Νέα έρευνα σε βάρος της γερμανικής τράπεζας Deutsche Bank για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από τη Ρωσία ξεκίνησαν οι αμερικανικές αρχές μετά την απόπειρα χρηματισμού ενός χρηματομεσίτη στη Μόσχα, όπως δήλωσαν χθες στο Γαλλικό Πρακτορείο πηγές ενήμερες για την υπόθεση
Σύμφωνα με τις πηγές αυτές, οι οποίες ζήτησαν να μην κατονομαστούν, η έρευνα, που βρίσκεται ακόμη σε προκαταρκτικό στάδιο, διεξάγεται από τον εποπτικό φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα της Νέας Υόρκης (Department of Financial Services, DSF), ο οποίος διενεργεί παράλληλα και άλλες έρευνες σε βάρος της μεγαλύτερης τράπεζας της Γερμανίας.
Ο DSF, ο οποίος έχει τη φήμη ότι αντιμετωπίζει με άτεγκτο τρόπο ακόμη και τις μεγάλες τράπεζες, άνοιξε ένα νέο μέτωπο στις αρχές του καλοκαιριού. Ο εποπτικός φορέας έλαβε γνώση, σύμφωνα με τις πηγές, για μια απόπειρα χρηματισμού ενός χρηματιστή της Deutsche Bank στη Μόσχα από Ρώσους πελάτες που επιδίωκαν να κρύψουν την προέλευση των κεφαλαίων τους.
Οι πηγές αυτές δεν έδωσαν λεπτομέρειες σχετικά με την απόπειρα χρηματισμού, η οποία απέτυχε.
Η τράπεζα πληροφόρησε τους εποπτικούς φορείς της Βρετανίας και της Γερμανίας ότι διεξάγει εσωτερική έρευνα για τις συναλλαγές που έχουν γίνει από τους χρηματομεσίτες της στη Μόσχα τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Ερωτηθείσα σχετικά από το Γαλλικό Πρακτορείο, η διεύθυνση της Deutsche Bank δεν θέλησε να κάνει κανένα σχόλιο για καμιά από τις δύο έρευνες.
Ο DSF δεν θέλησε να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο.
Η συγκεκριμένη έρευνα εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης που διεξάγει ο DSF σχετικά με το ξέπλυμα πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων προερχόμενων από τη Ρωσία, μέσω Μόσχας και Λονδίνου, με τη χρήση περίπλοκων χρηματοοικονομικών προϊόντων.
Τον Απρίλιο, η Deutsche Bank συμφώνησε να καταβάλει πρόστιμο ύψους 2,5 δισ. δολαρίων για το σκάνδαλο χειραγώγησης του επιτοκίου διατραπεζικών χορηγήσεων Libor.
Η σειρά σκανδάλων στην οποία έχει εμπλακεί η τράπεζα, όπως και τα δυσμενή οικονομικά αποτελέσματα της, οδήγησαν στην παραίτηση, τον Ιούνιο, των δύο συνδιευθυνόντων συμβούλων της Deutsche Bank, του Βρετανού και Ινδού υπηκόου Ανσού Τζάιν και του Γερμανού Γιούργκεν Φίτσεν.