Τι γίνεται, όμως, όταν η παραμονή στο σπίτι είναι για κάποιες γυναίκες εφιάλτης;
Όταν η δουλειά ήταν η μόνη ευκαιρία ελευθερίας; Όταν ο σύντροφος ή ο σύζυγος είναι μια καθημερινή απειλή για τη σωματική ακεραιότητα και την ίδια τη ζωή;
Η εφαρμογή των μέτρων, παρότι έχει καταφέρει να περιορίσει τη διασπορά του κορονοϊού, έχει δυσκολέψει τη ζωή όλων εκείνων των γυναικών που είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας με θύτη είτε το σύζυγο είτα το σύντροφό τους.
Οι γυναίκες, είναι αυτή την περίοδο απομονωμένες ακόμη περισσότερο, γιατί τα θύματα αυτού του είδους βίας είναι συνήθως ήδη αρκετά απομονωμένα, από κάθε έκφραση κοινωνικότητας και κοινωνικής, αλλά και εργασιακής ζωής καθώς και κοινωνικής στήριξης. Έτσι, εντείνεται έτι περαιτέρω η εξουσία των δραστών με αποτέλεσμα την απόκτηση μεγαλύτερου ελέγχου στη ζωή των γυναικών και συνακόλουθα την επιδείνωση της σφοδρότητας της βίας.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, ο κατ’ οίκον περιορισμός και η συνακόλουθη αίσθηση μοναξιάς μπορεί να προκαλέσει εντονότερο άγχος, κατάθλιψη και χρόνιο στρες. Επίσης, καθώς καλούμαστε να περάσουμε όλο το χρόνο μας στο σπίτι, περιορίζεται η δυνατότητα ανάπτυξης της ιδιωτικότητας, γεγονός που αυξάνει τις συγκρούσεις μεταξύ των μελών ορισμένων οικογενειών και ζευγαριών.
Γι’ αυτό βλέπουμε τη μάστιγα των τελευταίων δεκαετιών, αυτή της ενδοοικογενειακής βίας, να εντείνεται τον καιρό του κοινωνικού αποκλεισμού και του κορονοϊού, οδηγώντας σε μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων τόσο στη χώρα μας όσο και σε παγκόσμια κλίμακα.
Πιο πρόσφατο παράδειγμα η 27χρονη Lorena Quaranta, γιατρός στη γειτονική μας Ιταλία, που γλίτωσε από την πανδημία, παρότι βρισκόταν στην πρώτη γραμμή αντιμετώπισης μαζί με τους συναδέλφους της, για να βρει φρικτό θάνατο από τα χέρια του συντρόφου της γιατί ήταν σίγουρος ότι του είχε μεταδώσει τον ιό, όπως ο ίδιος ομολόγησε, παραβλέποντας ότι καθώς κι εκείνος εργαζόταν ως νοσηλευτής στο ίδιο μάλιστα νοσοκομείο με την αδικοχαμένη Lorena. Αν πράγματι, δηλαδή, νοσήσει είναι πιθανό να κόλλησε τον ιό λόγω ακριβώς της εργασίας του κι όχι μέσω της συντρόφου του.
Αν δούμε προσεκτικά τα στοιχεία, σε όλες τις περιπτώσεις και περιόδους μακριά από τις καθημερινές υποχρεώσεις, για παράδειγμα γιορτές, αργίες και διακοπές, όταν και οι οικογένεια περνά χρόνο στο σπίτι, τα κρούσματα ενδοοικογενειακής βίας με θύματα παιδιά και γυναίκες αυξάνονται. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα που ζούμε κάτω από συνθήκες απαγόρευσης κυκλοφορίας.
Δυστυχώς, το μέτρο πρόληψης εξάπλωσης της πανδημίας, ο περιορισμός της κυκλοφορίας σε συνδυασμό με την αναστολή λειτουργίας επιχειρήσεων, καταστημάτων και σχολείων έχει γίνει εργαλείο στα χέρια των θυτών, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τα απαραίτητα εφαρμοζόμενα μέτρα προς όφελός τους και τα χρησιμοποιούν για να εξαπλώσουν ένα πέπλο φόβου και απειλών εντός της οικίας που εξ ορισμού θα πρέπει να αποτελεί καταφύγιο για όλους μας, ειδικά υπό το πρίσμα των σημερινών εκτάκτων συνθηκών.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, λοιπόν, να νιώσει κάθε θύμα ενδοοικογενειακής βίας πως ακόμη και τώρα δεν είναι μόνο, καμία γυναίκα, κανένα παιδί δεν είναι αβοήθητοι. Είναι εξίσου σημαντικό να ληφθούν νέες πρωτοβουλίες και να ενταθούν όσες αναπτύσσονται ήδη ώστε να ενημερωθούν τα θύματα πως δεν πρέπει να παραμένουν στον ίδιο χώρο με τον κακοποιητή τους, πως η γραμμή καταγγελιών 15900 παραμένει ενεργή και πως μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν. Θα ήταν ίσως βοηθητικό να παρέχονταν η δυνατότητα να ζητήσουν βοήθεια και με sms σε περίπτωση που δεν μπορούν να μιλήσουν στο τηλέφωνο ή να κάνουν χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή για να στείλουν email στο [email protected].
Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο να ενταθούν οι προσπάθειες και να ληφθούν μέτρα παροχής υπηρεσιών ψυχολογικής στήριξης, αλλά και επιτήρησης στις περιπτώσεις ήδη καταγεγραμμένων κακοποιητικών συμπεριφορών από ψυχολόγους, οικογενειακούς συμβούλους και κοινωνικούς λειτουργούς, ώστε να διασφαλίζεται η διατήρηση της μέγιστου βαθμού ισορροπίας και να παρέχεται φροντίδα και υποστήριξη σε γυναίκες, κορίτσια και παιδιά. Στόχος όλων μας οφείλει να είναι η επιστροφή στην κανονικότητα μετά την άρση των περιορισμών, έχοντας όχι μόνο τη σωματική, αλλά και την ψυχική μας υγεία.
Η Φωτεινή Μπακαδήμα είναι βουλευτής Β Πειραιά και Γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΜέΡΑ25