Κείμενο, Φωτογραφίες: Γιάννης Φιλίππου*
 
Η μετάβαση από τις βολιβιανές ακτές της λίμνης Τιτικάκα στο Περού δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα λέγαμε ομαλή. Άφησα πίσω μου ένα ψαροχώρι και μετά από 11 ώρες ταξιδιού πατούσα το πόδι μου στην πιο ιστορική και κοσμοπολίτισσα πόλη των Άνδεων (και ιστορική καφετέρια στα Εξάρχεια), το Κούσκο.

Ως πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Ίνκας -του πιο ανεπτυγμένου νοτιοαμερικανικού πολιτισμού- ήταν το πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο μιας τεράστιας έκτασης, περίπου 20 φορές το μέγεθος της Ελλάδας. Όλα αυτά μέχρι το 1532 και τον ερχομό των Ισπανών κατακτητών, όταν και βίωσε συστηματική λεηλασία στο όνομα του εξευρωπαϊσμού και του «εκπολιτισμού των βάρβαρων ινδιάνων», μαζί βέβαια και με το «στοργικό χάδι» του βίαιου εκχριστιανισμού τους.
 
Η περουβιανή γη, βλέπετε, έχει την «τύχη» να είναι γεμάτη χρυσό και άλλα πολύτιμα μέταλλα και πετρώματα. Στις μέρες μας μπορεί το Περού να μην είναι πια αποικία, αλλά τα ορυχεία ανήκουν ως επί το πλείστον σε αμερικανικές εταιρίες.


 
Η ιστορία αυτής της πόλης είναι γραμμένη στους τοίχους της και τα ρούχα των γυναικών. Για να τη διαβάσεις αρκεί μια βόλτα στα αρχαία στενά σοκάκια του κέντρου. Σε αυτά κυριαρχούν αιωνόβια κτίσματα που οι τοίχοι του πρώτου ορόφου ξεχωρίζουν για την τεχνοτροπία των Ίνκας με τις σμιλεμένες πέτρες, τοποθετημένες τέλεια σαν άναρχα αρμονικό παζλ και από πάνω τους, αποικιακή αρχιτεκτονική με χαρακτηριστικούς ανδαλουσιανούς λευκούς τοίχους και ξυλόγλυπτα μπαλκόνια. Τραγική ειρωνεία αποτελεί το ότι στους σεισμούς που συνέβησαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα στην περιοχή, οι κατασκευές των κατακτητών γκρεμίζονταν, ενώ οι τοίχοι των Ίνκας στέκουν άθικτοι εδώ και αιώνες. Κάπως έτσι αντέχουν και οι εκατοντάδες κουλτούρες ιθαγενών που είναι ακόμα, λίγο ως πολύ, ζωντανές. Όσο για την παραδοσιακή εμφάνιση των γυναικών στις Άνδεις, μακριές κοτσίδες, καπέλο και μακριές ποδιές είναι η μόδα της Ανδαλουσίας του 17ου αιώνα που επέβαλαν οι κατακτητές στον ντόπιο πληθυσμό για να σβήσουν την κουλτούρα των Ίνκας.
 
Στόχος μου στο Περού ήταν να έρθω σε επαφή με αυτές τις κουλτούρες όχι μόνο στις Άνδεις, αλλά και στα τροπικά δάση.
 
Μία σημαντική παρένθεση εδώ: Στη Λατινική Αμερική είναι πολύ έντονη η παράδοση των ταξιδιωτών με μπάκπακ, ή μοτσιλέρος όπως λέγονται εδώ. Από 20 έως 40 χρόνων οι περισσότεροι, άντρες και γυναίκες, ταξιδεύουν σε μικρές ομάδες ή και μόνοι, με λίγα χρήματα στην τσέπη, ενώ οι περισσότεροι μοτσιλέρος κατάγονται από την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Αργεντινή. Πόλεις και χωριά, λοιπόν, διαθέτουν αμέτρητα φθηνά χόστελ όπου οι μοτσιλέρος συναντιούνται και ανταλλάσσουν  πληροφορίες για ενδιαφέροντες προορισμούς και ιδέες για τις πιο οικονομικές επιλογές φαγητού και μετακίνησης. Αυτό είναι σημαντικότατο κομμάτι του ταξιδιού, καθώς οι περισσότεροι, μαζί τους και εγώ, ταξιδεύουν αυτοσχεδιάζοντας το πλάνο τους στην πορεία, με βάση αυτές τις γνωριμίες και πληροφορίες. Με αυτά τα δεδομένα λοιπόν, το Κούσκο θεωρείται η μητρόπολη των μοτσιλέρος και αναπόσπαστο μέρος του ταξιδιού στην ήπειρο. Όλοι όσοι γνώρισα μου είχαν αναφέρει πως η πόλη έχει μια πολύ σπάνια ενέργεια που σαγηνεύει τον ταξιδιώτη και πράγματι, αυτό ακριβώς αισθανόμουν καθισμένος στα παγκάκια της Πλάσα ντε Άρμας, της κεντρικής πλατείας.
 
