαθαριστούν εάν θέλουμε να καταλάβουμε την ομοιοπαθητική: το πρώτο είναι η συμβολή της στην πανάρχαιη τέχνη τής θεραπευτικής χρήσης των φαρμάκων· και το δεύτερο, η επεξεργασία ενός ολοκληρωμένου μοντέλου —το οποίο χαρακτηρίζουμε ως ολιστικό και/ή ενεργειακό— για την κατανόηση του δυναμικού συστήματος της αρρώστιας-θεραπείας εν γένει. Εκ προοιμίου να πω ότι, παρ’ όλο που απορρέουν από την ίδια λογική, αυτά δεν συνδέονται μεταξύ τους με αποκλειστικό και μονοσήμαντο τρόπο. Το πρώτο αφόρα την τεχνική διάσταση – το ειδικό μέσον με το οποίο επιδρούμε θεραπευτικά στη βάση μιας διαγνωστικής αποτίμησης που έχει προηγηθεί κι ενός συνόλου κριτηρίων για την αξιολόγηση της θεραπευτικής πορείας· αυτά δίνονται όμως από το δεύτερο, το θεωρητικό μοντέλο, που αντιπροσωπεύει ό,τι θα λέγαμε πολιτική διάσταση – διότι αντανακλά ένα ολοκληρωμένο αξιακό σύστημα, που εμπλέκει σχέσεις πέραν τού στενά εννοούμενου ιατρικού πεδίου κι εν μέρει ανεξάρτητα από το την τεχνική θεραπευτική παρέμβαση.

 

Η ομοιοπαθητική είναι η ιστορικώς τελευταία προσέγγιση στην αρχαιότερη απ’ όλες τις εμπειρικές θεραπευτικές τεχνικές: τη χρήση φυσικών ουσιών (οργανικών ή ανόργανων) ως φαρμάκων. Ποιος ξέρει να πει τί είναι ένα φάρμακο; Η γνωστή και πολυσυζητημένη αμφισημία τής ελληνικής λέξης (ίαμα και δηλητήριο) θα έπρεπε να μας έχει υποψιάσει ότι «φάρμακο» δεν λέμε την ίδια την υλική ουσία: δηλώνουμε μάλλον μια ιδιαίτερη λειτουργία που πολλές υλικές ουσίες μπορούν να έχουν, κάτω από εξαιρετικά καθορισμένες και δύσκολα τυποποιήσιμες περιστάσεις, δόσεις και πλαίσια χρήσης – ενώ πάντα μπορούν να έχουν και μία άλλη, ενδεχομένως αντίθετη λειτουργία. Για πολλούς αρχαίους λαούς τα φάρμακα ήταν έμψυχες οντότητες, κάποιου είδους δαιμονικές δυνάμεις κρυμμένες στις φυσικές μορφές, ικανές να «ελευθερωθούν» και να δράσουν σε τελετουργικά πλαίσια χρήσης. Την ιδέα αυτή συναντάμε ακόμα στον Παράκελσο. Η ανάπτυξη της χημείας και της βιοχημείας από τον δέκατο όγδοο μέχρι τον εικοστό αιώνα δημιούργησε ένα μοντέλο ερμηνείας τής φαρμακευτικής δράσης βασισμένο στις μηχανιστικές αρχές που είχαν ευρύτερα υιοθετηθεί από τη νέα επιστήμη. Η ερμηνεία αυτή, με τη σειρά της, έγινε εφαλτήριο για την ανάπτυξη μιας κολοσσιαίας φαρμακοβιομηχανίας ιδίως από την τέταρτη δεκαετία τού εικοστού αιώνα, με κάποιες μεμονωμένες επιτυχίες στη συμπτωματική αντιμετώπιση ορισμένων νοσημάτων και ανυπολόγιστα καταστροφικές συνέπειες στη συνολική υγεία τού παγκόσμιου πληθυσμού – σε βαθμό που έχει κάνει πολλούς να μιλούν για μάστιγα της ανθρωπότητας, και να συγκρίνουν τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες με το διεθνές τραστ των ναρκωτικών και των όπλων.4 Αν κάποιοι νομίζουν ότι αυτό οφείλεται μόνο στην αιχμαλωσία τής επιστήμης σε τερατώδη οικονομικά συμφέροντα (πράγμα που είναι αυτονόητο σε συνθήκες ανεπτυγμένου καπιταλισμού), θα έπρεπε ίσως να σκεφτούν και το ενδεχόμενο να ευθύνεται νωρίτερα η ίδια η ερμηνεία τής φαρμακευτικής δράσης – δηλαδή, το «επιστημονικό» μοντέλο τής φαρμακοπαραγωγής και της συνταγογράφησης (συνδεδεμένο στενά με τη μικροβιακή αιτιολογία των ασθενειών).

 

Το γεγονός ότι ένα μεγάλο φάσμα φαρμάκων δημιουργεί μακροπρόθεσμα τις ασθένειες στις οποίες έχει μια βραχυπρόθεσμη επίδραση έχει προβληματίσει επανειλημμένα την ιατρική κοινότητα μέσα στα τελευταία 30-40 χρόνια, και κατεξοχήν τους ερευνητές των ψυχιατρικών φαρμάκων·5 αλλά η επιρροή των φαρμακευτικών γιγάντων στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, στα σχετικά υπουργεία των περισσότερων κυβερνήσεων και σε κορυφαίους εκπροσώπους τού ιατρικού κλάδου καταφέρνει, παρά τα στοιχεία, να κρύβει αποτελεσματικά το πρόβλημα. Εκείνο όμως που παραμένει αίνιγμα στο πλαίσιο τού χημικού μοντέλου ερμηνείας τής φαρμακευτικής δράσης, γίνεται εύκολα κατανοητό στο πλαίσιο ενός άλλου εξηγητικού μοντέλου που ανέπτυξε ήδη από τις αρχές τού δέκατου ένατου αιώνα ο Σάμουελ Χάνεμαν (1755-1843), έναν υψηλά εκπαιδευμένος γιατρός με προχωρημένες γνώσεις τής χημείας τού καιρού του, ο οποίος ξέκοψε από την ορθόδοξη ιατρική δυσφορώντας με τις βίαιες και αναποτελεσματικές μεθόδους της. Παρότι το μοντέλο του έγινε σύντομα περίπλοκο, ξεκίνησε από την παρατήρηση ότι μια ουσία (φυτική, ζωική ή ορυκτή) η οποία μπορεί να θεραπεύσει μπορεί επίσης να προκαλεί τα συμπτώματα που θεραπεύει. Συνειδητοποίησε ότι βάδιζε στα ίχνη μιας αρχαιότατης θεραπευτικής αντίληψης, που οι ρίζες της χάνονται πίσω σε αυτό που οι ανθρωπολόγοι ονόμασαν μυστική ομοιοπάθεια και διαβάζουν σαν ένα αξίωμα του «μαγικού» σκέπτεσθαι: similia similibus curantur («τα όμοια θεραπεύουν τα όμοια»). Με την ίδια κίνηση, μπορούμε να πούμε πως ο Χάνεμαν κατανόησε εμπειρικά το διττό (διαλεκτικό) νόημα της ελληνικής λέξης φάρμακον· και, ίσως χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει αμέσως, κάτι πολύ σπουδαιότερο: ότι «αρρώστια» και «θεραπεία» δεν είναι δύο χωριστές κι ενάντιες διαδικασίες αλλά η αυτή διαδικασία με αντίστροφη φορά.

 

Από αυτές τις σπερματικές συλλήψεις τού Χάνεμαν, και τον πειραματισμό που ακολούθησε, γεννήθηκε η ομοιοπαθητική. Εκείνο που τη διακρίνει πραγματικά όμως δεν είναι η «αρχή των ομοίων» ως απλοϊκή αναγωγική αρχή —όπως εξακολουθούν να πιστεύουν πολλοί, και όπως συχνά η ρητορική των ομοιοπαθητικών αφήνει να πιστευτεί— αλλά η αρχή τής ελάχιστης δόσης σε συνδυασμό με τη δυναμοποίηση. Έχοντας να κάνει συχνά με ισχυρά δηλητήρια, ο Χάνεμαν συνέχισε να πειραματίζεται μειώνοντας προοδευτικά τις δόσεις, ενώ σαν αντιστάθμισμα ανέπτυξε μια τεχνική δόνησης του διαλύματος· κατέληξε ότι κάθε φορά που μια θεραπευτική ουσία διαλυόταν λιγόστευε σε ποσότητα αλλά σε κάποιο επίπεδο απέβαινε δραστικότερη, επειδή ακριβώς εδονείτο. Αυτή η διαδικασία διάλυσης-και-δόνησης (αρχή τής παρασκευής τού ομοιοπαθητικού φαρμάκου μέχρι σήμερα, με τη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών πλέον) δεν σταματούσε μέχρις ότου φτάσει σε χημικώς μη ανιχνεύσιμες ποσότητες (κάτω του λεγόμενου «αριθμού Avogadro»). Αν το φάρμακο δρούσε —και ήταν εκ του αποτελέσματος φανερό ότι δρούσε— αυτό γινόταν με τρόπο άγνωστο, που σημαίνει, πέραν των εξηγητικών δυνατοτήτων τής φυσικής και της χημείας. Ο Χάνεμαν ισχυριζόταν ότι αποδέσμευε την «ενέργεια» του φαρμάκου, και με τον τρόπο αυτό συνέβαλλε στην εξισορρόπηση της ζωτικής δύναμης του σώματος – ούτε αυτή όμως είναι επιστημονικώς εντοπίσημη, και είδαμε ήδη πόσες και τί είδους αντιδράσεις προκάλεσαν οι «βιταλιστικές» εξηγήσεις στους ιατρικούς κύκλους τού δέκατου ένατου και του πρώιμου εικοστού αιώνα.

Τέτοιου είδους ενστάσεις, για να μη μακρηγορώ, εγείρονται μέχρι σήμερα ενάντια στην ομοιοπαθητική από τη βιοϊατρική κοινότητα. Όταν ενίστανται ότι «δεν υπάρχει εξήγηση» της δράσης τού ομοιοπαθητικού φαρμάκου, εννοούν ότι δεν υπάρχει εξήγηση εντός των ορίων τού θεσμοποιημένου και αποδεκτού εξηγητικού μοντέλου – δηλαδή, για το πω πάλι, ενός μηχανιστικού φυσικοχημικού παραδείγματος. Εδώ θα μπορούσε κάποιος να εγείρει δύο ενστάσεις. Πρώτον, πολλά φαινόμενα έχουν παρατηρηθεί με αποδεδεγμένες μεθόδους παρατήρησης —στην αστρονομία π.χ.— πολύ πριν δοθεί γι’ αυτά μια ικανοποιητική και καθολικώς αποδεκτή εξήγηση. Είναι μήπως αυτό επαρκής λόγος για ν’ απαξιωθεί εκ προοιμίου η παρατήρηση ως «αντι-επιστημονική»; Δεύτερον, και κυριότερο, αν η δράση τού ομοιοπαθητικού φαρμάκου δεν «αποδεικνύεται» με τις καθιερωμένες επιστημονικές μεθόδους, γιατί άραγε αυτό είναι πρόβλημα του φαρμάκου και όχι των καθιερωμένων επιστημονικών μεθόδων; Στο κάτω-κάτω, από μια ιατρική ζητάμε να είναι θεραπευτική, όχι «επιστήμη». Η άκριτη υπαγωγή τής θεραπευτικής τέχνης στο επιστημονικό μοντέλο που κατασκεύασε η αστική νεωτερικότητα, θα το πω πάλι, είναι μία από τις πιο τυφλές πεποιθήσεις που καθοδηγούν τη μοντέρνα σκέψη, μια ιδεολογία με την πλέον αυστηρή και περιοριστική έννοια του όρου.

 

Κάθε κλειστό εξηγητικό σύστημα εν πάση περιπτώσει διαθέτει μια έννοια-0 (ένα κυμαινόμενο σημαίνον, θα έλεγαν κάποιοι) όπου υπάγει ό,τι δεν είναι εξηγήσιμο με τους δικούς του όρους. Η έννοια που παίζει αυτό τον ρόλο στο σύστημα της επιστημονικής ιατρικής είναι η έννοια του placebo.Για τα εθισμένα στον θετικιστικό τρόπο σκέψης ιατρικά μυαλά, η έννοια αυτή ισοδυναμεί με «ψευδοφάρμακο», ή ό,τι κοινώς λέμε αυθυποβολή. Είναι απίστευτα απλοϊκό, είναι όμως επίσης μία αναμενόμενη απόρροια του καρτεσιανού τρόπου σκέψης. Είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να ριχτεί ένα πέπλο αορατότητας σε όλες τις μη τεχνικού, μη εργαλειακού χαρακτήρα δράσεις που αναπτύσσονται στο πλαίσιο οιασδήποτε μορφής θεραπείας, και ιδίως στη σχεσιακή δυναμική μεταξύ θεραπευόμενου-θεραπευτή (το «φάρμακο-γιατρός» τού M. Balint). Η θεραπεία τού σαμάνου είναι placebo· η θεραπεία τού ομοιοπαθητικού είναι placebo· η θεραπεία τού ψυχαναλυτή είναι placebo επίσης; Σε κανέναν ψυχαναλυτή δεν θ’ άρεσε να το ακούσει αυτό, για πολύ κατανοητούς λόγους· αλλά ούτε και κανένας γιατρός τού το λέει, όχι επειδή θεωρεί τη δουλειά του πολύ διαφορετική από του σαμάνου ή του ομοιοπαθητικού (κανένας επιστημονικά εκπαιδευμένος γιατρός δεν μπαίνει στον κόπο να σκεφτεί τέτοιες διαφορές, ούτε έχει έννοιες για να το κάνει) αλλά επειδή εκ προοιμίου δεν κρίνει τον ψυχαναλυτή με τους όρους τού βιοϊατρικού εξηγητικού μοντέλου: έχει μάθει να μην τον θεωρεί ανταγωνιστή, και τον προσπερνάει μ’ ένα χαμόγελο συγκατάβασης. Εν ολίγοις, ένας γιατρός δεν θεωρεί τα προβλήματα νοήματος, και τους διυποκειμενικούς όρους σύστασης του νοήματος, μέρος τής δουλειάς του.

