του Δημήτρη Κούλαλη
«Είναι εδώ μόνο για να μας πουλήσουν τα όπλα τους», έλεγε ένας από τους διαδηλωτές, ενώ παραδίπλα μια άλλη ομάδα διαμαρτυρόμενων ξεδίπλωνε ένα πανό στο οποίο αναγραφόταν: « Ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ σημαίνει ‘’δεν μπορώ να αναπνεύσω’’».
Το όλο σκηνικό θύμιζε έντονα τις κινητοποιήσεις της ελληνικής Αριστεράς στα χρόνια του κοινωνικού αναβρασμού της Μεταπολίτευσης.
Όμως, το κουβάρι της Σεούλ είναι πιο περίπλοκο.
Η σχέση της χώρας με την Ουάσινγκτον θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι «σφυρηλατημένη με αίμα», λόγω του ότι έχει τις ρίζες της στον πόλεμο της Κορέας. Εξού και τα διαχρονικά αντι- αμερικανικά αισθήματα που τρέφει ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας και της εγχώριας Αριστεράς. Ωστόσο, πέραν του παραδοσιακού αντιαμερικανισμού, προβληματική παραμένει για τους Νοτιοκορεάτες η στάση του νυν ενοίκου του Λευκού Οίκου.
Τον περασμένο Απρίλιο, o Τραμπ, σε μια προσπάθεια να αναγκάσει τη Σεούλ να βάλει πιο βαθειά το χέρι στην τσέπη, έθεσε σε διαθεσιμότητα χιλιάδες Νοτιοκορεάτες που εργάζονταν στις αμερικανικές βάσεις, τη στιγμή που η πανδημία του νέου κορωνοϊού έπληττε την τοπική οικονομία. Βέβαια, κατόπιν συμφωνίας για μια προσωρινή λύση, το μέτρο τέθηκε σε αναστολή στις αρχές Ιουνίου. Ωστόσο, η ζημιά στην εικόνα της υπερδύναμης είχε ήδη συντελεστεί.
«Ο κ. Τραμπ μας χλευάζει, λέγοντας ότι ήταν πιο εύκολο να κερδίσει χρήματα απ’ τους Νεοϋρκέζους, παρά από τους Κορεάτες, και στη συνέχεια μας προσβάλλει αποκαλώντας μας καιροσκόπους», λέει ο στρατηγός ChunIn- Bum.
Σε μια εποχή που η πολιτική διαχείριση της πανδημίας, των οικονομικών συνεπειών αυτής και των διαμαρτυριών κατά του θεσμικού ρατσισμού έφερε στο προσκήνιο τη βαθειά κοινωνική κρίση που μαστίζει την Αμερική, κρίση που δεν μπορούσαν να καλύψουν οι γιρλάντες με τα χρώματα της αστερόεσσας , όπως επιχείρησε ο Τραμπ· η διαμάχη με τη Σεούλ αντικατοπτρίζει ενδεχομένως τις ρωγμές που εμφανίζονται σε ολόκληρο το οικοδόμημα ασφαλείας των ΗΠΑ. Ρωγμές που, όπως σχολίαζαν οι FT, έχουν γίνει εντονότερες αφενός λόγω της ταχείας ανάπτυξης του Πεκίνου, αφετέρου λόγω του φανερού ελλείμματος ηγεσίας στο πηδάλιο της υπερδύναμης.
Το σύνθημα του Τραμπ: «America First», δεν δημιουργεί αμφιβολίες μόνο στο δυτικόφιλο κομμάτι της κορεατικής χερσονήσου, καθώς προβληματισμό σχετικά με τη νέα γραμμή πλεύσης των ΗΠΑ στον τομέα της ασφάλειας εκφράζει τόσο η Ιαπωνία, όσο και η Αυστραλία.
«Αρκετές χώρες στην Ασία ανησυχούν για τη συμπόρευσή τους με τις ΗΠΑ-καθώς αυτές- εμφανίζονται όλο και λιγότερο προβλέψιμες και αξιόπιστες », λέει ηBonnie Glaser του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών. « Εάν ο Τραμπ δεν εκλεγεί στις προεδρικές εκλογές του Νοέμβρη, θα ανακουφιστεί ολόκληρη η περιοχή», συμπληρώνει.
Ωστόσο, το πρόβλημα για τους συμμάχους της κεφαλαιοκρατικής πρωτοπορίας της Δύσηςδεν βρίσκεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του φασίζοντος προέδρου της. Μα, στην εν γένει τοποθέτηση των Αμερικανών απέναντι στα συμφέροντά των εταίρων τους από εδώ και πέρα.
