Γράφει η Αργυρώ Μουστάκα-Βρεττού *

Είμαστε από τους τυχερούς που απλά τους κάηκε συθέμελα το σπίτι. Βρεθήκαμε ξαφνικά σε ένα βίαιο πένθος, μη μπορώντας να πιστέψουμε το μέγεθος της τραγωδίας. Δε μπορούσες να ξεσπάσεις μπροστά στα παιδιά. Έπρεπε να είσαι δυνατός να πας στις υπηρεσίες, να περιμένεις έξω από το καμένο σπίτι σου τους εμπειρογνώμονες, να είσαι χαμογελαστός για τα παιδιά, να συνεχίσεις να πηγαίνεις στη δουλειά σου.

Είμαστε από τους τυχερούς που μας βοήθησαν ανεκτίμητα πολύ οι φίλοι μας. Αρχές Οκτώβρη ήμασταν ήδη στο νέο μας σπίτι. Ένα παλιό ισόγειο που βάφτηκε με όλα τα χρώματα της παλέτας για να δίνει χαρά.

Κάθε μέρα ένιωθα ευγνώμων που ζούμε και τύψεις απέναντι σε όσους έχασαν ανθρώπους τους. Σταμάτησα να περνάω από το Μάτι και για να πάω Αθήνα διέσχιζα το βουνό. Σταμάτησα να διαβάζω για την πυρκαγιά, σταμάτησα και να το συζητάω. Έμπαινα στο google map και χάζευα το Μάτι όπως ήταν πριν την καταστροφή. Το σπίτι μας, τη γειτονιά μας. Πήγαινα με το mouse λίγο πιο κάτω, στην παραλία. Εκεί που ελπίζω ακόμα να συναντιέται η παρέα της μαμάς μου κάθε πρωί για να κάνει βουτιά και να πούνε τα νέα τους. Εκεί που ελπίζω ότι ακόμα μαζεύονται τα πιτσιρίκια το απόγευμα και κάνουν beach party.

Και τότε συνέβη: Κάθε μέρα νόμιζα ότι θα πεθάνω. Εγώ ή κάποιος από εμάς. Πλέον όλα ήταν πιθανά. Το πιο τρομακτικό είχε ήδη συμβεί. Είχαν καεί 102 άνθρωποι. Μανάδες και παιδιά. Αβοήθητοι ηλικιωμένοι. Εγκλωβισμένες οικογένειες.

Πέρασα τα στάδια της άρνησης και του θυμού πολύ δύσκολα και με πρωτοφανή για εμένα εσωστρέφεια. Και χωρίς στάδιο διαπραγμάτευσης, είμαι σε αυτό της κατάθλιψης εδώ και μήνες.

Συνέβη το οξύμωρο: αντί να δοξάζω την τύχη μου που ζω και να φροντίζω κάθε μέρα μου να μετράει, περνούσα κάθε μέρα με το φόβο ότι είναι η τελευταία της ζωής όπως την ξέρω.

Πριν μία βδομάδα κι ενώ κολυμπούσαμε στη θάλασσα, ο ουρανός συννέφιασε απότομα. Άρχισε να βρέχει πολύ και σε λίγα λεπτά έριχνε χαλάζι. Χαλάζι, Ιούλιο μήνα. Σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ζωής μου, μπορεί και να το απολάμβανα. Είχα τρομοκρατηθεί.

Πριν λίγες ημέρες έγινε και ο σεισμός. Δεν αντέδρασα υπερβολικά. Δε βγήκα καν έξω από το σπίτι. Αγκάλιασα τα παιδιά φωνάζοντας «σεισμός!» λες κι έτσι θα έκανα τον Εγκέλαδο να σωπάσει. Μέσα μου όμως και για τις υπόλοιπες ώρες σκεφτόμουν ότι μας περικυκλώνει πάλι. Ο θάνατος.