 

Δυστυχώς γι’ αυτόν όμως, δεν υπάρχει αρρώστια άμοιρη νοήματος – κι εδώ εντοπίζεται η πολιτική διάσταση της ιατρικής. Όπου υπάρχει συνείδηση —δεν είμαι σε θέση να πω, και ίσως όχι της στιγμής να συζητηθεί, τί γίνεται με τα ζώα— το τί παθαίνουμε είναι συνάρτηση του τί πιστεύουμε πως παθαίνουμε, και το τί πιστεύουμε πως παθαίνουμε συνάρτηση του τί μας λένε οι άλλοι πως έχουμε. Γι’ αυτό και όταν η ιατρική δημιουργεί νοσολογικές κατηγορίες, δημιουργεί πραγματικές νοσολογικές οντότητες. Από αυτή την άποψη, η πολιτική σημασία τής ομοιοπαθητικής, καθρεφτιζόμενη στη μορφή τής σχέσης που εδραιώνει ανάμεσα στον γιατρό και τον ασθενή, στη μεθοδολογία τής ομοιοπαθητική συνέντευξης και στη διαγνωστική λογική της, είναι ότι διαλύει την ψευδοαντικειμενική οντότητα που λέμε «νόσο» σε ένα σύνολο άκρως εξατομικευμένων αντιδράσεων με μοναδική έκφραση (μια «συμπτωματολογία», νοούμενη ως φαινομενολογία τής διαταραχής): κυριολεκτικά, κατά την παλιά και κοινότοπη ρήση,  έχει να κάνει με ασθενείς, όχι με ασθένειες.7 Αυτό δεν καθιστά περιττό, βέβαια, οιονδήποτε περαιτέρω τρόπο δράσης.

 

Το διπλό αίνιγμα της δράσης τού ομοιοπαθητικού φαρμάκου και της λεγόμενης ζωτικής δύναμης παρέμεναν τα σημεία που έφερναν σε διαρκή θέση άμυνας τους θεραπευτές τής ομοιοπαθητικής· πράγμα που δεν τους εμπόδισε πάντως να συστήσουν μιαν αδιάσπαστη παράδοση η οποία εξελισσόταν παράλληλα —και σε αυξανόμενη διάσταση— με την ανάπτυξη της βιοϊατρικής ώς τον εικοστό αιώνα. Σήμερα όμως, δύο μείζονος σημασίας «ανακαλύψεις», δεν θα πω ότι έδωσαν τελεσίδικες απαντήσεις στα ερωτήματα (γιατί τελεσίδικες απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα δεν υπάρχουν), κάνουν τουλάχιστον τους ομοιοπαθητικούς ισχυρισμούς μεταφράσιμους σε μια κατανοητή από τους επιστήμονες γλώσσα. Η πρώτη είναι η κρίση τού νευτώνειου μοντέλου αναπαράστασης της φύσης που επέφεραν με διαδοχικά βήματα ο ηλεκτρομαγνητισμός, η γενική και ειδική θεωρία τής σχετικότητας του Αϊνστάιν και η υποατομική φυσική με τις ατελείωτες εκπλήξεις της (πιο «μαγική» από οιαδήποτε παραδοσιακή μορφή μαγείας…). Όλες αυτές οι θεωρίες δεν λένε το ίδιο πράγμα, βέβαια· στο συμφραζόμενό τους, ωστόσο, η έννοια της «ενέργειας» έχει αποβάλει τις τελευταίες της μεταφυσικές συνδηλώσεις και γίνει ένα λυσιτελές εργαλείο για την περιγραφή όψεων της πραγματικότητας μη συλλήψιμων με τα κλασικά μηχανιστικά μοντέλα. Οι εξισώσεις τής σχετικότητας μας έχουν εξοικειώσει με το φαινόμενο της αλληλομετατρεψιμότητας μάζας/ενέργειας – ως μία ιδιαίτερη περίπτωση της οποίας θα μπορούσε να διαβάζεται πλέον η «δυναμοποίηση» του φαρμάκου. Έτσι, εκείνο που ο Χάνεμαν περιέγραφε ως «ενέργεια του φαρμάκου» μπορεί κάλλιστα σήμερα να γίνει αντιληπτό —όπως έχει προτείνει πειστικά ο Γ. Βυθούλκας— ως ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο σε ειδική δονητική συχνότητα που, μέσω της συστοιχίας των ιδιοτήτων του με την εξατομικευμένη συμπτωματολογία, συντονίζεται με την ιδιοσυχνότητα του αντίστοιχου πεδίου που είναι ο οργανισμός εκμαιεύοντας την θεραπευτική του αντίδραση. Αν το δούμε έτσι, ο λεγόμενος νόμος των ομοίων θα έπρεπε ίσως να αναδιατυπωθεί με μια ουσιώδη διευκρίνιση: «αρχή των ομοίων» μιλώντας με όρους φαινομένων ιδιοτήτων, «αρχή των εναντίων» μιλώντας με όρους υλοενεργειακής κατάστασης.

 

Όλη η ομοιοπαθητική βασίζεται στη διαπίστωση αυτής της συστοιχίας. Το γιατί συμβαίνει αυτό, γιατί δηλαδή υφίσταται κάτι σαν «προεδραιωμένη αρμονία» ανάμεσα στις δυνατές μορφές ανθρώπινης νόσησης και στις ιδιότητες (ή συχνότητες) που εκδηλώνουν οι φυσικές ουσίες, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα αλλά δεν επιδέχεται εμπειρική απάντηση. Είναι ίσως το κοσμικό αίνιγμα, που προορίζεται να παραμείνει τέτοιο… Για τον θεραπευτή αρκεί η βεβαίωση ότι έτσι συμβαίνει. Φιλοσοφικά σκεπτόμενοι, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε έναν θεμελιώδη μιμητικό δεσμό που συνέχει μεταξύ τους όλες τις μορφές τού φυσικού σύμπαντος, όπου τα πρότυπα της μίας επανευρίσκονται διαρκώς σε πολλές παραλλαγές μέσα στη δομή τής άλλης, από τους σχηματισμούς των κρυστάλλων μέχρι τα ίδια τα λογικά μας σχήματα – και αυτό δεν είναι καινούργια παρατήρηση, επαληθεύεται σε πολλά επίπεδα του επιστητού…8 Ας πούμε για την ώρα ότι μαρτυρεί των απώτατη ενότητα ενός κόσμου ο οποίος έχει τα χαρακτηριστικά ζωντανού και αυτοαναπτυσσόμενου οργανισμού από ένα κοινό σπέρμα.

 

Η δεύτερη «ανακάλυψη» έρχεται από το ίδιο το πεδίο τής ιατρικής, και δεν είναι άλλη από την αυξανόμενη επίγνωση του ρόλου τού ανοσοποιητικού συστήματος στη διατήρηση της ομοιόστασης του οργανισμού, η οποία ταυτίζεται με ό,τι κοινώς λέμε «υγεία». Ένας γιατρός με γνήσια φιλοσοφική ματιά είχε αντιληφθεί και υποδείξει νωρίς το πρόβλημα απέναντι στο οποίο ήταν τυφλή, αυτοσυγχαιρόμενη ακόμα για τις πρόσφατες «νίκες» της, η μικροβιολογία:

 

Εξαιρετικά τοξικοί παθογόνοι οργανισμοί είναι συχνά παρόντες στους ιστούς φυσιολογικών ατόμων, τα οποία δεν εμφανίζουν ούτε ενδείξεις ούτε συμπτώματα ή αρρώστια. Σήμερα, το πιο αινιγματικό ερώτημα της ιατρικής μικροβιολογίας είναι […] «γιατί παθογόνοι οργανισμοί τόσο συχνά δεν καταφέρνουν να προξενήσουν ασθένεια αφότου έχουν εγκατασταθεί στους ιστούς;» Αρκετά περιέργως, το ερώτημα αυτό σπάνια τίθεται, και ακόμη σπανιότερα υποβάλλεται σε πειραματική ανάλυση […] Η οικολογία των μικροβιακών ασθενειών τελεί υπό την επιρροή παραγόντων, τόσο γενικών όσο και ειδικών, που είναι ανεξάρτητοι από εκείνους οι οποίοι ελέγχουν τη συχνότητα των επαφών με μολυσματικούς παράγοντες.9

 

Ήδη νωρίτερα, στη δεκαετία τού ’40 και μέσ’ από τις δικές του μοναχικές έρευνες, ο Βίλχελμ Ράιχ αναρωτιόταν:

 

Το γεγονός ότι υπάρχουν παθογόνοι οργανισμοί στον λαιμό που είναι βλαβεροί μόνο ορισμένες στιγμές και για ορισμένους ανθρώπους είναι κάτι εκπληκτικό, και δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την «προδιάθεση» ή τη «λανθάνουσα τοξικότητα», επειδή αυτά είναι μόνο λόγια. Το κεντρικό ζήτημα  είναι να αποδείξουμε τί ακριβώς συμβαίνει μέσα στον οργανισμό που δίνει τη δυνατότητα στους μικροοργανισμούς να επιδράσουν σε ορισμένες στιγμές και όχι σε άλλες […] Οι βάκιλοι που προκαλούν χολέρα ή βουβωνική πανώλη [υποτίθεται ότι] τριγυρνούν στον αέρα συνέχεια, αλλά δεν εμφανίζονται κάτω από κανονικές συνθήκες υγιεινής. Από τον αέρα, εισχωρούν μέσα μας προκαλώντας επιδημίες —στις οποίες χάνονται εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινες ζωές— σε περιπτώσει πολέμου ή σ’ εκείνες τις πυκνοκατοικημένες περιοχές όπου τα μέτρα υγιεινής και οι συνθήκες διαβίωσης είναι άθλια. Πρέπει άραγε να πιστέψουμε ότι δεν παίζει κανένα ρόλο σε αυτές τις επιδημίες η βιοενεργειακή κατάσταση των ανθρώπων που εκτίθενται στις χρονίως άθλιες συνθήκες ή στη φρίκη μιας εκτεταμένης κατάστασης πολέμου; Είναι πραγματικά δυνατό να πέφτουν όλες οι ευθύνες στους βακίλους και καμία στους ζωντανούς οργανισμούς στους οποίους αυτοί ικανοποιούν τις ολέθριες διαθέσεις τους; Ποιος λόγος υπάρχει ν’ αποδίδουμε τόση πολλή σημασία στο βακτήριο, και τόση λίγη στον ανθρώπινο οργανισμό; […] Χωρίς να θέλω να δώσω μιαν απάντηση σε όλα τα ερωτήματα που δημιουργήθηκαν, θα ήθελα μολαταύτα  να τονίσω ότι η βιοπαθητική κατάσταση των θυμάτων τής χολέρας ή της βουβωνικής πανώλης αξίζει πολλή περισσότερη προσοχή απ’ ό,τι το σχετικό βακτήριο, που για την προέλευσή του τίποτα δεν είναι καθαρό ακόμη και σήμερα.10

 

Επίσης, από τη δεκαετία τού ’50 είχε αρχίσει να γίνεται αντιληπτό ότι ένα μεγάλος αριθμός ασθενειών συνδεόταν όχι τόσο με την καταστροφή ενός ζωτικού οργάνου ή με ανεπανόρθωτες βλάβες μιας σειράς κυττάρων αλλά με την απορρύθμιση τής ισορροπίας τού εσωτερικού περιβάλλοντος του οργανισμού, του οποίου η σταθερή σύνθεση είναι απολύτως απαραίτητη για τη ζωή (από τη συνειδητοποίηση αυτή γεννήθηκαν άλλωστε οι λεγόμενες «μονάδες εντατικής υποστήριξης»11)· και το εν λόγω περιβάλλον ρυθμίζεται από αναρίθμητες και ασύλληπτα πολύπλοκες διεργασίες, τον θαυμαστό συντονισμό των οποίων σκεπτόμαστε πλέον με τη βοήθεια των λογικών μοντέλων τής κυβερνητικής για τα αυτορρυθμιζόμενα συστήματα. Τελικώς, η έρευνα γύρω από τις μεταμοσχεύσεις —ακριβέστερα: αυτού το οποίο ανθίσταται στις μεταμοσχεύσεις— δημιούργησε έναν ολόκληρο νέο κλάδο, την ανοσολογία, και σήμερα έχει γίνει κοινός τόπος ότι η αλληλοσύνδεση ανοσοποιητικού-νευρικού-ορμονικού συστήματος συνιστά κατά κάποιον τρόπο τον ζωτικό «εγκέφαλο» του οργανισμού. Αυτή η ευφυής αντίδραση του ζωντανού, η εκτέλεση ενός ασύλληπτα μεγάλου αριθμού υπολογισμών και συντονισμένων δράσεων, η ικανότητά του να συνδιαλέγεται με το εξωτερικό περιβάλλον και να απαντά με τον προσφορότερο κατά περίπτωση τρόπο, υποβάλλουν κυριολεκτικά μια ιδέα υποκειμενικότητας κρυμμένη στην καρδιά τής ζωής: μήπως η παλιά και δυσφημισμένη έννοια της «ζωτικής δύναμης» μας επιτρέπει να εννοήσουμε αυτή τη λειτουργία πολύ παραστατικότερα από ό,τι το πιο εκλεπτυσμένο μηχανικό μοντέλο που μπορούμε να φανταστούμε;

