«Υπό αυτές τις συνθήκες, οι συζητήσεις με την Ελλάδα και τις επίσημες αρχές έχουν τεθεί σε παύση για προβληματισμό σχετικά με τα οφέλη μιας εθελοντικής προσέγγισης», αναφέρει στην ανακοίνωσή του το IIF.
«Δυστυχώς, παρά τις προσπάθειες της ελληνικής ηγεσίας, η πρόταση που προώθησε η Επιτροπή των Ιδιωτών Πιστωτών που περιλαμβάνει μία άνευ προηγουμένου απομείωση της ονομαστικής αξίας κατά 50% των κρατικών ομολόγων της Ελλάδας που κατέχουν ιδιώτες επενδυτές και πάνω από 100 δισ. ευρώ σε ελάφρυνση του χρέους, δεν είχε ως αποτέλεσμα την εποικοδομητική ανταπόκριση όλων των πλευρών, ώστε να διατηρηθεί ο εθελοντικός χαρακτήρας στην ανταλλαγή των ελληνικών ομολόγων, με βάση τη συμφωνία της 26-27ης Οκτωβρίου (ΕΕ)» προστίθεται στην ανακοίνωση.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κύρια εμπλοκή σημειώθηκε στο επιτόκιο με το οποίο θα υλοποιηθεί η συμφωνία. Η πλευρά του ΙΙF επέμενε σε ένα μεσοσταθμικό πάνω από 5%, την ώρα που από ελληνικής πλευρά δεν ήταν διατεθειμένη να “πάει” πάνω από το 4%, ενώ από το Βερολίνο φέρεται να διατυπώθηκε πρόταση για ακόμα χαμηλότερα (3%).
Πηγές του υπουργείου Οικονομικών αναφέρουν ότι οι διαπραγματεύσεις θα επαναληφθούν σε λίγες ημέρες, ενδεχομένως την προσεχή Τετάρτη, και ότι οι διαβουλεύσεις διεξάγονται σε κλίμα «εμπιστοσύνης και συναντίληψης» με τους εκπροσώπους του IIF αλλά και με τους θεσμικούς εταίρους της Ελλάδας, την Ε.Ε. και το Δ.Ν.Τ.
Μιλώντας στο Reuters, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παντελής Καψής ξεκαθάρισε ότι η Ελλάδα δεν έχει αποφασίσει ακόμα για το αν θα καταθέσει νομοθετική διάταξη, με την οποία θα υποχρεώνει τους δανειστές της να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων (PSI). Πρόσθεσε πάντως ότι, αν ληφθεί μία τέτοια απόφαση, δεν θα γίνει μέσα στις επόμενες ημέρες.
Το μεσημέρι η Κομισιόν τόνισε πως η απόφαση που θα ληφθεί για την ανταλλαγή των ελληνικών ομολόγων θα πρέπει να είναι εναρμονισμένη με τις αποφάσεις που ελήφθησαν στη Σύνοδο Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου.
Το πρόγραμμα ανταλλαγής ελληνικών ομολόγων, όπως συμφωνήθηκε στη Σύνοδο Κορυφής, στοχεύει στην περικοπή του συνολικού χρέους της χώρας κατά περίπου 100 δισ. ευρώ και την αποκλιμάκωσή του στο 120% του ΑΕΠ έως το 2020 από 160% περίπου σήμερα, ώστε αυτό να καταστεί βιώσιμο.