Το ΙΟΒΕ επισημαίνει αρχικά ότι χωρίς τη χρηματοδότηση από τα δάνεια της τρόικας, η οικονομική και κοινωνική ζωή στον τόπο μας θα ήταν πολύ χειρότερη από τη σημερινή, αφού το επίπεδο ζωής των πολιτών μας και μάλιστα αυτό των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού, θα έπρεπε να προσαρμοστεί στους πολύ μικρότερους διαθέσιμους πόρους.
«Χωρίς τα χρήματα αυτά, η Ελλάδα θα αναγκαστεί να αποχωρήσει από την ευρωζώνη και να επιστρέψει στη δραχμή», σημειώνει, κάτι που συνεπάγεται δραστική υποτίμηση του νέου νομίσματος και συνεπώς δραστική μείωση των πραγματικών μισθών και συντάξεων, ισόποση, με την υποτίμηση, αύξηση του εξωτερικού χρέους, συναλλαγματική κρίση και αδυναμία εισαγωγής βασικών αγαθών δεδομένου ότι υπάρχει σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της τάξης των 20 δισ. ευρώ (10 δισ. ευρώ ακόμα και αν δεν ληφθούν υπόψη οι τόκοι του εξωτερικού χρέους), έξαρση του πληθωρισμού αλλά και της μαύρης αγοράς λόγω της έλλειψης βασικών αγαθών, καθώς και απότομη μείωση του ΑΕΠ και αύξηση του ποσοστού ανεργίας.
Το ΙΟΒΕ υπογραμμίζει ότι το μείγμα οικονομικής πολιτικής που έχει ακολουθηθεί δεν υπήρξε το πλέον κατάλληλο, «αφού είναι βέβαιο ότι η δημοσιονομική πολιτική που υιοθετήθηκε έχει επιδράσει υπέρμετρα αρνητικά στην οικονομική δραστηριότητα».
Γι' αυτό το γεγονός, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ευθύνεται ο τρόπος εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής από την κυβέρνηση, καθώς δεν προχώρησαν οι διαρθρωτικές αλλαγές και οι ιδιωτικοποιήσεις, η πολιτική ηγεσία της χώρας, αλλά και γενικότερα η κοινωνία, που «δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε το απαιτούμενο κλίμα που θα ξεδίπλωνε εποικοδομητικά και προς τη σωστή κατεύθυνση τις δυνατότητες των Ελλήνων», καθώς και στο γεγονός ότι υποτιμήθηκαν από την τρόικα οι υφεσιακές επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής, ενώ και οι κυρίαρχες σήμερα δυνάμεις στην ευρωζώνη έθεσαν ως απόλυτη προτεραιότητα μόνον την εξάλειψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Εξι προτάσεις για την επόμενη ημέρα
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η τρέχουσα συμφωνία (μνημόνιο) πρέπει να τηρηθεί για λόγους αξιοπιστίας της Ελλάδας την αμέσως επόμενη κρίσιμη περίοδο, με ορισμένες βασικές προσαρμογές. Το ΙΟΒΕ θεωρεί ότι η επόμενη ελληνική κυβέρνηση, θα πρέπει:
* Πρώτον, να επιβεβαιώσει τη θέλησή της, αντανακλώντας τη βούληση του ελληνικού λαού, να παραμείνει η Ελλάδα μέλος της ευρωζώνης.
* Δεύτερον, να προτείνει τη χρονική μετάθεση και προσαρμογή του στόχου της περαιτέρω μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος για να αποφευχθεί βαθύτερη ύφεση και μεγαλύτερη ανεργία σε σχέση με τα αρχικά δεδομένα. Στο πλαίσιο αυτό, να προτείνει επίσης την επέκταση του επιδόματος ανεργίας σε τρία χρόνια για τους ανέργους του ιδιωτικού τομέα, και το συγκεκριμένο ποσό να εξαιρεθεί από την αναγκαία προσαρμογή του πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος.
* Τρίτον, να προτείνει να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα ποσοτικοί και χρονικοί στόχοι και μέτρα για τη μείωση του ποσοστού ανεργίας, ιδιαίτερα της ανεργίας των νέων.
* Τέταρτον, να προτείνει την άμεση διάθεση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ για έναν μικρό αριθμό, μεγάλων έργων υποδομής πανελλαδικής εμβέλειας, με μηδενική ελληνική συγχρηματοδότηση. Στο πλαίσιο αυτό, να προτείνει επίσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση την αύξηση των κεφαλαίων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με σκοπό την ενίσχυση των επενδύσεων στον ευρωπαϊκό Νότο.
* Πέμπτον, να προτείνει την άμεση εκταμίευση 6,5 δισ. ευρώ από το δάνειο των 130 δισ. ευρώ για την εξόφληση των συσσωρευμένων υποχρεώσεων του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα.
* Εκτον, να συμπράξει με άλλα, πρόθυμα κράτη-μέλη της ευρωζώνης και να ζητήσει την αλλαγή του μείγματος οικονομικής πολιτικής στο σύνολο της ευρωζώνης, ούτως ώστε αυτό να μην έχει ως αποκλειστικό στόχο τη δημοσιονομική προσαρμογή αλλά και την οικονομική ανάπτυξη.
Το ΙΟΒΕ καταλήγει, λέγοντας ότι «οι περισσότερες από τις παραπάνω προτάσεις, αν και απόλυτα εύλογες, έχουν ωστόσο ένα αδύνατο σημείο: Απαιτούν πρόσθετη χρηματοδότηση του δημοσιονομικού ελλείμματος από τη διεθνή κοινότητα». Για τον λόγο αυτό, όπως τονίζεται «η προσέγγιση αυτή πρέπει υποχρεωτικώς να έχει συναινετικό χαρακτήρα».