 

Η κατανόηση αυτή μας φέρνει αντιμέτωπους με την κρισιμότερη εναλλαγή οπτικών στη θεραπεία: ζητάμε να καταπολεμήσουμε εξωτερικούς νοσογόνους παράγοντες ή να ενισχύσουμε την ανοσοποιητική δύναμη του οργανισμού; Και αν επιλέγουμε στη δεύτερη οπτική, μήπως υπάρχει ένας απλούστερος τρόπος γι’ αυτό από τον τερατώδη μηχανικό εξοπλισμό των μονάδων εντατικής υποστήριξης και τη δυσκολία τού εξωτερικού χειρισμού των αναρίθμητων παραμέτρων που απαιτούν – τρόπος ικανός στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων να βοηθήσει τον οργανισμό να ανακτήσει την κλονισμένη του δύναμη και να φέρει μ’ επιτυχία εις πέρας το αυτοθεραπευτικό του έργο; Αυτή ακριβώς ήταν η επαγγελία τής ομοιοπαθητικής, και η δράση τού «ενεργειακού» φαρμάκου φάνηκε πως είχε τη δύναμη να το κάνει αυτό με έναν εντυπωσιακά εύστοχο και απλό τρόπο. Ο Βυθούλκας γράφει:

 

Οι […] αντιλήψεις τού Παστέρ έβρισκαν πλατιά αποδοχή επειδή ανταποκρίνονταν στην ανάγκη ενός χειροπιαστού νευτώνειου εννοιολογικού παραδείγματος. Οι θεωρίες τού Παστέρ και οι έρευνές του πάνω στη φύση των μικροβίων δημιούργησαν σε όλους την πεποίθηση ότι η αιτία τής ασθένειας είχε εξηγηθεί. Όμως η σύγχρονη επιστήμη τής μικροβιολογίας είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι προϋπόθεση έναρξης της διαδικασίας τής νόσου είναι όχι μόνο το μικρόβιο αλλά και η ιδιοσυστασιακή ευαισθησία. Παρ’ όλ’ αυτά, φαίνεται ότι οι σημερινοί γιατροί αρνούνται να δουν το γεγονός. Εξακολουθούν να αναζητούν νέα μικρόβια, βακτηρίδια, ιούς, κτλ. και κατόπιν να επινοούν ισχυρά φάρμακα για να τα σκοτώνουν […] Δυστυχώς, η νοσηρή εμμονή των ερευνητών να παραμένουν προσκολλημένοι στην εσφαλμένη αντίληψη περί μικροβίων και συγκεκριμένων νοσογόνων παραγόντων, παρά τα όλο και πιο απογοητευτικά αποτελέσματα, ιδιαίτερα στις χρόνιες ασθένειες, οδηγεί στην ανάπτυξη διαρκώς τοξικότερων φαρμάκων, που καταντούν να είναι αυτά τα ίδια σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία. Είναι άλλωστε φανερό σε κάθε παρατηρητικό ασθενή σήμερα ότι βάση τής σύγχρονης θεραπευτικής δεν είναι καν η αναζήτηση ενός συγκεκριμένου νοσογόνου αιτίου. Η μεγάλη πλειονότητα των φαρμάκων που χορηγούνται για ασθένειες όπως η αρθρίτιδα, το άσθμα, η κολίτιδα, τα έλκη, οι καρδιακές παθήσεις, η επιληψία, το άγχος και η κατάθλιψη δεν προορίζονται να θεραπεύουν ούτε καν από τις προδιαγραφές τους. Δεν χτυπούν καθόλου την αιτία αλλά προσφέρουν μια μάλλον αμυδρή ελπίδα ανακούφισης, ακόμη κι αν παραβλέψουμε τον κίνδυνο των παρενεργειών. Αυτό και μόνο είναι μια ένδειξη της αδυναμίας τής σύγχρονης ιατρικής να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την ασθένεια […] Σκεφθείτε για μια στιγμή ποιο θα ήταν το ιδανικό θεραπευτικό σύστημα. Φυσικά, πρέπει να είναι αποτελεσματικό, αλλά η αποτελεσματικότητά του να συνοδεύεται από ελάχιστο ή —στην ιδεώδη περίπτωση— μηδενικό κίνδυνο για τον ασθενή. Η αποτελεσματικότητά του πρέπει να εκφράζεται όχι μόνο με την εξάλειψη των συμπτωμάτων αλλά με την ενίσχυση της κράσης και της ευεξίας τού ατόμου, με την αυξημένη ικανότητά του να ζει με τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα.12

 

Αυτή η αντίληψη, που εστιάζει στον ρόλο τού υποβάθρου και στην ενίσχυση της ανοσοποιητικής δύναμης μάλλον παρά στην καταπολέμηση του νοσογόνου παράγοντα (αν και όταν υπάρχει πράγματι τέτοιος), είναι οπωσδήποτε μια φιλοσοφική (και κατά συνέπεια, πολιτική) επιλογή· από μια ορισμένη σκοπιά μπορεί να φαίνεται εξόχως μοντέρνα —βάσει παραδοχών που έχουν ανακύψει στο ίδιο το πλαίσιο της εξελιγμένης βιοϊατρικής, το ξαναλέω— αλλά την ίδια στιγμή, παραδόξως, βρίσκεται πολύ πιο κοντά στο πνεύμα τής ιπποκρατικής ιατρικής, η οποία ούτως ή άλλως αγνοούσε τη μικροβιακή αιτιολογία. Διαβάζουμε:

 

Οι ιπποκρατικοί γιατροί γνώριζαν βέβαια ότι η φθίση μπορεί να αποτελέσει κοινωνικό φαινόμενο που πλήττει ταυτόχρονα σημαντικό αριθμό ατόμων, αλλά δεν πίστευαν καθόλου στο ενδεχόμενο μόλυνσης από τον ένα στον άλλον. Για να ερμηνεύσει την ενδημική εμφάνιση της φθίσης, ο Ιπποκράτης επικαλείται την καταστροφική επιρροή διαφόρων οικολογικών παραγόντων και, πάνω απ’ όλα, του κλίματος. Εντούτοις, εφόσον οι κλιματικές συνθήκες ήταν ίδιες και απαράλλακτες για όλους τους κατοίκους τού ίδιου τόπου, όφειλε να δικαιολογήσει θεωρητικά την εμπειρική γνώση ότι τελικά νοσεί μόνο ένα μέρος των ατόμων που εκτίθενται σε νοσηρούς παράγοντες. Η εξήγηση που παρέχει ο Ιπποκράτης είναι απλή, επιδέξια και θεμελιωμένη σε ακριβείς κλινικές παρατηρήσεις: η ασθένεια προκύπτει όταν ένα σύνολο εξωτερικών παραγόντων (μετεωρολογικές συνθήκες, συνθήκες εδάφους, διαιτητικές συνήθειες, άσκηση, κτλ.) επιδράσει σε ειδικά προδιατεθειμένο άτομο, με τέτοια προσωπική ιδιοσυστασία που το κάνει να αντιδρά παθολογικά σε κάποιες μεταβολές τού περιβάλλοντος.13

 

Στο συμφραζόμενο αυτής της αντίληψης, που προσμετρά την απόσταση της ομοιοπαθητικής από την επικρατούσα ιατρική στις κοινωνίες μας, ενώ ταυτόχρονα τη συνδέει σε έναν παράδοξο χρονικό κύκλο με παραδοσιακές και αρχαίες θεραπευτικές που την πρακτική τους σοφία η τελευταία απέκλεισε, ελπίζω πώς έχει αρθεί ένα μέρος από το «μυστήριο» του ομοιοπαθητικού φαρμάκου κι έχει αναδυθεί η βαθύτερη λογική τής χρήσης του. Για να ξαναδώσω τον λόγο στον Βυθούλκα:

 

Σκοπός μας όταν δίνουμε ένα ομοιοπαθητικό φάρμακο είναι να διεγείρουμε τον αμυντικό μηχανισμό του ασθενούς με τέτοιον τρόπο ώστε τελικά να μπορέσει να θεραπεύσει την αρρώστια από την οποία έχει «στραγγαλιστεί» […] Η ομοιοπαθητική επιδείνωση μπορεί να θεωρηθεί ως μια «ενθάρρυνση» του οργανισμού από το ενδεικνυόμενο φάρμακο να «παλέψει» και να φέρει στην επιφάνεια βαθιά ριζωμένες διαταραχές ή τάσεις οι οποίες τον πίεζαν προηγουμένως. Για να απελευθερωθεί τελείως ένας οργανισμός, πρέπει να εκφράζεται απόλυτα και να δημιουργεί […] Εάν η έκφρασή του είναι αναχαιτισμένη, καταπιεσμένη, τείνει να είναι κρυφή ή μπλοκαρισμένη, τότε έχουμε ένα άρρωστο άτομο. Γι’ αυτό, στη διάρκεια της ομοιοπαθητικής συνέντευξης, ο γιατρός πρέπει σε κάποιο βαθμό να φέρει προς τα έξω αυτή την «εσωτερική» έκφραση του αμυντικού μηχανισμού ώστε να μπορέσει ν’ ανακαλύψει το ακριβές φάρμακο γι’ αυτόν τον ασθενή. Το φάρμακο τότε προκαλεί διέγερση του αμυντικού μηχανισμού, η οποία δημιουργεί για λίγο όξυνση των συμπτωμάτων, που είναι και η μόνη αισθητή σε μας εκδήλωση της δράσης του […] Ο αμυντικός μηχανισμός υπακούει πάντα στη θεμελιώδη αρχή τής κυβερνητικής, η οποία λέει ότι κάθε υψηλά οργανωμένο σύστημα θα αντιδράσει σε οιονδήποτε κλονισμό με την καλύτερη δυνατή απάντηση σε κάθε δεδομένη στιγμή.14

 

Με τον ίδιο τρόπο έχει αποσαφηνιστεί, πιστεύω, η έννοια της ενεργειακής θεραπευτικής (την οποία η ομοιοπαθητική μοιράζεται με τον βελονισμό, όπως θα δούμε) και η έννοια του εκφραστικού μοντέλου θεραπείας (την οποία μοιράζεται με την ψυχανάλυση, όπως είδαμε). Σε ό,τι αφορά ειδικώς τη δράση τού ομοιοπαθητικού φαρμάκου θα ήθελα πάντως να τονίσω και πάλι πως όσα ειπώθηκαν παραπάνω είναι επίσης μια δυνατή ερμηνεία – ερμηνεία που επιτρέπει μεν να κατανοήσουμε την ομοιοπαθητική με όρους ενός διευρυμένου παραδείγματος επιστημονικής ορθολογικότητας αποτρέποντας έτσι την προδικαστική απαξίωσή της ως «μαγείας» και «ανορθολογισμού», αλλά έχοντας πάντα κατά νου να μη διαιωνίσουμε το σφάλμα τού επιστημονικού αναγωγισμού: να ταυτίζουμε την εξήγηση της πραγματικότητας με την ίδια την πραγματικότητα.