Το κέντρο της πόλης προσελκύει χιλιάδες τουρίστες που συρρέουν εδώ για να φτάσουν στο Μάτσου Πίκτσου (ή Μάτσου Πίτσου), τη «χαμένη πόλη» των Ίνκας και ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου.  Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το δει κάνεις από κοντά, ανάλογα με την τσέπη και τη διάθεση για περιπέτεια του καθενός.


 
Επέλεξα να φτάσω στο μνημείο μέσα από το Μονοπάτι των Ίνκας, ένα αρχαίο δίκτυο δρόμων που συνέδεε τα διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας με το Κούσκο. Η ανάβαση που διαρκεί τέσσερις μέρες, αποτελεί μοναδική εμπειρία καθώς το φιδίσιο μονοπάτι διασχίζει κάθετα τις Άνδεις, περνώντας από υψίπεδα, ποτάμια, μικρά χωριά και αρχαίους οικισμούς για να βουτήξει στο τέλος στα πυκνά, λοφώδη δάση που περικυκλώνουν τη χαμένη πόλη.
Τα κτίσματα των Ίνκας στέκουν ακόμα εδώ, στρατηγικά κτισμένα σε κορυφές λόφων με πανοραμική θέα και τρεχούμενα νερά.
 
Την τελευταία ήμερα, ξυπνήσαμε πριν χαράξει για να φτάσουμε νωρίς στο μνημείο και όταν μετά από λίγες ώρες πορείας φτάσαμε στην πρώτη κορυφή από όπου φαίνεται, τα πάντα ήταν καλυμμένα από πηχτή ομίχλη. Η απογοήτευση κράτησε ελάχιστα καθώς σύντομα το τοπίο καθάρισε και μείναμε εμβρόντητοι απο τη θέα, πριν το τοπίο να ξαναχαθεί στην ομίχλη.
 
Η πόλη του Μάτσου Πίκτσου σχεδόν ανέπαφη, στεφανωμένη από καταπράσινες κορυφές και περικυκλωμένη από το ποτάμι Ουρουμπάμπα, παρέμεινε κρυφή από τους Ισπανούς μέχρι και την ερήμωση της. Το θέαμα προκαλεί δέος ενώ η λύτρωση που έρχεται μετά από τόσες μέρες πορείας το κάνει να φαίνεται ακόμη πιο μαγικό.


 
Πέρασα λίγες ημέρες ακόμα ανάμεσα στα μουσεία, τις αγορές του Κούσκο δοκιμάζοντας κάθε πιάτο της γευστικότατης και πάμφθηνης ντόπιας κουζίνας – η αλήθεια είναι ότι το πιο ιδιαίτερο από όλα θεωρείται αυτό που δεν κατάφερα να δοκιμάσω: το κούη ή αλλιώς ψητό ινδικό χοιρίδιο- και έπειτα αποφάσισα να φύγω για την τροπική ζούγκλα του ποταμού Μάδρε δε Δίος όπου η ιθαγένικη παράδοση των φυλών του δάσους είναι ακόμη πολύ ζωντανή.
 
Ούτε οι Ίνκας ούτε οι Ισπανοί κατάφεραν να κατακτήσουν και να αφομοιώσουν όλους τους λαούς της ζούγκλας και ακόμα και τώρα υπάρχουν χωριά εντελώς αποκομμένα από τον «πολιτισμό».


 
Αφού απέρριψα την επιλογή της ακριβής και επιφανειακής τουριστικής επίσκεψης με γκρουπ, λεωφορείο και τα συναφή, αποφάσισα να ταξιδέψω όπως οι ντόπιοι. Καθώς, όμως, θέσεις στο μοναδικό λεωφορειάκι της γραμμής δεν υπήρχαν, έμενε μόνο η επιλογή του ταξιδιού με φορτηγό, στην καρότσα, πάνω σε σακιά με πατάτες και κασόνια με μπύρες και κατεψυγμένα ψάρια! Η διαδρομή σύμφωνα με τον οδηγό θα κρατούσε 12 ώρες αλλά είχα μάθει μέχρι τότε να μην παίρνω πολύ στα σοβαρά τα λατινοαμερικάνικα χρονοδιαγράμματα.  


 
Το επεισοδιακό αυτό ταξίδι, που στην πορεία μοιράστηκα την καρότσα με άλλους δέκα ντόπιους, διήρκεσε τελικά 22 ολόκληρες ώρες για να με αφήσει εξουθενωμένο και πιασμένο από την κορφή μέχρι τα νύχια, στη μέση της Shintunya, ενός μικρού ιθαγένικου οικισμού που απαρτιζόταν από όλα κι όλα 40 σπίτια.
 
Εδώ συνειδητοποίησα πόσο διαφορετική είναι η ζωή στα χωριά της ζούγκλας από οτιδήποτε είχα ως τώρα ζήσει. Αυτή η διαπίστωση με ακολουθούσε όλες τις μέρες που πέρασα εκεί.


 
Με τη θερμοκρασία ψιλοσταθερή στους 25 βαθμούς όλο τον χρόνο και με τις βροχές να κάνουν τη μόνη διαφορά, την απεριόριστη παροχή ξυλείας και τη διακεκομμένη παροχή ηλεκτρισμού, οι άνθρωποι και οι κατασκευές τους αντικατοπτρίζουν ακριβώς αυτές τις συνθήκες. Τα σπίτια είναι χτισμένα εξ ολοκλήρου από ξύλινες σανίδες, συνήθως με μία κουρτίνα ή κουνουπιέρα αντί για πόρτα και παράθυρα, ενώ η έλλειψη τρεχούμενου νερού αντικαθίσταται από τενεκέδες και κουβάδες παντός είδους που γεμίζονται σε μια κεντρική δεξαμενή. Λιγοστά έπιπλα από ξύλο και αιώρες για κρεβάτια. Κότες και πάπιες σουλάτσαραν στους δρόμους, μπαινοβγαίνοντας στα σπίτια, ενώ οι περισσότεροι άντρες του χωριού ήταν με ένα πλαστικό μπουκάλι τσίτσα στο χέρι -ένα αυτοσχέδιο αλκοολούχο ποτό από μασημένο καλαμπόκι που αφήνεται ώστε να γίνει η ζύμωση- ήταν μονίμως μεταξύ μέθης και ύπνου. Ένας άλλος κόσμος.
 
Σε ακτίνα 200 μέτρων από το κέντρο του οικισμού, η ζούγκλα μάς αγκάλιαζε, βουίζοντας ολοένα και πιο έντονα όσο σκοτείνιαζε. «Η Πατσαμάμα, η θεά μάνα-γη ξυπνάει το βράδυ» μου έλεγαν οι ντόπιοι. Τη νύχτα, ο συνεχόμενος παλμός της ζούγκλας, ένα μείγμα από χιλιάδες διαφορετικούς ήχους όπως τριξίματα εντόμων, τιτιβίσματα πουλιών, κροξίματα βατράχων ενισχυμένος από τον ήχο του αέρα μέσα από τα δέντρα του ποταμού, σε περικύκλωνε και σε νανούριζε, φέρνοντας πολύ γρήγορα τον ύπνο.


 
Στην Shintuya έμενα στο σπίτι κάποιων ντόπιων, είχα την αιώρα μου σε μια γωνιά και συνήθως μου πρόσφεραν μπανάνες ή πιο σπάνια ένα μάνγκο. Εκεί, αναζήτησα να βρω έναν ζωγράφο, για τον οποίο είχα μάθει στο Κούσκο και ο οποίος συνήθιζε να φιλοξενεί ξένους φέρνοντας τους σε επαφή με τη ντόπια κουλτούρα. Τηλέφωνο δεν υπάρχει στο χωριό άρα ήρθα ελπίζοντας, στα τυφλά.
 
Και στα τυφλά παρέμεινα, γιατί, ενώ κάποιοι ντόπιοι με οδήγησαν στο σπίτι του και μου είπαν να βολευτώ γιατί εκείνος ίσως να αργήσει, το σπίτι ήταν εμφανώς εγκαταλελειμμένο. Αφού πέρασα μια νύχτα στην αιώρα, την επομένη έμαθα από άλλους χωρικούς πως ο ζωγράφος είχε πάει σε άλλο χωριό για δουλειά και ίσως να γυρνούσε σε κάνα δυο μήνες! Μου έδωσαν όμως το όνομα ενός σαμάνου μιας κοντινής φυλής που θα μπορούσε, είπαν, να μου μιλήσει.
 
Έτσι λοιπόν, πήρα το επόμενο φορτηγό και έφτασα στην ακόμη μικρότερη κοινότητα Santa Rosa de Huacaria, ακόμα πιο βαθειά στη ζούγκλα. Ρωτώντας, έφτασα έξω από την καλύβα του σαμάνου ντον Αλμπέρτο και περίμενα λίγες ώρες μέχρι να φανεί, τρώγοντας τα άγνωστα φρούτα που μου είχαν δώσει κάποιοι ντόπιοι. Όταν ήρθε, γνωριστήκαμε και προσφέρθηκε να φροντίσει για τη φιλοξενία μου.


Ο σαμάνος ντον Αλμπέρτο.

 
Εξηντάρης μικροκαμωμένος με ματιά που έκοβε, φορούσε ένα στεφάνι από κίτρινα φτερά και μου μιλούσε με τις ώρες για τις ιθαγενικές κοινότητες και τον παραδοσιακό τρόπο ζωής που ναι μεν κρατιέται ακόμα ζωντανός, αλλά σταδιακά χάνεται. «Οι άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη ανέπτυξαν συνήθειες, κοινωνίες και θρησκείες με βάση το περιβάλλον τους. Όταν μία νέα κουλτούρα από κάπου αλλού σού επιβάλλεται, τότε προκύπτει ανισορροπία με το περιβάλλον. Η ζωή σε αρμονία και συνεργασία με τη φύση ήταν ταυτοτικό στοιχείο των λαών του δάσους για χιλιάδες χρόνια. Η γνώση και χρήση των φυτών και των ζώων της ζούγκλας ήταν αρκετή για την επιβίωσή μας χωρίς καμία ανάγκη για επεκτατικότητα ή τεχνολογία» ήταν κάποια από τα λόγια του σαμάνου. Με αποτέλεσμα, όταν ήρθαν οι «πολιτισμένοι» με την τεχνολογική υπεροχή και την επιβολή της θρησκεία τους και του τρόπου ζωής τους, οι κοινωνίες αυτές να διαρραγούν ταχύτατα.
 
Ο καταναγκαστικός εκχριστιανισμός αποξένωσε τους αυτόχθονες από τη φύση και την ισορροπημένη ζωή στο περιβάλλον τους. Η ανεργία, ο αλκοολισμός και η μιζέρια ακολούθησαν καθώς το κράτος, με φόντο την εκμετάλλευση της φύσης από εταιρείες, απαγόρευσε τις δραστηριότητες των κοινοτήτων σε αυτό. Η κατανάλωση νέων βιομηχανικών προϊόντων χωρίς την απαραίτητη παιδεία και υποδομή έχει χαλάσει τις διατροφικές συνήθειες και έχει γεμίσει με σκουπίδια ακόμα και απομακρυσμένα χωριά. Σε αντίθεση με τη βολιβιανή πολίτικη αναγνώρισης των ιθαγενών ως ξεχωριστών εθνοτήτων με το σεβασμό και τα δικαιώματα που αυτό συνεπάγεται, το περουβιανό κράτος αν και έκανε τα τελευταία χρόνια θετικά βήματα, επιμένει να αγνοεί τη συντριπτική πλειοψηφία των ιθαγενών.
 
Τις τελευταίες δεκαετίες, διάφορες κοινότητες έχουν μπει βαθύτερα στο δάσος για να διατηρήσουν το δικαίωμα να υπάρχουν. Από την άλλη, ο ντον Αλμπέρτο και άλλοι σαμάνοι, ιθαγενείς ηγέτες και διανοούμενοι αποτελούν μέρος ενός κινήματος που προσπαθεί να αναδείξει την κουλτούρα και τις ιδιαιτερότητες της ζωής των αυτοχθόνων της ζούγκλας σε μία προσπάθεια να σταματήσει η αλλοτρίωσή τους. Μάλιστα, όπως μου είπε, είχε έρθει και μέχρι την Κρήτη για να μιλήσει σε συνέδριο για τις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών!


