Ωστόσο, όπως μεταδίδει το Reuters, η συμφωνία ανακοινώθηκε χωρίς πανηγυρισμούς, με όρους που αντανακλούσαν την πικρή πορεία των διαπραγματεύσεων και τη δύσκολη διαδρομή που πρέπει να διανύσει στο Κογκρέσο πριν οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεμείνουν από χρήματα για να πληρώσουν τα χρέη τους στις αρχές Ιουνίου.

«Μόλις μίλησα με τον πρόεδρο πριν από λίγο. Αφού έχασε χρόνο και αρνήθηκε να διαπραγματευτεί για μήνες, καταλήξαμε σε μια κατ’ αρχήν συμφωνία που είναι αντάξια του αμερικανικού λαού», έγραψε ο ΜακΚάρθι στο Twitter.

Ο Μπάιντεν χαρακτήρισε τη συμφωνία «ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός», λέγοντας: «Η συμφωνία αντιπροσωπεύει έναν συμβιβασμό, που σημαίνει ότι δεν παίρνουν όλοι αυτό που θέλουν. Αυτή είναι η ευθύνη της διακυβέρνησης».

Σύμφωνα με πληροφορίες αμερικανικών ΜΜΕ, η συμφωνία που έκλεισαν η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση θα αυξήσει για δυο χρόνια, το όριο του χρέους του ομοσπονδιακού κράτους. Οι διαπραγματευτές συμφώνησαν να περιορίσουν τις μη αμυντικές προαιρετικές δαπάνες στα επίπεδα του 2023 για ένα έτος και να τις αυξήσουν κατά 1% το 2025, ανέφερε μια πηγή που γνωρίζει τη συμφωνία.

Χωρίς την αύξηση του ορίου αυτού η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου κινδύνευε να περιέλθει σε κατάσταση στάσης πληρωμών την 5η Ιουνίου, να μην είναι σε θέση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της: την καταβολή μισθών, συντάξεων, τοκοχρεολυσίων στους πιστωτές της.

Ο οίκος αξιολόγησης Fitch έθεσε την Πέμπτη «υπό παρακολούθηση» το αξιόχρεο (το τοποθετεί στη βαθμίδα AAA, την υψηλότερη) του δημοσίου των ΗΠΑ, κρίνοντας πως αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων να καταλήξουν σε συμφωνία αποτελούσε «αρνητική ένδειξη για τη διακυβέρνηση γενικά».