 

Το δεύτερο και κρισιμότερο πράγμα που πρέπει ν’ αποσαφηνιστεί εάν θέλουμε να καταλάβουμε την ομοιοπαθητική —κι εκείνο που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της ως ολιστικής με την ακριβή σημασία τού όρου— είναι το θεωρητικό της μοντέλο για τη φύση τής διαταραχής και για την πορεία τής αρρώστιας-θεραπείας. Αν μου επιτρέπεται να προσφύγω σε μια φιλοσοφική αντιστοιχία, η παράδοση αυτή εξαρχής αγνοούσε τον καρτεσιανό διαχωρισμό και συμμεριζόταν μια ενιαία οπτική τού οργανισμού ως σωματοψυχικής οντότητας· όχι όμως με όρους ενός μηχανιστικού υλισμού (έστω και βιοκυβερνητικά αναβαθμισμένου) που ανάγει τις ψυχοδιανοητικές λειτουργίες στις φυσικοχημικές προϋποθέσεις τους αλλά με βάση ένα σπινοζικό μοντέλο παραλληλίας: αναγνωρίζοντας ποιοτικώς διαφορετικά επίπεδα οργάνωσης και έκφρασης («κατηγορήματα» στη σπινοζική ορολογία) μη αναγόμενα το ένα στο άλλο όπου το καθένα απαιτεί δικές του μεθόδους κατανόησης και περιγραφής, αλλά καταστατικά αρθρωμένα μεταξύ τους ως εκφράσεις της ίδιας ολότητας (ή substantia, «υπόστασης» στη σπινοζική ορολογία), με την έννοια ότι κάθε πάθηση (affectio) της ολότητας μεταφράζεται ταυτόχρονα σε καθένα από τα εν λόγω επίπεδα με τους ιδιάζοντες όρους έκφρασης που του αντιστοιχούν. Δεν υφίσταται απευθείας πρόσβαση στην ολότητα ειμή δια των κατηγορημάτων της. Η ολότητα εν προκειμένω νοείται ως ιδιοσυχνότητα ενός ηλεκτρομαγνητικού πεδίου που συνιστά την «ταυτότητα» του οργανισμού, η οποία δεν είναι αισθητηριακώς προσιτή παρά μέσω των αποτελεσμάτων τής δράσης τού ανοσοποιητικού του μηχανισμού, «εκφραζόμενων» σε τρία διακριτά επίπεδα: ό,τι λέμε σωματικό, συγκινησιακό και διανοητικό, μέσω της φαινομενολογίας (νοούμενης πάντα ως αυτοπαρουσίασης) που το καθένα μάς προσφέρει· και ό,τι συμβαίνει στην ολότητα, εκπλέκεται σε συμπτώματα αντίστοιχα και παράλληλα σε καθένα από τα τρία αυτά επίπεδα. Το ομοιοπαθητικό φάρμακο είναι ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο επίσης, που μέσω της συστοιχίας των εκδηλώσεών του με τις εκφράσεις τού οργανισμού στην παρούσα του κατάστασή του θεωρείται πως συντονίζεται με την ιδιοσυχνότητά του και την διεγείρει θεραπευτικά – πράγμα που πιστοποιείται και πάλι μέσ’ από τη μεταβολή των εκφράσεών της στα τρία επίπεδα.

 

Ένα τόσο λεπτό και περίπλοκο μοντέλο απαιτεί ένα ενοποιημένο κριτήριο αποτίμησης των συμπτωμάτων και των τροπικοτήτων τους. Για να το συνοψίσω με όσο πιο απλό τρόπο μπορώ, οι ομοιοπαθητικοί ιεραρχούν τις παθήσεις τού οργανισμού αναλόγως τού πόσο κεντρικές ή περιφερειακές λειτουργίες του μπορούν να βλάψουν – λειτουργίες που έχουν σχέση με την αυτοοργάνωση και τον έλεγχό του (διανοητικό επίπεδο), με την ικανότητα για απόλαυση και δημιουργία (συγκινησιακό επίπεδο), με τη λειτουργική ανταπόκρισή του στις απαιτήσεις τις ζωής (σωματικό επίπεδο). Με αυτή την έννοια, ένας κλονισμός που έχει το κέντρο βάρους στο διανοητικό επίπεδο θεωρείται σοβαρότερος από έναν κλονισμό που έχει το κέντρο βάρους στο συγκινησιακό επίπεδο (το ξέρουν εμπειρικά όλοι οι ψυχίατροι), κι ένας κλονισμός που έχει το κέντρο βάρους στο συγκινησιακό επίπεδο θεωρείται σοβαρότερος από έναν κλονισμό που έχει το κέντρο βάρους στο σωματικό επίπεδο (κάτι που συνήθως δεν θέλουν να ξέρουν οι γιατροί)· σε κάθε συγκεκριμένο επίπεδο, επίσης, υπάρχει μια ιεράρχηση των λειτουργιών αναλόγως τής μεγαλύτερης ή μικρότερης δυσλειτουργίας που συνεπάγεται για το ίδιο αυτό επίπεδο: για παράδειγμα, στο σωματικό επίπεδο, μία βλάβη στον εγκέφαλο θεωρείται σοβαρότερη από μια βλάβη στην καρδιά, μία βλάβη στην καρδιά σοβαρότερη από μια βλάβη στα νεφρά, μία βλάβη στα νεφρά σοβαρότερη από μια βλάβη στον δερματικό ιστό, κ.ο.κ.  Η αποτίμηση της βαρύτητας στον συνδυασμό των επιπέδων (διότι, ανεξαρτήτως τού κέντρου βάρους, κάθε παθολογία έχει ανταποκρίσεις σε όλα τα επίπεδα) κάνει αφάνταστα πιο πολύπλοκο το μοντέλο —η περιγραφή μου εδώ είναι σκοπίμως απλουστευμένη— και απαιτεί όχι μόνο την οξυδερκή κρίση τού θεραπευτή αλλά και όλη τη συσσωρευμένη πείρα τής ομοιοπαθητικής παράδοσης. Εν πάση περιπτώσει, το γενικό κριτήριο έχει κωδικοποιηθεί από τον πατέρα τής αμερικανικής ομοιοπαθητικής Constantine Hering (1800-1880) στον λεγόμενο «νόμο τού Χέρινγκ»: Η θεραπεία προχωρεί από πάνω προς τα κάτω, από μέσα προς τα έξω, από τα σπουδαιότερα όργανα προς τα λιγότερο σπουδαία και κατά την αντίθετα φορά εμφάνισης των συμπτωμάτων. Όσο η θεραπεία προχωρεί, σαν να λέμε, μειώνονται συμπτώματα μεγαλύτερης βαρύτητας κι εμφανίζονται συμπτώματα σε επίπεδα όλο και μικρότερης σημασίας για την ελεύθερη έκφραση του ατόμου σε μια ικανοποιητική και στο μέτρο τού δυνατού δημιουργική ζωή – αντίθετα ακριβώς από την πρόοδο της αρρώστιας.

 

Δεν χρειάζεται να τονίσω πόσους γρίφους τής κλασικής ιατρικής, ή και της μοντέρνας «ψυχοσωματικής», λύνει μια τέτοια ενοποιημένη προσέγγιση – αλλά και πόσες τραγικές θεραπευτικές παρανοήσεις διορθώνει… Για να πάρω ένα διόλου ασυνήθιστο παράδειγμα: εάν κάποιος εμφανίσει στη εφηβεία του μια δερματική πάθηση πιθανότατα θ’ απευθυνθεί σε έναν δερματολόγο, ο οποίος με μια κορτιζονούχα αλοιφή θα καταστείλει τα συμπτώματα της διαταραχής, πράγμα που με τη σειρά του θα εκληφθεί ως θεραπεία. Αν δέκα χρόνια αργότερα εμφανίσει άσθμα, αυτό θα θεωρηθεί προφανώς νέα αρρώστια, ο άνθρωπος θα επισκεφθεί έναν ειδικό γιατρό, έναν πνευμονολόγο, και θα το «θεραπεύσει» με αντίστοιχη φαρμακευτική αγωγή (φαινοτερόλης ή τερβουαλίνης). Όταν στη μέση ηλικία πλέον βιώσει μια σοβαρή καταθλιπτική κρίση, θα ζητήσει να δει έναν ψυχίατρο και —στην καλύτερη περίπτωση— θα ξεκινήσει μια ατελείωτη και δαπανηρή ανάλυση ή —στη χειρότερη, που είναι και η πιο συνηθισμένη— πιθανώς θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του με αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης. Ο δερματολόγος, ο πνευμονολόγος και ο ψυχίατρος, καθένας με τα δικά του κριτήρια, έχουν επιτελέσει ευσυνείδητα το έργο τους κι έχουν καταγράψει ακόμα μία επιτυχημένη «θεραπεία» στο ενεργητικό τους, βέβαιοι όσο και το θύμα τους ότι επρόκειτο για τρεις διαφορετικές «ασθένειες». Αν τώρα ο άνθρωπος αυτός καταφύγει απελπισμένος σε σοβαρή ομοιοπαθητική θεραπεία —και τέτοια περιστατικά είναι καθημερινή ρουτίνα για έναν ομοιοπαθητικό— θα δούμε έκπληκτοι το παθολογικό ιστορικό του να ξετυλίγεται αντίστροφα: θα ανακουφιστεί από τη βαθιά του θλίψη αλλά θα εμφανιστεί αμέσως το άσθμα· με συνεχόμενη αγωγή αυτό θα υποχωρήσει αλλά τότε θα επανεμφανιστεί το δερματικό, από το οποίο ενδέχεται ν’ απαλλαγεί στη συνέχεια – εάν ο οργανισμός είναι αρκετά ισχυρός και δεν έχει εξαντλήσει τις δυνάμεις του από τις αλλεπάλληλες κατασταλτικές «θεραπείες»…

 

Αυτή είναι σε μικρογραφία, επίσης, η θλιβερή ιστορία τής ιατρικής «προόδου». Η μεθοδευμένη καταστολή επώδυνων συμπτωμάτων με τη χρήση όλο και δραστικότερων φαρμακευτικών μέσων έχει οδηγήσει σε βαθμιαία εσωτερίκευση των παθολογιών που καθρέφτης της είναι ο νοσολογικός χάρτης τού σύγχρονου κόσμου. Οξείες ασθένειες της παιδικής ηλικίας έχουν μετατραπεί σε χρόνιες νόσους τής ενήλικης ζωής· σωματικές αρρώστιες έχουν δώσει τη θέση τους σε βαριές ψυχοπαθολογίες· ακόμη και οι μολυσματικές ασθένειες που είχαν προσφάτως κηρυχθεί νικημένες, επιστρέφουν δυσοίωνα λόγω της γενικευμένης αποδυνάμωσης της ανοσολογικής άμυνας της ανθρωπότητας που είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα της κοινωνικής δυστυχίας και της ιατρικής καταστολής, λόγω της μετάλλαξης νοσογόνων στελεχών από την αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών, και λόγω της βιοπεριβαλλοντικής καταστροφής που ανατρέπει συμβιωτικές ισορροπίες αιώνων.

 

Η «καταστολή των συμπτωμάτων» είναι μια πολύτιμη θεραπευτική ενόραση που εισάγει την ιστορία στο εσωτερικό τής ιατρικής παθολογίας. Η «εσωτερίκευση των παθολογιών», ιδωμένη εκ των έξω, μας οδηγεί σε κρίσιμες κοινωνιολογικές διαπιστώσεις που φωτίζουν τις στρατηγικές των κοινωνιών απέναντι στην (ανθρώπινη) φύση· ιδωμένη εκ των «έσω», μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε νοσολογικές διαδρομές που φαίνεται ότι ακολουθούν τυποποιημένες μεταστατικές  αλληλουχίες – ή δρόμους (με την έννοια που έχει ο όρος στη μουσική)· και αυτές τις αλληλουχίες, διαχρονικές νοσολογικές «ταυτότητες» που παράγονται από μια καθορισμένη επαναληπτικότητα των συμπτωματικών μετατροπών, η ομοιοπαθητική τις ονομάζει μιάσματα. Ο όρος ακούγεται ίσως αρχαϊκός —και πρέπει να καθαρθεί ασφαλώς από τις ηθικολογικές συνδηλώσεις με τις οποίες ήταν συνδεδεμένος— αλλά, εάν κατανοηθεί με τον παραπάνω τρόπο, μπορεί να γίνει πυξίδα προσανατολισμού για τον κλινικό, και ταυτόχρονα μια μεγάλου βάθους διείσδυση στη λογική τής «ασθένειας».

 

  1. ii) Ο βελονισμός.

 

Μια ολιστική σύλληψη του ανθρώπινου βιοσυστήματος όπως αυτή που εκτέθηκε εδώ, μια εκφραστική έννοια της θεραπείας που κατανοεί το ενιαίο τής διαδικασίας αρρώστια-θεραπεία και τα συμπτώματα ως αυτορρυθμιστικές εκδηλώσεις τού οργανισμού οι οποίες θα πρέπει να ενισχυθούν αντί να κατασταλούν, προσφεύγοντας σ’ ένα ενεργειακό μοντέλο εξήγησης τόσο των λειτουργιών τού οργανισμού και των διαδράσεων οργανισμού-περιβάλλοντος, δεν είναι αποκλειστικότητα της ομοιοπαθητικής. Ένα ανάλογο θεραπευτικό πρότυπο, που χρησιμοποιεί ωστόσο διαφορετική τεχνική για την πρόκληση της θεραπευτικής αντίδρασης, μας προσφέρει η αρχαία κινέζικη παράδοση η γνωστή ως βελονισμός.

 

Ο βελονισμός, όπως και η συνοδευτική του τέχνη τής «αργής καυτηρίασης» (μόξα), μπορεί να θεωρηθεί μία μορφή «θεραπευτικού τραυματισμού» (όπως και η αφαίμαξη στις πρωτόγονες μορφές της). Είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη τέχνη, παρά τη σχετική αρχαιότητά της, που η θεωρητική θεμελίωσή της στηρίζεται, σε συμφωνία με το αποκρυσταλλωμένο κοσμολογικό σύστημα του σινικού κόσμου, στην κυκλοφορία τής ζωτικής ενέργειας μέσα στο ανθρώπινο σώμα. Το πρώτο βεβαιωμένο ιατρικό κείμενο της Κίνας είναι το κλασικό Χουάνγκ Τι Νέι Κινγκ («Εσωτερική Ιατρική τού Κίτρινου Αυτοκράτορα»),15 που θεωρείται πολύ αρχαίο αλλά ανάγεται πιθανότατα στον τέταρτο π.Χ. αιώνα και συνδέεται εμφανώς με τον Ταοϊσμό.16 Η υγεία ταυτίζεται με την αρμονία τής διττής κοσμολογικής αρχής γιν-γιανγκ ενώ η αρρώστια είναι αποτέλεσμα της διατάραξής της. Ο συγγραφέας του, σε ύφος πρωτο-επιστημονικό που έχει αρκετούς παραλληλισμούς με το πνεύμα τού Ιπποκράτη,  δίνει έμφαση στην τεχνική τού βελονισμού και απορρίπτει τους εξορκισμούς των ιερέων-θεραπευτών. Περιλαμβάνει εξαιρετικά λεπτομερείς περιγραφές συμπτωμάτων αλλά δεν διακρίνει «νόσους»· δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για την ιδιοσυγκρασία τού ατόμου και για το περιβάλλον του, και προσέχει επίσης πολύ ζητήματα δίαιτας.