 
Η κουλτούρα των ιθαγενών, ενώ μέχρι και την προηγούμενη δεκαετία ήταν αφορμή χλεύης και διακρίσεων, αποκτά σταδιακά απήχηση τόσο εντός της χώρας όσο και διεθνώς. Πολλοί ντόπιοι από τις πόλεις προστρέχουν στην ύπαιθρο, επιζητώντας τις φυσικές θεραπείες των αυτοχθόνων σε προβλήματα σωματικά αλλά και ψυχολογικά. Ειδικά η χρήση του παραισθησιογόνου φυτού αγιαχουάσκα που έχει θεραπευτικά αποτελέσματα σε περιπτώσεις ψυχικών διαταραχών, έχει δημιουργήσει ένα μεγάλο ρεύμα επισκεπτών από το εξωτερικό.
 
Μίλησα με αρκετούς ντόπιους και ξένους σχετικά με το τελετουργικό της αγιαχουάσκα.

Οι συμμετέχοντες οδηγούνται το βράδυ σε μια καλύβα έξω από το χωριό όπου ο σαμάνος τούς παρέχει το «μαγικό ζωμό» και ψέλνει στη γλώσσα της φυλής του μέχρι το ξημέρωμα. Για την παρασκευή της αγιαχουάσκα, αναμειγνύουν ώριμα κλαδιά του ομώνυμου αναρριχητικού φυτού μαζί με άλλα τρία φυτά της περιοχής και σιγοβράζουν όλα μαζί σε νερό για επτά με δέκα ώρες.
 
Για το βέλτιστο αποτέλεσμα είθισται να προηγείται αποτοξίνωση του οργανισμού τουλάχιστον μια εβδομάδα πριν τη θεραπευτική τελετή. Αυτό σημαίνει αποχή από κόκκινο κρέας, καφέ, κάπνισμα, αλκοόλ και κάθε είδους ναρκωτικό.
Η επίδραση στον καθένα ποικίλλει. Οι περισσότεροι αναφέρουν ένα αίσθημα απομάκρυνσης από την ατομική τους συνείδηση και σύνδεσης με το περιβάλλον, ή οπτική αναπαράσταση γεγονότων της ζωής τους βιωμένη όμως από άλλο πρίσμα ή ανάκληση έντονων συναισθημάτων που σχετίζονται με παλαιότερες εμπειρίες.
 
Ένας από τους λόγους δημοφιλίας των τελετών ως θεραπευτικών διαδικασιών, είναι η διεύρυνση της αυτογνωσίας και της ενσυναίσθησης των συμμετεχόντων, καθώς και η  μεγαλύτερη συνειδητοποίηση του ρόλου τους στη ζωή. Όπως μου είπε η Χουάνα, μια σαραντάρα καθηγήτρια από τα προάστια του Κούσκο, «Το φυτό με βοήθησε να αποβάλω τις ακατάσχετες αρνητικές μου σκέψεις και να δω τη ζωή μου από τελείως διαφορετική σκοπιά. Σταδιακά ξεπέρασα προβλήματα που είχα για χρόνια γιατί τα είδα με άλλη ματιά».
 
Ωστόσο, ο ντον Αλμπέρτο έδειχνε προβληματισμένος με την έκρηξη της διεθνούς αποδοχής της αγιαχουάσκα τα τελευταία χρόνια. «Έρχονται ξένοι με όρεξη να ναρκώσουν το μυαλό τους και να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη του φυτού για ρηχούς λόγους διασκέδασης. Πολλοί ξεκίνησαν την εμπορευματοποίηση του προσφέροντας τελετές στις χώρες τους, βγάζοντας χρήματα με κακέκτυπα της αρχαίας σοφίας των λαών του δάσους».

 

Πέρασα μαζί με τον σαμάνο ντον Αλμπέρτο πέντε μέρες και έπειτα κίνησα ξανά (με λεωφορείο αυτή τη φορά με μία τεράστια εικόνα του Χριστού στην πλάτη του οδηγού) για ένα εθελοντικό πρόγραμμα όχι μακριά από το Κούσκο.
 