Τέτοια ώρα θα καθόμασταν στη βεράντα. Θα είχαμε ανάψει ένα φιδάκι κι ένα ρεσώ. Ένα γλυκό αεράκι θα ανακατευόταν με τα πεύκα. Θα τρώγαμε καρπούζι και θα γελούσαμε.  Ιδέα δεν είχαμε ότι μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο δε θα υπήρχε τίποτα από όλα αυτά γύρω μας. Πώς χάνεται η ζωή σε δευτερόλεπτα. Πώς ξεριζώνεται η ζωή κι ό,τι την περιβάλλει. Τόσο βάναυσα. Τόσο απόλυτα για πάντα. Χωρίς undo. Χωρίς να μπορείς να κάνεις τίποτα απολύτως. Χωρίς να μπορείς ακόμα και να το αποδεχτείς.

Εκείνο το μωρό δεν πρόλαβε να σβήσει κεράκι γενεθλίων. Δεν πρόλαβε να πει μαμά. Να περπατήσει, να τρέξει, να χορέψει. Εκείνη η μαμά δεν το καμάρωσε όπως ονειρευόταν. Ο παππούς και η γιαγιά πόσο αβοήθητοι να ένιωσαν όταν οι φλόγες τύλιξαν την αυλή; Κι αυτά τα κορίτσια, τα αγκαλιασμένα ως το τέλος κορίτσια, γιατί, γιατί να μην ζουν, γιατί να μη χαίρονται το καλοκαίρι; Γιατί να μη μεγαλώσουν, να ταξιδέψουν, να αγαπήσουν, να ζήσουν. Πόσο ήθελες να ζήσεις, εσύ που πήδηξες από τον βράχο για να μη παραδοθείς στις φλόγες.

Πώς μετριέται η ζωή; Θα είναι η ζωή μέχρι το καλοκαίρι του 2018 και η ζωή μετά.

Ο χρόνος δε γυρίζει πίσω. Τρέχει, τρέχει ασταμάτητα εμπρός.

Πέρασαν είκοσι χρόνια από τον σεισμό του ’99. Κι εγώ θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια, σαν να συνέβη χθες. Και πέρασαν είκοσι χρόνια που δε σώζονται πια σε κανένα φιλμ, σε κανένα αρχείο, πουθενά. Υπάρχουν πια μόνο στο μυαλό μου.

Ζούμε. Κι αφού ζούμε, οφείλουμε να ζούμε δυο φορές. Να ζούμε και για τις 102 ψυχές που χάθηκαν στο Μάτι, για τις 145 που χάθηκαν στον σεισμό της Πάρνηθας, να ζούμε για τη Μάνδρα, για τη Χαλκιδική, για το Ηράκλειο. Να ζούμε για όσους χάνονται άδικα. Είτε από φυσική καταστροφή , είτε από χέρι δολοφόνου. Να ζούμε για όσους δεν πρόλαβαν και η ζωή μας να αξίζει και για αυτούς.

Έναν χρόνο μετά, με τις πληγές ακόμα ανοιχτές, οφείλουμε να θυμόμαστε. Να μην αφήσουμε αυτές τις ψυχές να ξεχαστούν. Να ‘ζουν’ μέσα στον χρόνο. Να δικαιωθούν από τη δικαιοσύνη. Να δικαιωθούν από το κράτος που θα βάλει προτεραιότητα την πρόληψη της καταστροφής, όχι την ανοργανωσιά και τις περικοπές από όσα σώζουν ζωές. Να δικαιωθεί κι από εμάς που θα έχουμε συνείδηση και αγάπη για το περιβάλλον.

Κι αφού η ζωή μετριέται στο μαζί, τότε μια γροθιά να γίνουμε όλοι. Η Νέα Μάκρη έναν χρόνο μετά την πυρκαγιά είναι γεμάτη με τεράστιες σακούλες, σακούλες σκουπιδιών γεμάτες με κλαδιά και με ξερόχορτα. Ο αέρας να είναι δυνατός, το ημερολόγιο να είναι 23 Ιουλίου, να ξαναζείς εκείνη τη μέρα από την αρχή, και σε κάθε γωνιά να βλέπεις μία πιθανή εστία φωτιάς κάτω από τα πελώρια πεύκα.