Στην ύστερη περίοδο Χαν είναι γνωστό ότι σημειώθηκαν στην Κίνα επτά επιδημίες μεταξύ 37 και 50 μ.Χ. και πέντε μεταξύ 171 και 185 μ.Χ. Αυτό οδήγησε τους γιατρούς στη διάκριση αρκετών μολυσματικών ασθενειών και στην ταξινόμηση των συμπτωμάτων τους: παρότι αναγνωρίστηκαν σαφώς η ελονοσία, ο τυφοειδής πυρετός, η χολέρα και η ευλογιά, η έμφαση παρέμενε πάντα στους ιδιοσυστασιακούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες.

 

Στα κλασικά κείμενα περιγράφεται μια ανατομία, μια φυσιολογία και μια φυσιοπαθολογία του ενεργειακού σώματος που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ενεργειακής ισορροπίας εφόσον έχει αυτή διαταραχθεί. Ο γενικός όρος για τη ζωτική ενέργεια που κυκλοφορεί στο σώμα —και είναι αναπόσπαστο μέρος τής ενέργειας η οποία ζωοποιεί στο σύμπαν— είναι τσ’ι. Υπάρχει το φυσιολογικό τσ’ι που χαρακτηρίζει την υγεία και το παθολογικό τσ’ι που χαρακτηρίζει την αρρώστια· το αμυντικό τσ’ι (ενέργεια του ανοσοποιητικού συστήματος), το πνευματικό τσ’ι (η ψυχική δύναμη του ατόμου) και το προγονικό τσ’ι (τα κληρονομημένα χαρακτηριστικά του)· το διατροφικό τσ’ι (η ενέργεια που περιέχεται στις τροφές) και το αναπνευστικό τσ’ι (η ποιότητα του αέρα που εισπνέεται).

 

Οι περιγραφές τού σώματος και των οργάνων του που συναντάμε στα κινέζικα ιατρικά εγχειρίδια είναι τόσο εντυπωσιακά διαφορετικές από εκείνες τις οποίες γνωρίζουμε και με τις οποίες μας έχει εξοικειώσει η σύγχρονη ανατομία, που έδωσαν στους ευρωπαίους μελετητές τού δέκατου έβδομου και του δέκατου όγδοου αιώνα οι οποίοι ήρθαν για πρώτη φορά σ’ επαφή μαζί τους την εντύπωση του φανταστικού και του παραλόγου. Αυτό θα έπρεπε εν πρώτοις να συνιστά ένα μάθημα του πόσο περίπλοκο ζήτημα, και σε τί βαθμό πολιτισμικά κατασκευασμένο, είναι η εικόνα τού σώματος·17 αν αυτό κατανοηθεί όπως πρέπει, ωστόσο, δεν κάνει αδύνατη κάποιου είδους διαπολιτισμική μετάφραση. Η εξήγηση είναι ότι οι Κινέζοι —μολονότι ανατομές γίνονταν περιστασιακά (κυρίως σε σώματα αιχμαλώτων)— ενδιαφέρονταν πρωτίστως για την αόρατη δύναμη που εμποτίζει το ζωντανό, αυτό που δεν μπορεί να δει η ανατομία διότι δεν υπάρχει στο νεκρό σώμα.  Αντίστοιχα, έδιναν πρωτεύουσα σημασία όχι στην εξωτερική περιγραφή αλλά στην αίσθηση του σώματος: οι παράδοξοι ανατομικοί τους χάρτες είναι στην πραγματικότητα βιωματικές εικόνες.

 

Σύγχυση προκαλεί επίσης η ανατομική ορολογία, εάν δεν λάβει κανείς υπόψιν του τον συστημικό χαρακτήρα τής κινέζικης σκέψης. Για παράδειγμα, όταν γίνεται λόγος για «πνεύμονες», η αναφορά δεν μόνο στα σπογγοειδή όργανα της αναπνοής αλλά στο σύνολο του αναπνευστικού συστήματος, τη μύτη, την επιδερμίδα (τη λεγόμενη άδηλη αναπνοή), τις εκκρίσεις, τους βρόγχους, το νευρικό σύστημα που ελέγχει τη λειτουργία τής αναπνοής, κι ενδεχομένως το ανοσοποιητικό… Όπως έχει παρατηρηθεί,

 

η κινέζικη αντίληψη του σώματος σαν ένα αδιαχώριστο σύστημα αλληλοσυσχετιζόμενων συστατικών βρίσκεται πολύ πιο κοντά στη σύγχρονη προσέγγιση των συστημάτων […] Στην κινέζικη ιατρική η έννοια της ασθένειας είναι ενδιαφέρουσα από το γεγονός ότι δεν μελετάται με τη στατική έννοια αλλά σαν μια δυναμική εκδήλωση […] Υπερβολικές αλλαγές στο περιβάλλον (ποιότητα αέρα, τροφής, ηλιακή ακτινοβολία, ρύποι, έντονες μεταβολές θερμοκρασίας) μπορούν να θραύσουν την αμυντική ασπίδα τού οργανισμού, να διαταράξουν την εσωτερική ισορροπία με αποτέλεσμα ο οργανισμός να είναι επιρρεπής σε ψυχοσωματικά νοσήματα και σε μικροβιακές ή ιογενείς λοιμώξεις.18

 

Ο σύγχρονος όρος «ψυχοσωματικά νοσήματα» δεν παρεισέφρησε εδώ τυχαία. Για την κινέζικη ιατρική ήταν αυτονόητη η διασύνδεση των συγκινήσεων με τις οργανικές παθήσεις, πράγμα που αποτυπώνεται στις διάκριση μεταξύ «εξωτερικών» κι «εσωτερικών» αιτίων τής αρρώστιας: στα «εξωτερικά» περιλαμβάνονται όλοι οι παραπάνω —οικοσυστημικοί, όπως θα λέγαμε σήμερα, επίσης κοντά στα ιπποκράτεια ενδιαφέροντα— παράγοντες· στα «εσωτερικά» κατονομάζονται ο θυμός, η απότομη χαρά, η ανησυχία, η υπερβολική θλίψη, ο φόβος και ο πανικός. Επιπροστίθεται η σημαντική παρατήρηση πως τα συναισθήματα μπορούν να αποβούν αιτίες νόσου όταν τα βιώνει κάποιος για παρατεταμένο διάστημα και ταυτόχρονα δυσκολεύεται να τα εξωτερικεύσει, όταν τα βιώνει αιφνίδια και σε μεγάλη ένταση, κι εφόσον υπάρχει ανάλογη ιδιοσυγκρασιακή προδιάθεση. Στην πρακτική άσκησή της, στηριγμένη σε μακραίωνη βασανιστική παρατήρηση, η ιατρική αυτή χαρτογράφησε συγκεκριμένους συσχετισμούς μεταξύ των σημείων βελονισμού και διαφόρων εσωτερικών οργάνων, όπως επίσης συσχετισμούς μεταξύ οργάνων και αντίστοιχων διανοητικών και συγκινησιακών καταστάσεων, χωρίς την ανάγκη να αιτιολογεί αυτές τις αντιστοιχίες. Εκείνο που προπαντός ενδιαφέρει είναι η παραλληλία – ότι σε οιοδήποτε ερέθισμα ο οργανισμός θα αντιδράσει σαν σύνολο: μία διάκριση σώματος-πνεύματος ήταν απλώς αδιανόητη για τη σινική σκέψη.

 

Όχι πολύ διαφορετικά από την ομοιοπαθητική, λοιπόν, η κινέζικη ιατρική είχε μια ολιστική εικόνα τού οργανισμού με τη σύγχρονη έννοια της λέξης, κατανοούσε με βιοενεργειακούς όρους τις λειτουργίες του και τη σχέση του με τον κοσμικό περίγυρο και απέφευγε συστηματικά να οντοποιήσει τις «ασθένειες»· η θεραπευτική της προσπάθεια δεν απέβλεπε στο να εξουδετερώσει τυχόν εξωτερικές αιτίες που τις προκαλούσαν (μολονότι αναγνώριζε τέτοιες αιτίες), αλλά επικεντρώθηκε αντίθετα στην ενίσχυση του πάσχοντος οργανισμού —αύξηση της αυτοάμυνας, όπως λέμε σήμερα— με διάφορα μέσα. Και το κυριότερο μέσον που επινόησε γι’ αυτό τον σκοπό, η τεχνική που πραγματικά τη διαφοροποιεί απ’ όλα σχεδόν τα γνωστά μας θεραπευτικά συστήματα του κόσμου, είναι το λεγόμενο τσεν-τσιου (βελονισμός και μόξα).

 

Η ενέργεια τσ’ι θεωρείται ότι κυκλοφορεί στο σώμα μέσω ενός πολύπλοκου συστήματος καναλιών που ονομάζονται «μεσημβρινοί», καθένας εκ των οποίων συνδέει μια ομάδα οργάνων και ιστών. Ως υγεία ορίζεται η συνεχής, αρμονική και απρόσκοπτη ροή τής ενέργειας μέσα στο ανθρώπινο σώμα· ως ασθένεια εκλαμβάνεται απεναντίας κάθε αναστολή και διατάραξη της ενεργειακής ισορροπίας, δηλαδή της κυκλοφορίας και της εναλλαγής των ρευμάτων ενέργειας μεταξύ  των γιν και γιανγκ πόλων τού οργανισμού (στην πρώτη τους επαφή με τον βελονισμό, κι εθισμένοι στον ανατομικό τρόπο σκέψης, οι δυτικοί γιατροί είδαν στο γιν και γιανγκ το συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό σύστημα, το δεξί και το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου, τη μυική σύσπαση και τη μυική χαλάρωση, την υπέρταση και την υπόταση, και πολλά άλλα ανταγωνιστικά και συμπληρωματικά συστήματα είτε λειτουργίες τού οργανισμού). Οι κινέζοι θεραπευτές ανακάλυψαν εν πάση περιπτώσει —μεσ’ από τυχαίους τραυματισμούς ή εγκαύματα, υποθέτει κανείς— ότι τα εν λόγω ρεύματα ενέργειας μπορούσαν να επηρεαστούν με την εισαγωγή μικρών αιχμηρών ακίδων σε καθορισμένα σημεία τού σώματος που αποτελούν τα δερματικά σημεία «εξόδου» των μεσημβρινών. (Παρεμπιπτόντως θα πρέπει να πούμε, η ίδια αρχή υπορρέει τις θεραπείες μασάζ, για τις οποίες ο βελονισμός μοιάζει να δίνει εκ των υστέρων ένα θεωρητικό μοντέλο εξήγησης.) Αρχικά εντοπίστηκαν 13 τέτοια νευραλγικά σημεία· η συστηματική εξερεύνηση τού σώματος και ο συνεχής πειραματισμός απέδωσαν εντέλει 365 σημεία, κατά μήκος καθορισμένων μεσημβρινών οι οποίοι αντιστοιχούν σε δέσμες σωματοψυχικών λειτουργιών, ενώνοντας  ταυτόχρονα την επιφάνεια του σώματος με τα εσωτερικά όργανα. Οι «πρωτεύοντες» μεσημβρινοί θεωρούνται 12, καθένας ονομαζόμενος από το κύριο όργανο με το οποίο συνδέεται (της «καρδιάς», των «νεφρών», των «πνευμόνων», του «ήπατος», του «σπληνός», του «παχέος εντέρου», κτλ.)· αναγνωρίζονται επίσης 56 «δευτερεύοντες» οι οποίοι αρδεύουν ενεργειακά τους χώρους μεταξύ των πρωτευόντων. Όλο αυτό το πολύπλοκο δίκτυο συνιστά μιαν αληθινή ενεργειακή πανοπλία τού οργανισμού, αναπτύσσοντας πολυεπίπεδες γραμμές άμυνας απέναντι σε περιβαλλοντικούς κινδύνους – και είναι αυτή με την οποία πρέπει να συνεργαστεί ο γιατρός, ή να την διεγείρει όταν παρουσιάζεται αποδυναμωμένη.