Ο εθελοντισμός σε διάφορες μορφές του είναι πολύ διαδεδομένος σε ολόκληρη την ήπειρο και στενά συνδεδεμένος με την κουλτούρα των ταξιδιωτών-μοτσιλέρος που ανέφερα νωρίτερα. Με αντάλλαγμα λίγες ώρες δουλειάς την ημέρα, συνήθως σε κάποιο χόστελ ή αγρόκτημα, προσφέρεται διαμονή και γεύματα. Υπάρχουν βέβαια και σημαντικότερα ήδη εθελοντισμού όπως η διδασκαλία ισπανικών και αγγλικών σε φτωχές κοινότητες ή η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε περιοχές πληγείσες από καταστροφές.


 
Το πρόγραμμα που βρήκα αφορούσε την κατασκευή με φυσικά υλικά σπιτιών και ενός σχολείου σε ένα χωριό της Ιερής Κοιλάδας που είχε πληγεί από καταστροφικές πλημμύρες λίγους μήνες πριν.
 
Ιερή Κοιλάδα ονομάζεται το εύφορο οροπέδιο των Άνδεων ανάμεσα στην πόλη του Κούσκο και το Μάτσου Πίκτσου. Διάσπαρτα σε αυτήν βρίσκονται διάφορα χωριά από την εποχή των Ίνκας, γεμάτα αρχαία κτίσματα.


 
Η χειρωνακτική δουλειά του εθελοντικού προγράμματος, αν και κοπιαστική κάτω από τον ήλιο που έκαιγε στο υψόμετρο των Άνδεων, ήταν υπόθεση ολόκληρης της κοινότητας. Πέρα από τις οικογένειες του χωριού ήμασταν και τέσσερις Ευρωπαίοι (ένας Ισπανός, μια Αγγλίδα και μία Ολλανδή μαζί με μένα), καθώς και δύο ζευγάρια από την Κολομβία. Καθημερινός καταμερισμός εργασιών με κυκλική διανομή ανά δύο ημέρες για τον περιορισμό της μονοτονίας και εγκάρδια περουβιανή φιλοξενία. Εκτός από τη διαμονή και τα θεσπέσια γεύματα, οργάνωναν και βραδιές μουσικής και ντοκιμαντέρ, ακόμη και συνεδρίες γιόγκα προς μεγάλη μας έκπληξη.
 
Ο τρόπος κατασκευής με τούβλα λάσπης και άχυρου, ξεραμένα στον ήλιο, μετράει χιλιετίες και πέρα από το χαμηλό κόστος παρέχει και εξαιρετική μόνωση. Οι δε περουβιανοί, την ώρα της δουλειάς δεν σταματούσαν να πειράζονται και να αστειεύονται μεταξύ τους κάτι που μας έκανε να χαλαρώσουμε και να δεθούμε μαζί τους αβίαστα. Και κάπως έτσι πέρασαν οκτώ μέρες στην κοινότητα.
 

Οι παραπάνω περουβιανές εμπειρίες, αν και ενδιαφέρουσες, δεν αντικατοπτρίζουν παρά μια μικρή γωνιά αυτού του μαγικού τόπου. Με τη μυθική οροσειρά, τις αχανείς ζούγκλες και την τεράστια ακτή στον ωκεανό, με τις ανείπωτες ιστορίες και τις αρχέγονες γνώσεις των χαμένων πολιτισμών και των κρυμμένων φυλών, το Περού αποτελεί μια χώρα αμέτρητων κρυμμένων μυστικών και εμπειριών. Η αίσθηση μου είναι πως ίσα που ξεκίνησα να γυρνάω τις πρώτες σελίδες της, αλλά νιώθω ότι αυτή η χώρα μπορεί να σαγηνεύσει και τον πιο απαιτητικό ταξιδιώτη.

*Ο Γιάννης Φιλίππου είναι μέλος της πλατφόρμας των 1101 του ThePressProject και μας γράφει από τη Λατινική Αμερική τα «Ημερολόγιά» του.  

Προηγούμενος σταθμός: Βολιβία
 
Επόμενος σταθμός: Κούβα

Μπορείτε να ακολουθείτε το ταξίδι του και εδώ