«Είπα από την αρχή των πρόσφατων διαμαρτυριών, ότι δεν υπάρχει χώρος για βία και καταστροφές περιουσίας. Οι ειρηνικοί διαδηλωτές πρέπει να προστατεύονται και όσοι βάζουν φωτιές όπως και οι αναρχικοί, να διώκονται. Οι τοπικές αρχές καταστολής μπορούν να το κάνουν αυτό.».

Η δήλωση του Τζο Μπάιντεν, με την οποία ζητεί ουσιαστικά την δίωξη των αναρχικών μόνον και μόνον επειδή είναι αναρχικοί, έχει κάνει το γύρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ακτιβιστές και αναρχικοί (ειρηνικοί ή μη) σημειώνουν τη δήλωση ως ενδεικτική των προθέσεων και της -όπως όλα δείχνουν- ερχόμενης κυβέρνησης των ΗΠΑ. Μπορεί ο υποψήφιος των Δημοκρατικών να έκανε αυτή τη δήλωση για να τονίσει ότι δε χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί η Ασφάλεια της Πατρίδας (Department of Homeland Security, DHS), για να κατασταλούν οι διαδηλώσεις, όμως η δήλωσή του έχει δύο χαρακτηριστικά που δεν μπορούν να αγνοηθούν: το πρώτο, η ταύτιση μιας αριστερής ιδεολογικής θέσης με το έγκλημα. Αναρχικός ίσον εγκληματίας. Το δεύτερο, δεν αναφέρει πουθενά τους λόγους που οδήγησαν εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανών στους δρόμους, σε ολόκληρη τη χώρα. Το όνομα του Τζωρτζ Φλόυντ και όσα συνέβησαν δεν αναφέρονται ούτε εν παρόδω. Το μόνο που τον απασχολεί είναι οι νοικοκυραίοι, «η επιστροφή της ειρήνης στους δρόμους».

Αν συνδυαστούν, η θέση περί των αναρχικών και η απουσία αναφοράς στους λόγους των διαδηλώσεων και διαμαρτυριών, όπως και στην αντιμετώπιση του Τύπου, μόνον ένα πράγμα δείχνουν: πόσο μακρυά συνεχίζει να βρίσκεται ο πυρήνας του Δημοκρατικού Κόμματος (που εκφράζεται από τον εκλεκτό του), από τη λαϊκή βούληση. Οι λαϊκές δυνάμεις στις ΗΠΑ έχουν ξεσηκωθεί και ενωθεί στους δρόμους, εκεί που δεν ρωτάς τον άλλον τι πιστεύει, εκεί που είναι αυτόματα σύντροφός σου. Ο χαρακτηρισμός ως «αναρχικών» κι άρα «εγκληματιών» μιας μερίδας αγωνιστών ούτε τυχαία είναι ούτε αφήνει απέξω όσους βγήκαν στους δρόμους οπλισμένοι, στις πολιτείες όπου η οπλοφορία είναι ανεξέλεγκτη, για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους. Ακόμη περισσότερο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί, και χρησιμοποιείται, για να φιμώσει κάθε φωνή αντίστασης ή αληθινής κάλυψης των γεγονότων.

Το ποιός είναι, όμως, ο «αναρχικός» σύμφωνα με τον Δημοκρατικό υποψήφιο, δεν έχει οριστεί. Διότι, ο ορισμός έχει γίνει, από τον Τραμπ και τις δυνάμεις καταστολής. Εκεί Τραμπ και Μπάιντεν τα έχουν βρει απολύτως.

Μόνο που, είναι πολλές οι φορές, πρόσφατα, που οι «αναρχικοί» δεν είναι παρά δημοσιογράφοι που θέλουν να κάνουν τη δουλειά τους. Για τους οποίους ο Μπάιντεν δεν βρήκε να πει κουβέντα, παρά όσα φτάνουν στο φως.