 

Ο βελονισμός εντάχθηκε πλήρως στο ιατρικό σύστημα της Κίνας από την εποχή τής δυναστείας των Τσιν (περ. 265-420 μ.Χ.). Την εποχή τής δυναστείας των Τανγκ (618-907 μ.Χ.) ιδρύθηκε στο Αυτοκρατορικό Κολέγιο Ιατρικής η πρώτη ιατρική σχολή τής Κίνας, με ξεχωριστό τμήμα βελονισμού. Η συνδυασμένη τεχνική του βελονισμού και του θερμοκαυτηριασμού έφτασε στο απόγειο της εκλέπτυνσής της τους αιώνες που ακολούθησαν, μέχρι το 1600 περίπου όταν (επί δυναστείας των Τσινγκ) απαγορεύθηκε, για άγνωστους λόγους, πρώτα η διδασκαλία κι εν συνεχεία η εφαρμογή τού βελονισμού. Η απαγόρευση αυτή διήρκεσε μέχρι την περίοδο τής Κουόμιντανγκ· και μόνο μετά την ανάληψη της ηγεσίας τού ΚΚΚ από τον Μάο Τσετούνγκ (1945) η παραδοσιακή κινέζικη ιατρική ανακηρύχθηκε εθνική κληρονομιά κι επιχειρήθηκε μια εκτεταμένη αναβίωση του βελονισμού. Ο λόγος είναι ευνόητος: ήταν μια εύκολη, φτηνή, προσιτή και μερικές φορές η μοναδική ιατρική βοήθεια που είχαν στη διάθεσή τους οι γιατροί τού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού. Στη διάρκεια τής επανάστασης ιδρύθηκε το περίφημο σώμα των «ξυπόλητων γιατρών» οι οποίοι, στρατολογημένοι από τις τάξεις των χωρικών, των εργατών και των στρατιωτών και καταρτισμένοι μέσ’ από ταχύρρυθμα σεμινάρια για τις ανάγκες τού αγώνα, έδρασαν με εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα στις εκτεταμένες αγροτικές περιοχές (προλαμβάνοντας κατά μερικές δεκαετίες, θα έλεγε κανείς, το μεγαλόπνοο πρόγραμμα του ΠΟΕ στη διεθνή διάσκεψη του 1978 που ανέφερα νωρίτερα…). Ονομάστηκαν «λαμπαδηφόροι τής λαϊκής υγείας» και, μετά το πέρας τής επανάστασης, οι ικανότεροι από αυτούς επιλέχθηκαν για ν’ ακολουθήσουν ανώτερες σπουδές στις ιατρικές πανεπιστημιακές σχολές: από το 1949 αποτελούν μέρος τού ιατρικού συστήματος της Σοσιαλιστικής Κίνας.

 

Από το 1959 οι Κινέζοι άρχισαν να χρησιμοποιούν την αναισθησία με βελονισμό στις χειρουργικές και οδοντιατρικές επεμβάσεις, ενώ κατασκεύασαν το πρώτο μηχάνημα ηλεκτροβελονισμού και την πρώτη συσκευή ανίχνευσης των σημείων βελονισμού: συσκευές οι οποίες μετρούν μεταβολές τής ηλεκτρικής αντίστασης του δέρματος (διότι όντως τα σημεία βελονισμού έχει παρατηρηθεί πως χαρακτηρίζονται από χαμηλή ηλεκτρική αντίσταση λόγω της ύπαρξης ελεύθερων νευρικών απολήξεων και αυξημένης αγγείωσης). Το 1970 οι «ξυπόλητοι γιατροί» ξεπερνούσαν το 1.000.000 σε όλη την Κίνα, ενώ δεκάδες άρχισαν να έρχονται στην Ευρώπη και στην Αμερική για να διδάξουν τον βελονισμό. Μια νέα περίοδος δόξας τού βελονισμού εγκαινιάζεται, ως εναλλακτικής ιατρικής στον σύγχρονο κόσμο πλέον.

 

Ωστόσο το χάσμα των 400 περίπου χρόνων στη ιστορία τού βελονισμού δεν ήταν χωρίς συνέπειες. Ο βελονισμός που αναβιώθηκε στη μαοϊκή Κίνα δεν ήταν ο ίδιος ακριβώς με τον παραδοσιακό βελονισμό – ο οποίος επιβιώνει σήμερα στο Βιετνάμ, στο Μακάο και σε άλλες περιφερειακές περιοχές τού σινικού κόσμου. Δέχθηκε μια ισχυρή επιρροή από τη δυτική ιατρική, η οποία επιτάθηκε ύστερα από την πολιτογράφησή του βελονισμού στη Δύση (και στη Σοβιετική Ρωσία), πράγμα που με το σειρά του επανεπέδρασε πίσω στην Κίνα και στον τρόπο με τον οποίον ασκείται και διδάσκεται σήμερα. Σαν αποτέλεσμα όλων αυτών, έχει δημιουργηθεί ένα καινούργιο ρεύμα που πολλοί ονομάζουν «ιατρικό βελονισμό», το οποίο φιλοδοξεί να ενταχθεί ως ισότιμη και συμπληρωματική θεραπεία μέσα στο ευρύτερο φάσμα τής βιοϊατρικής. Η διάγνωση δεν γίνεται πλέον με λήψη τού σφυγμού ή με την εξέταση της γλώσσας αλλά μ’ εξελιγμένα βιοϊατρικά διαγνωστικά μέσα. Ενδεικτική είναι η εισαγωγή νέων τεχνικών μεθόδων —ηλεκτροβελονισμός, χρήση λαίηζερ— και ιδίως η υιοθέτηση νέων εξηγητικών μοντέλων, περισσότερο συμβατών με τη δυτική ιατρική γλώσσα.19

 

Παρ’ όλο που τα επιτεύγματα το βελονισμού, ιδίως στον τομέα τής αναλγησίας, εντυπωσίασαν το δυτικό κοινό και δημιούργησαν ένα ισχυρό ρεύμα υποδοχής του, υπήρξε αναμενόμενη αντίσταση από το ιατρικό κατεστημένο. Το απελπιστικά επαναλαμβανόμενο επιχείρημα ήταν ότι κανένας γνωστός νόμος τής φυσιολογίας δεν εξηγούσε μια τέτοια δράση –  ως εάν η πραγματικότητα οφείλει να συμμορφώνεται με τους νόμους τής φυσιολογίας, και μάλιστα τους «γνωστούς»! Και όπως στην περίπτωση της ομοιοπαθητικής, η μέχρι κορεσμού στερεότυπη και φθαρμένη κατηγορία ήταν ότι έχουμε επίσης εδώ να κάνουμε με φαινόμενα placebo… Εν πάση περιπτώσει, οι σύγχρονοι βελονιστές τείνουν να οικειοποιούνται όλο και περισσότερο την τρέχουσα βιοϊατρική γλώσσα, όπως είπα, και ιδίως τη νεοδιαμορφούμενη γλώσσα τής νευροανασολογίας. Ένας από τους πρωτεργάτες τού βελονισμού στην Ελλάδα, εξηγεί:

 

Οι φυσιολόγοι από την αρχή δέχτηκαν ότι ο βελονισμός μπορεί να επηρεάσει το νευρικό, ορμονικό, αγγειακό ή άλλο σύστημα του οργανισμού, σε κάθε περίπτωση όμως η διαμεσολάβηση του νευρικού συστήματος είναι καθοριστική. Οι ειδικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται στον βελονισμό και η διέγερση των σημείων βελονισμού τού σώματος «κατευθύνουν» το νευρικό σύστημα ώστε να επιστρατεύσει μηχανισμούς άμυνας, μηχανισμούς που ήδη διαθέτει από τη στιγμή που γεννήθηκε – κι έτσι ν’ αντιμετωπίσει ένα πλήθος συμπτωμάτων και ασθενειών […]. Η δουλειά τού βελονισμού [είναι] να κινητοποιήσει δυνάμεις ρυθμιστικές και να «δείξει» στο νευρικό και στο ανοσοποιητικό σύστημα την περιοχή που έχει ανάγκη ρύθμισης […] Το μυστικό τής δράσης τού βελονισμού βρίσκεται κρυμμένο στον δαιδαλώδη κόσμο των συνάψεων, που χαρακτηρίζονται από συνεχείς αλλαγές. Το νευρικό σύστημα εξελίσσεται και τροποποιείται από επιγενετικά γεγονότα, τόσο εμβρυικά όσο και περιβαλλοντικά, με μια σειρά τακτικών βημάτων. Οι γενετικές πληροφορίες (DNA) δεν είναι αρκετές για να προδιαγράψουν όλες τις νευρωνικές διασυνδέσεις που σχηματίζονται. Η αρχική συνδεσμολογία μπορεί να τροποποιηθεί κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης και αργότερα με τη μάθηση. Αυτή η «πλαστικότητα» στις σχέσεις μεταξύ των νευρικών κυττάρων προικίζει τον καθένα μας με τη δική του προσωπικότητα […] Τα αισθητήρια συστήματα εκπληρώνουν την εξαιρετική αποστολή να κρατούν τον εγκέφαλο διαρκώς ενήμερο για τον εξωτερικό κόσμο. Ο νυγμός με τη βελόνα τού βελονισμού είναι ένα εξωτερικό (εξωγενές) αισθητήριο ερέθισμα. Υπάρχουν μοριακοί (βιολογικοί) μηχανισμοί μετατροπής τής ενέργειας του ερεθίσματος αυτού σε ηλεκτροχημικά σήματα, δηλαδή στη γλώσσα τού νευρικού συστήματος. Η κωδικοποίηση του ερεθίσματος είναι ωστόσο μόνο μία από τις πολλές λειτουργίες των αισθητηρίων συστημάτων. Μια άλλη δυνατότητα, όπως αναφέραμε, είναι η τροποποίηση της πληροφορίας […] Η ένθεση της βελόνας σε σημεία βελονισμού ή σε επώδυνα σημεία τού αντίστοιχου μυός διεγείρει τα νευρικά κύτταρα της περιοχής προκαλώντας έκλυση ενδογενών παυσίπονων ουσιών (τροποποίηση του παραγόμενου ερεθίσματος και έκλυση αναλγητικής ουσίας) με αποτέλεσμα την κατάργηση του πόνου και τελικά τη λύση τού μυικού σπασμού […] Αργότερα ανιχνεύθηκαν πολλές άλλες ουσίες, που είχαν άλλες δράσεις, ανάλογα με το σημείο βελονισμού που χρησιμοποιούσαν κάθε φορά. Έτσι ανιχνεύθηκαν αγχολυτικές, υπναγωγικές, ανορεξιογόνες, ορεξιογόνες, αντιφλεγμονώδεις, μυοχαλαρωτικές και άλλες ουσίες […] Ανάλογα με τα σημεία βελονισμού που χρησιμοποιούμε, ρυθμίζουμε το είδος των ουσιών που θα διοχετευτούν. Τέτοιες ουσίες είναι η σεροτονίνη, η ντοπαμίνη, η δυνορφίνη, οι εγκεφαλίνες, οι ενδορφίνες, η σωματοστατίνη, η αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη, η κορτιζόλη, το πεπτίδιο το συνδεδεμένο με το γονίδιο της καλσιτονίνης, κ.ά. […] Η τοποθέτηση λοιπόν βελονών σε ειδικά σημεία τού σώματος δρα θεραπευτικά μέσω του νευρικού συστήματος (κεντρικού και περιφερικού) και όχι μέσω «άγνωστων» ενεργειακών οδών.20

 

Ωραία εξήγηση, που μπορεί να εντυπωσιάσει ένα επιστημονικά εκπαιδευμένο μυαλό – αλλά τί κατ’ ουσίαν καινούργιο μας λέει; Αν βάλουμε δίπλα-δίπλα τη νέα νευροανοσολογική ερμηνεία και την παλιά «βιοενεργειακή», έχουμε την εντύπωση πως διαβάζουμε το ίδιο κείμενο σε μετάφραση. Πίσω από την εξωτική τεχνική ορολογία που αγαπούν οι γιατροί, ας μου επιτραπεί να επισημάνω το νόημα που εξάγεται, ή που πρέπει να εξαχθεί, από την καρδιά όλης αυτής τής θεραπευτικής εμπειρίας. Και αυτό έχει δύο σκέλη: πρώτον —που ίσως έχει γίνει πλέον κοινότοπο— ότι ο οργανισμός συνιστά μιας αδιάσπαστη ολότητα η οποία αντιδρά με συνολικό και ευφυή τρόπο σε κάθε διαταρακτικό κλονισμό, και η απομόνωση οιουδήποτε τμήματος για στοχευμένη μηχανική/χημική δράση δεν έχει καμία θεραπευτική αξία, αντίθετα συγχύζει και αποδυναμώνει την αμυντική του αντίδραση·  δεύτερον —που κρύβει και την απώτερη πολιτική σημασία των επιλογών μας— η θεραπευτική δράση, με όποιο μέσον κι αν την επιτύχουμε και σε όποια γλώσσα κι αν την εξηγήσουμε, είναι κινητοποίηση κι ενίσχυση δυνάμεων τις οποίες διαθέτει εγγενώς και ελέγχει ο ίδιος ο οργανισμός: κάθε άξια του ονόματός της θεραπεία είναι υποβοηθούμενη αυτοθεραπεία (όπως ακριβώς κάθε άξια του ονόματός της εκπαίδευση είναι υποβοηθούμενη αυτοεκπαίδευση). Πίσω από τα θεραπευτικά μας διλήμματα κρύβεται σε τελευταία ανάλυση η εναλλαγή αυτονομία ή ετερονομία – και είναι το μόνο κριτήριο στο οποίο μπορούμε να βασιστούμε αναμφίλογα για την εκλογή θεραπευτικής στάσης.