Με τους ευρωνατοϊκούς δεσμούς να τίθενται εν αμφιβόλω, οι κίνδυνοι για το δυτικό μπλοκ δυνάμεων στην Ασία μεγαλώνουν, μιας και τα εμπορικά καραβάνια διασχίζουν «επικίνδυνα» σημεία όπως η Β. Κορέα, οι νήσοι Senkalu ή Diaoyu, τα στενά της Ταϊβάν και η θάλασσα της Ν. Κίνας.
Ταυτόχρονα με τη δυσπιστία που γεννά η στάση των ΗΠΑ, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Ουάσινγκτον έχει απολέσει τη μακροχρόνια στρατιωτική της ισχύ στην περιοχή. Όπως σχολιάζουν αρκετοί αναλυτές, ο αυξανόμενος αριθμός πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς του Πεκίνου υποδεικνύει ότι ο παραδοσιακός τρόπος των Αμερικανών να προβάλλουν την υπεροχή τους- μέσω αεροσκαφών και πλοίων σε μεγάλες βάσεις- σε ορισμένες περιπτώσεις έχει καταστεί επικίνδυνος.
Τα σημάδια της νέας εποχής που διανύουμε έγιναν ακόμη πιο ακόμη έντονατον Απρίλιο όταν οαμερικανικός στρατός αποχώρησε από το Γκουάμ, έπειτα από 16 χρόνια συνεχούς παρουσίας εκεί. Παρουσία που ουσιαστικά επέτρεπε στις ΗΠΑ να εποπτεύουν τη θάλασσα της Ανατολικής και Νότιας Κίνας καθώς κι αυτή της Ταϊβάν.
Θα χάσουν οι Αμερικανοί το στρατηγικό τους πλεονέκτημα, τώρα που απομάκρυναν τα βομβαρδιστικά τους από το Γκουάμ; Ίσως. Αν και, σύμφωνα με τη Στρατηγική Διοίκηση των ΗΠΑ η αλλαγή αυτή καθιστά την ισχύ τους πιο ανθεκτική και απρόβλεπτη.
«Είναι μια απάντηση στον ‘’δολοφόνο του Γκουάμ’’ και είναι σωστή», δήλωνε προ ημερών στο διεθνή Τύπο ένας στρατιωτικός αξιωματούχος χώρας- συμμάχου των ΗΠΑ στην περιοχή , αναφερόμενος στον πύραυλο ενδιάμεσου βεληνεκούς DF-26 της Κίνας που μπορεί να χτυπήσει το Γκουάμ από βάσεις που βρίσκονται στην ηπειρωτική χώρα. «Φυσικά, όμως, το άμεσο πολιτικό μήνυμα που παίρνουν οι άνθρωποι εδώ είναι ότι οι ΗΠΑ έχουν αποδυναμωθεί», συμπλήρωνε.
Το ίδιο ισχύει και για τις αερομεταφορές, βασικό εργαλείο επίδειξης της διαχρονικής ισχύος των ΗΠΑ. «Η Covid 19έδειξε πόσο ευάλωτος είναι ο τομέας των αερομεταφορών των ΗΠΑ», τονίζει ο Γιοίτσι Φουναμπάσι, πρόεδρος της πρωτοβουλίας Ασίας- Ειρηνικού, ενός think tank που οργανώνει ανταλλαγές μεταξύ Αμερικανών και Ιαπώνων στρατιωτικών αξιωματούχων. Αναγκάζοντας τον Jay Batongbacal, διευθυντή του Ινστιτούτου Θαλάσσιων Υποθέσεων και Δικαίου της Θάλασσας του Πανεπιστημίου των Φιλιππίνων να παραδεχθεί ότι η «πανοπλία των ΗΠΑ ξεθώριασε και είναι γνωστό τοις πάσι».
Φυσικά, για τους Αμερικανούς δεν τίθεται ζήτημα «φθοράς».
Απ’ την άλλη, για να ανοίξουμε όλη τη βεντάλια της σύνθετης αυτής γεωστρατηγικής χορογραφίας, οι φιλοαμερικανικές δυνάμεις στην Ασία πιστώνουν στον Τραμπ την αντιμετώπιση του Πεκίνου ως στρατηγικό ανταγωνιστή που επιδιώκει να «εκτοπίσει τις ΗΠΑ στην περιοχή του Ινδικού- Ειρηνικού».
Παρόλα αυτά, και παρά την πιθανή πριμοδότηση των αμερικανικών δυνάμεων στον Ειρηνικό με $20 δισ, οι ΗΠΑ φαίνεται να «σέρνονται» πίσω από τις πρωτοβουλίες του Πεκίνου, υιοθετώντας μια πολιτική ανταπάντησης και όχι πολιτική πρωτοβουλίας, υποστηρίζει ο Pham Quang Minh, πρύτανης του Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών του VNU στο Ανόι.
