Σε συνέντευξη που παραχώρησε στους Financial Times, ο απερχόμενος πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, αναφέρθηκε στο πώς ξέσπασε η κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, αλλά και τα γεγονότα του 2015, επισημαίνοντας ότι  και στις δύο περιπτώσεις η ΕΚΤ πέτυχε να διατηρήσει την ενότητα του ευρώ, χωρίς να παραβεί τους κανόνες της Συνθήκης.  Στάθηκε στα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα, επισημαίνοντας ότι κατάφεραν να χρηματοδοτούν τον ιδιωτικό τομέα, κόβοντας την όποια χρηματοδότηση στο κράτος.

«Δεχθήκαμε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κριτικές εδώ. Η μία έλεγε ότι θα πρέπει να κόψουμε από την Ελλάδα κάθε γραμμή χρηματοδότησης άμεσα, κάτι που θα οδηγούσε σε πλήρη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και πιθανότατα έξοδο από το ευρώ. Και η άλλη έλεγε ότι θα έπρεπε να προσφέρουμε απεριόριστη και χωρίς προϋποθέσεις ρευστότητα στην ελληνική κυβέρνηση και την ελληνική οικονομία, ανεξάρτητα από το τι συνέβαινε.

Η στήριξη στην Ελλάδα ήταν ουσιαστική. το απόγειό του ο δανεισμός της ΕΚΤ και της ΤτΕ προς τις ελληνικές τράπεζες έφτασε τα 127 δισεκατομμύρια ευρώ ή το 71% του ΑΕΠ της χώρας. Το κάναμε αυτό ενώ υπήρχαν φωνές που έλεγαν να κόψουμε άμεσα όλες τις πιστωτικές γραμμές».

Συνεχίσαμε να χρηματοδοτούμε τον ιδιωτικό τομέα με δικλείδες ασφαλείας, ώστε να διασφαλίσουμε ότι δεν υπάρξει περαιτέρω χρηματοδότηση στο κράτος. Δεν υπήρξε νομισματική χρηματοδότηση, όλα έγιναν με τον σωστό τρόπο, καθώς καταφέραμε να κρατήσουμε το ευρώ άθικτο και να αποφύγουμε την παράβαση της Συνθήκης».

Η δουλειά μας ήταν να εξετάσουμε τη μετάδοση της κρίσης. Αλλά πρέπει να είμαι ξεκάθαρος, όσον αφορά στο ευρώ, δεν υπήρχε Plan B. Διαφορετικά δεν έχει νόημα. Ποια σταθερότητα τιμών ή ποιο νόμισμα πρέπει να στηρίξουμε; Το δολάριο. Όχι. Τη στερλίνα; Όχι. Είναι το ευρώ. Για αυτό δεν υπάρχει Plan B».

Απαντώντας σε όσους τονίζουν  πως η Ελλάδα πλήρωσε υπερβολικό τίμημα για να μείνει στο ευρώ, ο Ντράγκι ισχυρίστηκε  πως η χώρα βίωσε μία φούσκα χρέους και μία τρομερή κρίση, την οποία ξεπέρασε «χάρη στις προσπάθειες των Ελλήνων πολιτών, αλλά και με τη βοήθεια και την αλληλεγγύη της Ευρωζώνης», καθώς «είναι εξαιρετικά δύσκολο για μία μεμονωμένη χώρα, που χρεοκοπεί να επιστρέψει στην κανονικότητα».