Έντονη κριτική στο Βερολίνο ασκεί η Ουάσιγκτον υποστηρίζοντας πως η γερμανική οικονομική πολιτική αποτελεί τροχοπέδη στις προσπάθειες της περιφέρειας της ευρωζώνης να βγει από τη δίνη της κρίσης. Συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι η επιμονή της Γερμανίας να ακολουθεί εγχώρια οικονομική πολιτική που στηρίζεται στην προώθηση των εξαγωγών εμποδίζει τις προσπάθειες των εταίρων της στην ευρωζώνη.

Δεν είναι η πρώτη φορά που διατυπώνεται αυτή η κριτική για τη Γερμανία. Την ίδια άποψη έχουν εκφράσει Ευρωπαίοι οικονομολόγοι, αλλά και διεθνείς τράπεζες.Τώρα όμως, η κριτική εκφράζεται επισήμως από την αμερικανική πλευρά και μάλιστα με έναν μάλλον ασυνήθιστο τρόπο: στην εξαμηνιαία έκθεση των ΗΠΑ για τις εξελίξεις στην αγορά συναλλάγματος, η οποία είθισται να επικεντρώνεται σε καταγγελίες περί χειραγώγησης νομισμάτων. Η «Έκθεση για το Κογκρέσο ως προς τις διεθνείς οικονομικές πολιτικές και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες» καταλήγει ότι κανένας από τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ δεν χειραγωγεί τη συναλλαγματική ισοτιμία του εθνικού του νομίσματος με το δολάριο, αν και επισημαίνει ότι το κινεζικό γουάν δεν ανατιμάται «τόσο γρήγορα ούτε τόσο πολύ όσο χρειάζεται».

 
Στο επίκεντρο, όμως, βρίσκεται η Γερμανία με μία ασυνήθιστη κριτική από την κυβέρνηση Ομπάμα. Η έκθεση κάνει λόγο για «αναιμική ανάπτυξη της εγχώριας ζήτησης και εξάρτηση από τις εξαγωγές που πλήττουν την εξισορρόπηση» αλλά και τις προσπάθειες των Ευρωπαίων εταίρων του Βερολίνου. Σημειώνεται ότι εδώ και δεκαετίες η Γερμανία παράγει περισσότερα από όσα χρειάζονται οι κάτοικοί της με αποτέλεσμα τα περισσότερα από τα χαμηλού κόστους προϊόντα της να ανταγωνίζονται προϊόντα άλλων ευρωπαϊκών κρατών στη διεθνή αγορά.

 
Ο Jacob F. Kirkegaard, του Peterson Institute for International Economics, υποστηρίζει ότι η αμερικανική ηγεσία ήθελε να δώσει το στίγμα της τώρα, ενόσω συνεχίζονται στη Γερμανία οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης «ώστε να υπάρξει αντίκτυπος στη μετέπειτα οικονομική πολιτική της χώρας».
 

Η γερμανική απάντηση

 
Αργότερα, η Γερμανία «αντεπιτέθηκε» δια μέσου δηλώσεων του εκπροσώπου του υπουργείου Οικονομίας της χώρας, που τόνισε ότι το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών «δεν αποτελεί πηγή ανησυχίας, ούτε για την Γερμανία, ούτε για την ευρωζώνη, ούτε για την παγκόσμια οικονομία».

 
«Δεν υπάρχουν ανισορροπίες στην Γερμανία που να χρειάζονται διόρθωση,» σχολίασε εκπρόσωπος του υπουργείου. «Αντιθέτως, η καινοτομική γερμανική οικονομία συνεισφέρει ουσιαστικά στην παγκόσμια ανάπτυξη μέσω των εξαγωγών της, καθώς και των εισαγωγών εξαρτημάτων για τελικά προϊόντα.» Ο εκπρόσωπος πρόσθεσε ότι στην Γερμανία υπάρχει «εύρωστη μισθολογική αύξηση» και ότι η οικονομία έχει κάνει ήδη στροφή προς την εγχώρια ζήτηση.


Και το ΔΝΤ επικρίνει το υψηλό εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πήρε τη σκυτάλη από το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, επικρίνοντας τα πλεονάσματα που έχει η Γερμανία στο εμπορικό ισοζύγιό της και απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ ότι οι υψηλές εξαγωγές αποτελούν ένδειξη οικονομικής υγείας, αναφέρει δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg

Ενώ η Γερμανία ήταν εξοργισμένη χθες για την έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών σχετικά με τα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, ο πρώτος αναπληρωτής γενικός διευθυντής του ΔΝΤ κ. Ντέιβιντ Λίπτον ζήτησε από τη Γερμανία να μειώσει το πλεόνασμα των εξαγωγών της σε «ένα κατάλληλο επίπεδο» για να βοηθήσει τους εταίρους της στην Ευρωζώνης να μειώσουν τα ελλείμματά τους. 


Η έκθεση του αμερικανικού υπουργείου επέκρινε τη Γερμανία ότι έθεσε τις εξαγωγές στο επίκεντρο της πολιτικής της κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, επισημαίνοντας παράλληλα ότι η παραμέληση της εγχώριας ζήτησης (από τη Γερμανία) καθυστερεί το τέλος της οικονομικής κακουχίας. Ένα «σημαντικό μικρότερο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα ήταν χρήσιμο», δήλωσε χθες βράδυ ο κ. Λίπτον σε ομιλία που έκανε στην Αμερικανική Ακαδημία στο Βερολίνο, προσθέτοντας ότι η μείωση των υπερβολικών ελλειμμάτων στην Ευρωζώνη «απλά δεν μπορεί να γίνει, αν δεν μειωθούν και τα πλεονάσματα». Ο κ. Λίπτον κάλεσε τη Γερμανία να «σηκώσει το βλέμμα της στον παγκόσμιο ορίζοντα» κατά τη χάραξη της πολιτικής της. Η γερμανική οικονομία ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγέας του κόσμου το 2012, με τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της να υπερβαίνουν τα 1,36 τρισ. ευρώ. 

Το γερμανικό υπουργείο Οικονομίας απέρριψε χθες τις αναφορές της αμερικανικής έκθεσης, δηλώνοντας ότι η Γερμανία δεν αξίζει αυτή την κριτική. «Τα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αποτελούν ένδειξη της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας και της παγκόσμιας ζήτησης για τα ποιοτικά γερμανικά προϊόντα», ανέφερε το υπουργείο σε ανακοίνωσή του. Αν και το αμερικανικό υπουργείο παραδέχθηκε μία ανάκαμψη στην εγχώρια ζήτηση της Γερμανίας, τόνισε ότι η ανάπτυξη της χώρας «συνεχίζει να βασίζεται στο πλεόνασμα των εξαγωγών, το οποίο συνεχίζει να καθυστερεί τη διαδικασία εξωτερικής προσαρμογής της Ευρωζώνης».

Το τίμημα πληρώνουν, ανέφερε η έκθεση, οι χώρες με υψηλό χρέος, όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία, οι οποίες πιέζονται αφόρητα «να μειώσουν τη ζήτηση και να συμπιέσουν τις εισαγωγές τους για να κάνουν την προσαρμογή». Ο κ. Λίπτον δήλωσε ότι το Ταμείο δεν ζητά από τη Γερμανία να «αλλάξει το επιχειρηματικό της μοντέλο», αλλά να αποκαταστήσει μία καλύτερη ισορροπία της εγχώριας ζήτησής της, ενθαρρύνοντας τις επενδύσεις και τις αυξήσεις των μισθών.