Μεσίστιες οι σημαίες λόγω πένθους, μαύρες οι σακούλες σε κάθε σπιθαμή.

Κι αφού η ζωή μετριέται στο μαζί, όλοι μαζί να παλέψουμε. Για όλα.

Τρεις βράχοι, τρία καμμένα πεύκα∙ η μνήμη

γυρίζει επίμονη, όπως γυρίζει ο αγέρας σ’ ερειπωμένα μονοπάτια.

Εδώ σαν ήρθε ο Θέρος, γλώσσες φωτιάς κατέφθασαν

μεγάλες πύρινες από τον ουρανό∙ μεσούντος του Ιουλίου.

Κι οι άνθρωποι εκείνοι κολυμπούσαν ξέγνοιαστοι στη θάλασσα.

Οι άλλοι είχαν δει τα προμηνύματα

καθώς «θλίβει ο καπνός το διάστημα γαλάζιον των αέρων».

Κι ο γέροντας εκείνος κράτησε στην απαλάμη

λίγο χώμα πριν περάσει από πάνω του η φωτιά.

Κι η νεαρή μητέρα αγκάλιασε τα παιδιά της,

παίρνοντας μιαν όψη Θλιμμένης Παναγίας.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για τους πυροσβέστες

για τους ψαράδες που έσπευσαν με τα καΐκια

κι όμως τη στάχτη βρήκαμε τη στάχτη

κι έναν Ευβοϊκό ν’ ανθίζει πτώματα σπαρμένος.

Αξεδίψαστη η Γης και η μαύρη ράχη

και τα σκυλιά μας να περιμένουν το γυρισμό στα έρημα σπίτια.

Καμένα τ’ ασφοδίλια, οι μενεξέδες και οι υάκινθοι

μας έμειναν οι αγάπανθοι κι οι ασπάλαθοι

τα κρίνα της άμμου κι οι θαλάσσιες ανεμώνες.

Οι φίλοι μας δεν ξέρουν πώς να πεθάνουν τόσοι πνιγμένοι

τόσος πόνος, τόση ζωή στην άβυσσο κι εμείς

ξεχάσαμε και πώς να γίνουμε σπόρος

βουλιάξαμε κάτω από τις μεγάλες πέτρες

Ποίημα της Σοφίας Κολοτούρου.

…Γιατί δε γίνεται να ξεχάσουμε.

Υ.Γ Ο φίλος μου ο Άγγελος Κοντοθάνος δημοσίευσε κι αυτό:

Στη μνήμη των δίδυμων κοριτσιών, έχοντας και τη σύμφωνη γνώμη των γονέων τους, ο Πολιτιστικός Σύλλογος των Απανταχού Μαυρολιθαριτών Φωκίδας διοργανώνει πανελλήνιο έρανο ώστε να κατασκευαστεί ένα ψυχαγωγικό πάρκο εντός του χωριού, «το πάρκο της Σοφίας και της Βασιλικής». Τι υπέροχη σκέψη. Κι έτσι, κάθε παιδί τώρα και στις επόμενες γενιές, θα τις μνημονεύει σε κάθε λαχτάρα για παιχνίδι! Κι έτσι, με κάποιο τρόπο, η Σοφία και η Βασιλική θα ζουν για πάντα.

Δικαιούχος : Πολιτιστικός Σύλλογος των Απανταχού Μαυρολιθαριτών

Τράπεζα Eurobank

Swift : ERBKGRAAXXX

IBAN : GR2402600340000730200997561

 

*Η Αργυρώ Μουστάκα-Βρεττού είναι μέλος της συντακτικής ομάδας της Ανασκόπησης