Όσο να ‘ναι, η εικόνα μιας αυτοκρατορίας που ακολουθεί τις εξελίξεις, αντί να τις διαμορφώνει εγείρει ανησυχία στους «προστατευόμενους» της. Ειδικά, όταν για πάνω από μισό αιώνα η διπλωματία της Ουάσινγκτον βασίζονταν στο δόγμα: πρώτα πυροβολώ, μετά ρωτώ.
Το κυριότερο πρόβλημα όμως για τους Ασιάτες φίλους των ΗΠΑ είναι οι σκιές που δημιουργεί η στρατηγική: «Αmerica first».
«Η Αμερική εκπροσωπούσε τη διεθνή φιλελεύθερη τάξη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε την Κίνα: Για να προστατεύσουμε αυτές τις αξίες», λέει ο κ.Φουναμπάσι. Όμως, τώρα πια φοβόμαστε ότι οι ΗΠΑ «χρησιμοποιούν διάφορες χώρες ως πιόνια, ως διαπραγματευτικά χαρτιά. Αυτό το είδος ανασφάλειας είναι πολύ νέο και πολύ ανησυχητικό».
***
Η Ιαπωνία, η μεγαλύτερη ομάδα αμερικανικών δυνάμεων στηνΑσία και τον Ειρηνικό, παρακολουθεί από κοντά τη διαμάχη της Ουάσιγκτον με τη Σεούλ. Την ίδια ώρα που μαζί με την Αυστραλία εκφράζουν την απογοήτευση τους για το γεγονός ότι οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν το Σύμφωνο Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (ΤΡΡ), μια περιφερειακή εμπορική συμφωνία της εποχής Ομπάμαστην οποία η Καμπέρα πόνταρε αρκετά για την οικοδόμηση μιας οικονομικής γέφυρας με την Κίνα.
Σχολιάζοντας αυτή την εξέλιξη, ο πρώην αναπληρωτής γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών και Εμπορίου της Αυστραλίας Richard Maude ανέφερε ότι οι ΗΠΑ έχασαν ένα «πειστικό οικονομικό αφήγημα» όταν αποχώρησαν από την TPP. Ενώ, χαρακτήρισε τη στρατηγικήτων ΗΠΑ για την περιοχή του Ινδικού-Ειρηνικού «αποδυναμωμένη» και «θύμα» του οικονομικού εθνικισμού που επιβάλλει το δόγμα «America First».
Επιπλέον, σημαντικό εμπόδιο στην εμπέδωση ενός σταθερού αισθήματος ασφάλειας από τους εταίρους των ΗΠΑ στέκεταικαι η αίσθηση ότι βρίσκονται παγιδευμένοι στην ολοένα και οξυνόμενη αντιπαράθεση Ουάσιγκτον- Πεκίνου.
Τον Ιούνιο, ο πρωθυπουργός της Σιγκαπούρης, Lee Hsien-loong, δήλωσε ότι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στιςΗΠΑ καιτην Κίνα εγείρει «σοβαρά ερωτήματα». Προσθέτοντας: «Οι ασιατικές χώρες βλέπουν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια δύναμη με ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή. Ταυτόχρονα, η Κίνα αποτελεί πλέον πραγματική πρόκληση». Δεν θέλουμε να εξωθηθούμε να επιλέξουμε«μεταξύ των δύο».
Αλλά με τις προσπάθειές των Αμερικανών να αποσυνδέσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τεχνολογίας και την αποχώρησή τους από τις συμφωνίες για τον έλεγχο των εξοπλισμώνκαι το κλίμα, πολλοί στην περιοχή θεωρούν ότι βρίσκονται μπροστά σ’ αυτό ακριβώς το δίλημμα, έγραφαν πριν μερικές μέρες οι FT.
Με τη Natasha Kassam, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Lowy του Σίδνεϊ, να σημαίνει συναγερμό στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής των εν λόγω περιφερειακών δυνάμεων, καλώντας τους να προετοιμαστούν για το χείριστο σενάριο, σύμφωνα με το οποίο η Ουάσιγκτον θα βάλει το όπλο στο τραπέζι και θα τους πει: « Ή είστε μαζί μας ή εναντίον μας».
Τον Μάιο, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, απείλησε να «διακόψει του δεσμούς» με την Αυστραλία — με ασαφή σχόλια που υπονοούσαν την παύση ανταλλαγής μυστικών πληροφοριών — λόγω της συμμετοχής της Καμπέρα στο Στρατηγικό επενδυτικό σχέδιο Beltand Road της Κίνας. Η δήλωσή του ανασκευάστηκε γρήγορα από την αμερικανική πρεσβεία στην Αυστραλία.