 

Να επιλέξουμε τη αυτονομία σημαίνει επίσης να εμπιστευθούμε τη φύση. Αυτό είναι το βαθύτερο οικολογικό νόημα που συνυφαίνεται με την ανάδυση των λεγόμενων (προσωρινά, κι ελλείψει προσφορότερου όρου) «εναλλακτικών» θεραπειών – από τον βελονισμό και την ομοιοπαθητική μέχρι την καλώς εννοούμενη ψυχανάλυση… Το μεγάλο σταυροδρόμι στο οποίο συναντιούνται μεταξύ τους, το ίδιο αυτό στο οποίο χωρίζουν οι δρόμοι τους από την κατεστημένη ιατρική, είναι η απάντηση στο διάζευγμα: ενίσχυση της φυσικής αντίδρασης του οργανισμού με τα απλούστερα δυνατά μέσα στο πλαίσιο μιας μεστής νοήματος διαπροσωπικής σχέσης, ή απρόσωπη, κατασταλτική επέμβαση στις αυτορρυθμιστικές του λειτουργίες με ισχυρά τεχνολογικά εργαλεία; «Ενίσχυση της φυσικής αντίδρασης του οργανισμού» είναι ίσως μια φράση που ακούγεται ακόμη αρκετά τεχνική, αντικειμενοποιητική, αν δεν εννοήσουμε τον «οργανισμό» ήδη ως κάποιου είδους υποκειμενικότητα· πράγμα που μοιάζει να σημαίνει, κάθε άξια του ονόματος της θεραπευτική σχέση είναι σχέση διυποκειμενικότητας, ποτέ σχέση υποκειμένου-αντικειμένου. Ακόμη και όταν χρησιμοποιεί τρόπους δράσης άλλους από τις λέξεις (με όλο το συγκινησιακό φορτίο που κομίζουν, εννοείται), μια θεραπευτική είναι και παραμένει απ’ αρχής μέχρι τέλους συνομιλία: αναδόμηση του βιώματος και του νοήματος μέσ’ από μια σημασιοφόρα αλληλόδραση. Εκείνο που η ψυχανάλυση αξιώνει δικαιωματικά ως πεδίο της θα πρέπει να μάθουμε να το βλέπουμε ως αρχή και κατάληξη κάθε θεραπείας.21 Διότι το θεραπευτικό διακύβευμα δεν είναι μόνο η απαλλαγή τού ανθρώπου από τον πόνο και την αρρώστια, αλλά επίσης από τον φόβο, τη σύγχυση και την ταπεινωτική συνθήκη τής ετερονομίας. Το νόημα της μεγάλης θεραπευτικής μεταπολίτευσης που έχει αναγγελθεί από τις εναλλακτικές θεραπευτικές των ημερών μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τους πολιτικούς αγώνες για ριζική αυτοδιαχείριση, τους αντικαπιταλιστικούς αγώνες σε όλο το φάσμα των εκδηλώσεών τους· και οιαδήποτε τεχνική επιστρατεύουμε για την αντιμετώπιση της οδύνης και της ασθένειας, πρέπει να αντανακλά και να αναπαράγει στην εσώτερη λογική της την ευρύτερη πολιτική μας, που είναι ταυτόχρονα νοηματοδοσία τού κόσμου, των διανθρώπινων σχέσεων και των σχέσεων της ανθρωπότητας με τη φύση.

 

Πώς πρέπει να αναπροσδιορίσουμε την υγεία στο φως των παραπάνω κατανοήσεων; Από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και τον ΟΗΕ μέχρι τις εθνικές κυβερνήσεις και τους ιατρικούς συλλόγους, η υγεία παρουσιάζεται ως το ύψιστο συλλογικό αγαθό που πρέπει να διασφαλιστεί για όλη την ανθρωπότητα. Από αυτή την άποψη μοιάζει με τη «δημοκρατία» στη γλώσσα τής τρέχουσας πολιτικής: η ανακήρυξή της σε απόλυτη αξία, ενώ παράλληλα αποφεύγεται να προσδιοριστεί με ακρίβεια το περιεχόμενό της, την καθιστά ένα εργαλείο για όλες τις χρήσεις –  περιλαμβανομένων ωμών στρατιωτικών επεμβάσεων, καταπάτησης βασικών ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων, δαιμονοποίησης πολιτικών αντιπάλων, κ.ο.κ. Αν όσα ειπώθηκαν παραπάνω έχουν γίνει κατανοητά, ένας περιεχομενικός ορισμός τής υγείας δεν είναι διόλου αυτονόητος: αποτελεί ένα πεδίο εντατικής ιδεολογικής αντιπαράθεσης, η οποία μπορεί να πάρει —και συχνά παίρνει— ανοιχτά συγκρουσιακές διαστάσεις. Οι κανονιστικές συνδηλώσεις τής έννοιας της υγείας την καθιστούν ένα εξαιρετικά δραστικό εργαλείο καταστολής στα χέρια των θεσμικών φορέων οι οποίοι διαχειρίζονται επίσης όλο το ιατροφαρμακευτικό σύμπλεγμα των υστεροκαπιταλιστικών κοινωνιών μας. Και μία από τις πιο ανησυχητικές χρήσεις της είναι η αναγωγή της σε εμπόρευμα, «αγαθό» το οποίο κυκλοφορεί στην αγορά και μπορεί κάποιος να κερδοσκοπήσει απ’ αυτό, ή το αγοράσει ανάλογα με τη θέση του στην κοινωνική ιεραρχία και ανάλογα με την πρόσβασή του σε υπηρεσίες και πηγές, γύρω από το οποίο αρθρώνονται διεκδικήσεις και αιτήματα που αναπαράγουν απεριόριστα την τύφλωση σε ό,τι αφορά το αληθινό πολιτικό ζήτημα – το περιεχόμενό της. Κατ’ εξοχήν θύμα αυτής τής τύφλωσης είναι δυστυχώς η πολιτική αριστερά, σε όλες σχεδόν τις οργανωμένες μορφές της, η οποία έχει απορροφήσει την τεχνοκρατική ορθολογικότητα μέχρι το τελευταίο της κύτταρο, φτάνοντας στο σημείο να διεκδικεί ως «δικαίωμα» αυτό που αποτελεί εχέγγυο της αιχμαλωσίας της: περισσότερη κρατική προστασία, περισσότερες ιατρικές υπηρεσίες… Για να ξαναδώσω, τελευταία φορά, τον λόγο στον Ιβάν Ίλλιτς:

 

Τα πολιτικά κόμματα μετατρέπουν την επιθυμία των ανθρώπων να είναι υγιείς σε απαιτήσεις για ισότητα στην προσπέλαση σε ιατρικές διευκολύνσεις. Δεν αμφισβητούν συνήθως τα αγαθά που παράγει το ιατρικό σύστημα, αλλά επιμένουν ότι οι εκλογείς τους έχουν δικαίωμα σε όλα όσα παράγονται για τους προνομιούχους […] Πάνω απ’ όλα, η υγεία ορίζει την έκταση της αυτονομίας, μέσα στην οποία ένα άνθρωπος ασκεί έλεγχο πάνω στις βιολογικές του καταστάσεις και πάνω στις συνθήκες τού άμεσου περιβάλλοντός του. Με την έννοια αυτή, η υγεία ταυτίζεται με τον βαθμό τής ελευθερίας που βιώνουμε  […] Πέρ’ από ένα επίπεδο έντασης, η υγειονομική περίθαλψη, όσο δίκαια κι αν κατανέμεται, θα ισοπεδώσει την υγεία σαν ελευθερία.22

 

Υγεία = ελευθερία, λοιπόν. Στο σπερματικό σύγγραμμά του για την ομοιοπαθητική, ο Βυθούλκας ορίζει με τον ίδιο τρόπο την υγεία: ελευθερία, τόσο με την αρνητική έννοια (ελευθερία από) όσο και με τη θετική έννοια του όρου (ελευθερία για)· ελευθερία από την οδύνη τής αρρώστιας που περιορίζει τις δυνατότητες κάποιου για έκφραση σε όλο και στενότερα πλαίσια ζωής, ελευθερία για εκδίπλωση των δημιουργικών του ικανοτήτων και ανάπτυξη ενός πλούτου σχέσεων στον μέγιστο εφικτό βαθμό. Η διατύπωση του ίδιου προτάγματος με όρους αυτονομίας από τον Ιβάν Ίλλιτς κάνει ακόμη πιο απερίφραστη την πολιτική του σημασία. Η ανάληψη ελέγχου πάνω στις συνθήκες τού περιβάλλοντός μας σημαίνει σε αυτό το συμφραζόμενο κάτι πολύ διαφορετικό από τον ψυχαναγκαστικό εξουσιασμό τής φύσης που έχει γίνει εμμονικό αξίωμα του πολιτισμού μας· σημαίνει την ανάπτυξη δύναμης των ανθρώπων ενάντια στην εξουσία των υποστασιοποιημένων αφαιρέσεων —κεφάλαιο, κράτος, τεχνική— που δυναστεύουν σαν δεύτερη, ψευδής «φύση» τον ιστορικό μας κόσμο.

 

Θα μπορούσε κάποιος να πάει ακόμη πιο μακριά. Ενόψει της τρομακτικής χειραγώγησης των εννοιών εκ μέρους τού κυρίαρχου θεσμικού λόγου, χειραγώγησης που πλήττει στην καρδιά το πιο βασικό ένστικτο προσανατολισμού των ανθρώπων στον κόσμο και οδηγεί τη ζωή να στρέφεται με τυφλότητα ενάντια στον εαυτό της, ακόμη και ο ίδιος ο όρος «υγεία», κατάφορτος με κανονιστικές και ψευδοαντικειμενικές συνδηλώσεις, οφείλει ενδεχομένως να εγκαταλειφθεί: πολύ πιο ακριβές θα ήταν να μιλάμε για χαρά, ικανότητα για απόλαυση και δημιουργία, που είναι η μόνη υποκειμενικά επιθυμητή κατάσταση (δηλαδή, αξία) για το αυτοπροσδιοριζόμενο ζωντανό.

 

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

  1. Τον όρο εισηγήθηκε πρώτος ο νοτιοαφρικανός στρατιωτικός, πολιτικός και φιλόσοφος Jan Christian Smuts (1870-1950) με το βιβλίο του Ολισμός και εξέλιξη (1926). Με αυτόν εννοούσε την τάση τής φύσης να δημιουργεί ολότητες μέσ’ από τη διατεταγμένη ομαδοποίηση δομών μονάδων, και τόνιζε ρητά πως υπονοεί μια μονιστική οντολογία. Ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς φυσικούς τού καιρού μας, ο David Bohm, στο βιβλίο του Wholeness and the Implicate Order (Routledge & Kegan Paul: Λονδίνο 1980) συνδέει την έννοια του ολιστικού με τη δομή τού ολογράμματος («το σύνολο βρίσκεται ανεπτυγμένο μέσα σε καθένα από τα τμήματά του»), και ο Fritjof Capra, στο διάσημο βιβλίο του Η κρίσιμη καμπή. Επιστήμη, κοινωνία και απαρχή ενός νέου πολιτισμού (ελλ. έκδ. Ωρόρα, Αθήνα 1984, μετ. Μάρτιος Βερέττας [1982]), χρησιμοποιεί την αντίθεση των δύο παραδειγμάτων, ολιστικού και ατομιστικού/αναλυτικού, για να περιγράψει δύο ανταγωνιζόμενες επιστημολογίες σε όλο το φάσμα τής σύγχρονης σκέψης (φυσική, βιολογία, οικονομία, ψυχολογία, ιατρική, κ.ο.κ.).

 

  1. Για μια ιστορία τής ομοιοπαθητικής, ανάμεσα στις πολλές που κυκλοφορούν σήμερα, βλ. Julian Winston, The Faces of Homeopathy. An Illustrated History of the First 200 Years (Great Auk Pub.: Τάουα, Νέα Ζηλανδία 1999)· και Eswara Das, History and Status of Homeopathy Around the World (B. Jain Publishers: Νέο Δελχί 2005). Ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι η μελέτη τού Harris L. Coulter, Divided Legacy. The Conflict Between Homeopathy and the American Medical Association (North Atlantic Books: Μπέρκλεϋ, Καλ. 1982), που αναπλάθει δια μακρών και με λεπτομερή τεκμηρίωση τον σκληρό ανταγωνισμό δύο ιατρικών μοντέλων στις ΗΠΑ, και την επικράτηση του δεύτερου λίγο πριν από τις αρχές τού εικοστού αιώνα χάρη στη συμμαχία με την αναπτυσσόμενη φαρμακοβιομηχανία και τις απαιτήσεις τής αγοράς. Το βιβλίο, σημειωθήτω, έχει θέση τρίτου τόμου σε μια ευρύτερη ιστορία τής θεραπευτικής μεθόδου από τον συγγραφέα· έχει προηγηθεί το δίτομο Harris L. Coulter, A History of the Schism in Medical Thought, τόμ. I. The Patterns Emerge: Hippocrates to Paracelsus, και τόμ. II. Progress and Regress: J.B. Van Helmont to Claude Bernard (Wehawken Book Co.: Ουάσινγκτον 1975/1977).