Πάντως, παρά την εντεινόμενη δυσπιστία απέναντι στη νέα γεωστρατηγική ακροβασία των ΗΠΑ, οι περισσότεροι σύμμαχοι συνεχίζουν να αισθάνονται «ασφαλείς» μέσα στις φτερούγες του αμερικανικού αετού. Ωστόσο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που άρχισαν να προετοιμάζονται για μια ενδεχόμενη αποχώρηση των ΗΠΑ, οικοδομώντας σχέσεις ασφαλείας μεταξύ τους κι όχι μόνο…
Όπως μας εξηγεί ο Δημήτρης Καλτσώνης, αν. καθηγητής θεωρίας κράτους και δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο: «Οι ΗΠΑ, εδώ και καιρό, προσπαθούν να συγκροτήσουν μια αντικινεζική οικονομική, πολιτική και στρατιωτική συμμαχία στην Ασία και στον Ειρηνικό. Το ερώτημα είναι μπορούν ή μήπως έχασαν πια την πρωτοβουλία των κινήσεων; Επιχειρούν να αξιοποιήσουν τις ανησυχίες των γειτόνων της Κίνας (πχ. Βιετνάμ) που γεννιούνται στη βάση της υπέρμετρης οικονομικής της εξάπλωσης και διείσδυσης. Ωστόσο, οι ίδιες αυτές γειτονικές ελίτ, εκτός από ανησυχία, αισθάνονται να γοητεύονται από τη συνεργασία με την Κίνα, στο βαθμό βέβαια που η τελευταία επιδεικνύει ακόμη την παραδοσιακή αυτοσυγκράτηση και εν γένει προσεκτική συμπεριφορά. Ακόμη και στην εχθρική Ταϊβάν, οι φιλοκινεζικές φωνές έχουν δυναμώσει υπέρμετρα αφού το οικονομικό δέλεαρ είναι σημαντικό. Οι ΗΠΑ ίσως επιλέξουν να ωθήσουν (σχετικά διακριτικά και υπό έλεγχο) την Ιαπωνία να επανεξοπλιστεί και να διεκδικήσει έναν ευρύτερο ρόλο στην Ασία, σε αντιπαράθεση με την Κίνα».
Σ’ αυτό το πλαίσιο, μόνο τυχαίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν οι πρωτοβουλίες που ανέλαβε η Ιαπωνία για την περιφερειακή ασφάλεια, συμμετέχοντας σε επιχειρήσεις αερομεταφορέων των ΗΠΑ και συγκεντρώνοντας ναυτικά πλοία από ευρωπαϊκές χώρες και τον Καναδά για να διασφαλίσει τη ναυτική της επάρκεια.
Μάλιστα, σε μια προσπάθεια να πλασαριστεί ως μια ήπια οικονομική δύναμη, το Τόκιο αντιμετωπίζει την πρωτοβουλία Belt and Road Initiative της Κίνας αντιπαραβάλλοντας ένα πρόγραμμα επενδύσεων σε υποδομές στη Νοτιοανατολική και Νότια Ασία.
Οι Αυστραλοί πάλι, υπέγραψαν διμερείς συμφωνίες με την Ινδία του Narendra Modi, συμπεριλαμβανομένης μιας συμφωνίας για την ευρύτερη αμοιβαία πρόσβαση στις στρατιωτικές βάσεις, ανακοίνωσαν την αύξηση των στρατιωτικών τους δαπανών σε βάθος δεκαετίας κατά $70δισ. (από $200δισ. à $270δισ.), τον εξοπλισμό τους για πρώτη φορά με πυραύλους μεγάλης εμβέλειας, καθώς και την πρόθεσή τους να προσφέρουν καταφύγιο σε αντιφρονούντες του Χονγκ Κονγκ.
Επομένως, βρισκόμαστε μπροστά σε μια προσπάθεια να καλυφθεί η πιθανή γεωστρατηγική «τρύπα» των ΗΠΑ, όχι από την κινεζική Τίγρη, αλλά από περιφερειακές δυνάμεις που έρχονται να διαδραματίσουν έναν νέο ρόλοστην περιοχή.
Υπολογίζουν, όμως, χωρίς τον ξενοδόχο.Καθώς, σύμφωνα με την κ. Βoonie Glaser, του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδώνενέχει ο κίνδυνος η ζώνη αυτή να χωριστεί σε μπλοκ επιρροής των δύο μεγάλωνπαικτών. Εξέλιξη που ανοίγει την πόρτα σε μεγάλους κινδύνους για τη διεθνήειρήνη και την ανθρωπότητα.
Ποιος όμως μπορεί να αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο σε μια εποχή ρευστότητας και συνεχών ανακατατάξεων, όπως αυτή που διανύουμε;