 

  1. Ο H.L. Coulter παρατηρεί εύστοχα: «Η Νέα Σχολή [της ομοιοπαθητικής] απορρίφθηκε όχι για ιατρικούς αλλά για τους πιο προφανείς οικονομικούς λόγους. Παράξενες θεωρίες είχαν συχνά καλωσοριστεί οπό το ιατρικό επάγγελμα, με πιο πρόσφατα παραδείγματα αυτές του Brown και του Broussais. Η ομοιοπαθητική όμως διέφερε από τις παραπάνω κατά το ότι ήταν ένα θεραπευτικά αποτελεσματικό σύστημα και ως εκ τούτου πολύ δημοφιλές στην κοινότητα. Αλλά ήταν μια ριζικά νέα προσέγγιση, η οποία αρνιόταν σχεδόν όλη τη θεραπευτική γνώση τού γιατρού. Είχε κερδίσει υπερβολικά μαζική εξωεπαγγελματική υποστήριξη για να κατασταλεί βίαια, αλλά ήταν πολύ μεγάλη δόση νέας πληροφορίας για να την καταπιεί κάποιος με μια μπουκιά. Γιατροί οι οποίοι είχαν κάνει τεράστια επένδυση στην ιατρική τους εκπαίδευσή και που την έβλεπαν σαν κεφάλαιο από το οποίο έπρεπε να ζήσουν, δεν ήταν αναμενόμενο να τα πετάξουν όλα στα σκουπίδια μόνο και μόνο λόγω ενός υποτιθέμενου οφέλους τού ασθενούς. Οι γιατροί έχουν ένα ορισμένο καθήκον απέναντι στους ασθενείς τους, πράγματι, αλλά κι ένα καθήκον απέναντι στους εαυτούς τους, και ένα ευρύ επαγγελματικό σώμα δεν περιμένει κανείς να συναινέσει στον παροπλισμό του. Η φυσική αντίδραση των γιατρών που δεν έγιναν ομοιοπαθητικοί ήταν να κόψουν κάθε επαγγελματική συνομιλία με τους εκπροσώπους τού νέου ρεύματος» (Divided Legacy, ό.π., σελ. 470).

 

  1. Βλ., μεταξύ άλλων, John Braithwaite, Corporate Crime in the Pharmaceutical Industry (Routledge & Kegan Paul: Λονδίνο 1984)· John Abraham, Science, Politics and the Pharmaceutical Industry (UCL Press: Λονδίνο 1995)·Marcia Angell, The Truth About Drug Companies: how they deceive us and what to do about it (Random House: Νέα Υόρκη 2004)· Ray Moynihan & Alan Cassels, Selling Sickness: how the world’s biggest pharmaceutical companies are turning us all into patients (Nation Books: Νέα Υόρκη 2005)· Jerome P. Kassirer, On the Take: how medicine’s complicity with big business can endanger your health (Oxford University Press: Οξφόρδη 2005)· Ben Goldacre, Bad Pharma: τα παιχνίδια που παίζει η φαρμακοβιομηχανία, μετ. Γιάννης Σιδέρης, επιμ. Σπύρος Καράμπαλης (Μεταίχμιο: Αθήνα 2014 [2012]).

 

  1. Βλ. ειδικότερα, Peter C. Gøtzsche, Φονικά φάρμακα και οργανωμένο έγκλημα. Πώς οι μεγάλες εταιρείες φαρμάκων έχουν διαβρώσει την υγεία, πρόλ. Richard Smith, Drummond Rennie, μετ. Σωτηρία Ευθυμίου, επιμ. Χρήστος Πανοτόπουλος (Levantes: Αθήνα 2015 [2013]), σελ. 259-60.

 

  1. Placebo (λατ. «θα ευχαριστήσω») έχει ονομαστεί το εικονικό φάρμακο, που χορηγείται στον ασθενή με την υπόσχεση ότι θα βελτιώσει την κατάστασή του χωρίς να του δίνεται η πληροφορία πως είναι στην πραγματικότητα αδρανές. Είναι ένα όρος αυστηρά τεχνικός που έχει έννοια μόνο στο πλαίσιο των ερευνητικών διπλών-τυφλών πειραμάτων (για τα οποία δημιουργήθηκε άλλωστε) και κάθε παρέκτασή του έξω από το πλαίσιό τους είναι αθέμιτη και παραπλανητική. Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση του ζητήματος, βλ. Daniel E. Moerman, Meaning, medicine and the “placebo effect” (Cambridge University Press: Καίμπριτζ 2002).

 

  1. Δεν έχω τον χώρο εδώ να παρουσιάσω λεπτομερώς πώς λαμβάνεται το ομοιοπαθητικό ιστορικό, πώς γίνεται η αξιολόγηση των συμπτωμάτων και η αντιστοίχιση με εικόνες φαρμάκων. Μια διεξοδική έκθεση του πρακτικού μέρους, όπως και μια τολμηρή ανασύσταση της ομοιοπαθητικής θεωρίας —την οποία προϋποθέτει η συζήτησή μου εδώ— θα βρει κάποιος στο βιβλίο του Γεωργίου Βυθούλκα, Η επιστήμη τής ομοιοπαθητικής, πρόλ. Bill Grey, μετ. Μίτσα Γεωργιοπούλου (Κέντρο Ομοιοπαθητικής Ιατρικής: Αθήνα 1990).

 

  1. Ένας έξοχος ανθρωπολογικός συγγραφέας με τις ρίζες στον σουρεαλισμό, ο Roger Caillois (1913-1978), στο παράξενο βιβλίο του για τις Πέτρες (1966) γράφει: «Τίποτα δεν είναι ξένο σε τίποτα· με την έννοια ότι οι νόμοι που κυβερνούν το ανθρώπινο πνεύμα δεν είναι θεμελιωδώς διαφορετικοί από τους νόμους που ορίζουν τη γραφική δομή των λίθων, κτλ. Οι νόμοι αυτοί είναι οι ίδιοι: απλώς, προσαρμόζονται διαφορετικά στην τάξη —ορυκτή, φυτική ή ζωική— στην οποίαν ανήκουν» [The Writing of Stones, εισαγ. Marguerite Yourcenar, μετ. Barbara Brey (University of Virginia Press: Σαρλότεσβιλ 1985)]. Όπως συχνά έλεγε, σκοπός του ήταν να ιχνηλατήσει το ορατό σύμπαν για να φέρει στο φως αντιστοιχίες, δίκτυα, σταυροδρόμια κι επαναλητικότητες που συνήθως συσκοτίζονται από τους μεμονωμένους τρόπους έρευνας. Πολλά χρόνια πριν γράψει για τις πέτρες, ο Caillois είχε επιχειρήσει να εδραιώσει «απαράδεκτες ομοιότητες» ανάμεσα στους ανθρώπους και στα έντομα. Όπως και ο Αντρέ Μπρετόν, και ο Σαλβαντόρ Ναταλί, ένιωθε μιαν ακατανίκητη έλξη για φυσικά αντικείμενα που έμοιαζαν με άλλα πράγματα, ιδίως όταν έδειχναν να παραβιάζουν έναν φαινομενικά αυστηρό ταξινομικό νόμο: τη φυτική όψη τού κοραλλιού, τις «μάσκες» των εντόμων, την ομοιότητα μιας ρίζας με ανθρώπινη φιγούρα, το πευκόδασος ενός φλωρεντινού τοπίου εγκιβωτισμένο στα νερά των πετρωμάτων, και άλλα παρόμοιες οπτικές αναλογίες που έχουν υπάρξει κεντρικές στη μυθική, τη φολκλορική και την ποιητική σκέψη. Ο Caillois αναφερόταν σε αυτή την οπτική-γνωστική παρόρμηση ως «ο δαίμονας της αναλογίας» (όρο τον οποίον δανείζεται από τον Στεφάν Μαλαρμέ).

 

  1. Rene Dubos, “The Evolution and Ecology of Microbial Diseases”, στο Rene Dubos [επιμ.], Bacterial and Mycotic Infections of Man (J.B. Lippincott: Φιλαδέλφεια & Μόντρεαλ 1958), σελ. 14, 26 passim.

 

  1. Wilhelm Reich, Η βιοπάθεια του καρκίνου, μετ. Κωστής Θοδωρήμπασης (Άκμων: Αθήνα 1977 [1947]), σελ. 88-89 (ελαφρώς τροποποιημένη μετάφραση).

 

  1. Για τις εντυπωσιακές συνειδητοποιήσεις που οδήγησαν σε αυτή την εξέλιξη (αλλά και απέρρευσαν απ’ αυτήν), από έναν μεγάλου κύρους εκπρόσωπο της κλινικής ιατρικής, βλ. Jean Hamburger, Δύναμη και αδυναμία. Οι μεταμορφώσεις τής ιατρικής και του ανθρώπου, επίμετρο: J. Hamburger/J. Monod, μετ. Γεώργιος Κ. Χατζόπουλος, επιμ. Γεώργιος Λογαράς (Ράππα: Αθήνα 1974 [1972]), σελ. 24-42.

 

  1. Βυθούλκας, ό.π., σελ. 6-7 passim (ελαφρώς τροποποιημένη μετάφραση).

 

  1. Mirko D. Grmek, Οι ασθένειες στην αυγή τού δυτικού πολιτισμού, μετ. Αφ. Νικολαΐδου. Ελ. Ταμβάκη, Γ. Βερέμης και Σπ. Ποταμιάνος (Χατζηνικολή: Αθήνα 1989 [1983]), σελ. 279-280 (υπογράμμιση δική μου).

 

  1. Βυθούλκας, ό.π., σελ. 245, 246 passim (ελαφρώς τροποποιημένη μετάφραση).

 

  1. Ελλ. έκδ. Καστανιώτη (Αθήνα 1983), εισαγ.-μετ.-σχόλια: Φ.Π. Ρώσσης.

 

  1. Μια έστω αδρή γνώση τής σινικής φιλοσοφίας είναι ίσως απαραίτητη για την κατανόηση της κινέζικης ιατρικής. Οι καλύτερες διαθέσιμες στον έλληνα αναγνώστη επισκοπήσεις είναι του Marcel Granet, Η κινέζικη σκέψη, μετ. Πωλίνα Λάμψα (Γνώση: Αθήνα 1992)· και του Δημήτρη Βελισσαρόπουλου, Ιστορία τής κινεζικής φιλοσοφίας, 2 τόμοι (Δωδώνη: Γιάννινα 1981).

 

  1. Για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πραγμάτευση του θέματος, σε μια προοπτική σύγκρισης που είναι αληθινό μάθημα για κάθε ανθρωπολόγο, βλ. Kuriyama Shigehisha, Η εκφραστικότητα του σώματος. Εκδοχές ανατομίας και ο κόσμος των ιδεών στην ελληνική και την κινέζικη ιατρική, μετ.-πρόλ. Βασίλης Πασχάλης (Εστία: Αθήνα 2004).

 

  1. Μιλτιάδης Καράβης, Ο δρόμος τού βελονισμού (ΙΤΜΕ: Αθήνα 2006), σελ. 35.

 

  1. Υπάρχει μια διογκούμενη βιβλιογραφία για τον βελονισμό στα ελληνικά, πρωτότυπη και μεταφρασμένη, στην οποία μπορεί κάποιος ν’ ανατρέξει για περισσότερες πληροφορίες. Βλ. Χρήστος Οικονομόπουλος, Ο βελονισμός σήμερα (Σ. Κωνσταντινόπουλος: Αθήνα 1978)· Γιάγκος Καράβης, πρόλ. A. Skokljev, Βελονισμός (Β.Λ. Γεωργιάδης: Αθήνα 1985)· Bac Phong Tran, Εισαγωγή στην παραδοσιακή βιετναμέζικη τρηματοθεραπεία (βελονισμός), μετ. Πάρις Μπουρλάκης (Καλέντης: Αθήνα 1989)·Δημήτρης Βασιλάκος, Βελονισμός – μια μέθοδος θεραπείας (Κώδικας: Θεσσαλονίκη 1998)· Λουπασάκη Αλέξανδρος, Βελονισμός: σύγχρονες και παραδοσιακές απόψεις (Εκδόσεις Επιστημονικού Κέντρου Βελονισμού: Αθήνα χ.χ.).

 

  1. Μιλτιάδης Καράβης, ό.π., σελ. 120, 126, 128-9, 135, 131 passim.

 

21 Ένα παράδειγμα του εύρους που μπορεί ν’ αποκτήσει η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, πέρ’ από την ήδη πολυσυζητημένη περίπτωση των «ψυχοσωματικών», δίνει η έξοχη εργασία τής Elisabeth Kübler-Ross με ασθενείς τερματικού σταδίου, στη συντριπτική πλειονότητα καρκινοπαθείς. Βλ. Elisabeth Kübler-Ross, Πλησιάζοντας τον θάνατο, μετ. Βαγγέλης Προβιάς (Ίκαρος: Αθήνα 2019 [1969]). Μεγάλο ενδιαφέρον έχει επίσης το πρωτοποριακό έργο τής ίδιας στην εξερεύνηση επιθανάτιων εμπειριών («near death experiences»), ενός εν πολλοίς αχαρτογράφητου βιωματικού χώρου. Βλ. σχετικά, Elisabeth Kübler-Ross, Για τη ζωή μετά τον θάνατο, μετ. Αθηνά Ντούργα (Δίοδος: Αθήνα 1999 [1991]).

 

22. Ivan Illich, Ιατρική νέμεση. Η απαλλοτρίωση της υγείας, μετ. Βασίλης Τομανάς (Νησίδες: Σκόπελος  2010 [1975]), σελ. 306, 311 passim