Μόλις στις 18 Ιουλίου, ο Σέιν Μπερλεϋ κατέγραφε τον τρόπο που αντιμετωπίζονται, ως «τρομοκράτες» ειρηνικοί διαδηλωτές και δημοσιογράφοι στο Πόρτλαντ. «Τη νύχτα της 11ης Ιουλίου […] οι ομοσπονδιακοί αξιωματικοί της εσωτερικής ασφάλειας (DHS) άνοιξαν πυρ με πυρομαχικά “ελέγχου πλήθους”. Έριξαν δακρυγόνα απευθείας στο κεφάλι ενός ειρηνικού διαδηλωτή, του Ντόναβαν ΛαΜπελλα, ο οποίος στεκόταν απέναντι κρατώντας μία πινακίδα. […] H αστυνομία συνεχίζει να χρησιμοποιεί τις αμφιλεγόμενες τακτικές “ελέγχου του πλήθους”, και ο ορισμός του ποιός είναι δημοσιογράφος και ποιός διαδηλωτής αμφισβητείται, και αυτό ίσως δίνει πάτημα στην αστυνομία να στοχοποιήσει τους πιό σημαντικούς δημοσιογράφους που είναι μέσα στα γεγονότα. […] Μία απο τις ιστορίες που πρώτα τράβηξε τη προσοχή στην καταστολή ήταν του Κ. Ελάια, ο οποίος είναι ρεπόρτερ αρκετά χρόνια και συνεργάζεται με το τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό KBOO και την ιστοσελίδα Village Portland. […] ο Ελάια αναφέρει πως έχει δει διαδηλωτές και δημοσιογράφους να ξυλοκοπούνται με γκλόμπ, να τους πετάνε δακρυγόνα και να δέχονται συχνά επιθέσεις. “Υπήρξαν αρκετές φορές στις οποίες δέχτηκα και εγω επίθεση με γκλόμπ,” δήλωσε. Στις 30 Ιουνίου, τη νύχτα που οι διαδηλώσεις περιέβαλλαν το κτίριο της αστυνομίας του Βόρειου Πόρτλαντ, ο Ελάια βιντεοσκοπούσε την άγρια αστυνομική καταστολή κατά των διαδηλωτών. Μόλις κατάφερε να ταυτοποιήσει έναν αστυνομικό, μία ομάδα τον μάζεψε και τον συνέλαβαν. Πέρασε τη νύχτα σε κελί και και κατασχέθηκε όλο του το υλικό. Σήμερα κατηγορείται για δύο κακουργήματα και δύο κακοποιήσεις, συμπεριλαμβανομένης της επίθεσης σε αστυνομικό και της αντίστασης κατά της αρχής».

Οταν δημοσιογραφικοί οργανισμοί και ενώσεις διαμαρτυρήθηκαν, η απάντηση ήταν απλή: οι δημοσιογράφοι που δε θέλουν να πλήττονται ή να κατηγορούνται, καλύτερα να αποφεύγουν τις διαδηλώσεις – δηλαδή την ίδια τους τη δουλειά. «Οι επιθέσεις στους δημοσιογράφους του Πόρτλαντ ήταν τόσο συχνές που η αστυνομία στις 14 Ιουλίου προσπάθησε να δικαιολογηθεί, λέγοντας πως οι δημοσιογράφοι θα έπρεπε να ακολουθούν τις εντολές αποχώρησης. Κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την ίδια τη φύση της δημοσιογραφίας: οι δημοσιογράφοι οφείλουν να βρίσκονται εκεί και να καταγράφουν τα γεγονότα την ώρα που συμβαίνουν παρά τις συγκρούσεις η τις ταραχές».

Κι αφού συμμαζεύτηκε η αστυνομία, μέσω των τοπικών αρχών και του κυβερνήτη, ήρθε ή ώρα των ομοσπονδιακών. Η νέα και περισσότερη βία. «Οι ομοσπονδιακοί αξιωματικοί […] δεν κατάφεραν να δείξουν αυτοσυγκράτηση και να σεβαστούν τα δικαιώματα των δημοσιογράφων. Αντ’ αυτού, υπάρχει μια γενική χρήση βίας, όπου χώροι διαμαρτυριών καθαρίζονται με την επιθετική χρήση δακρυγόνων και πυρομαχικών ελέγχου του πλήθους. […] “Μου έχουν πετάξει χειροβομβίδες κρότου-λάμψης, δακρυγόνα και με εχουν πυροβολήσει με σφαίρες πιπεριού και ελαστικές δεκάδες φορές, συχνά απλά και μόνο επειδή βιντεοσκοπώ τη σκηνή, κάποιες φορές σε άδεια πάρκα που δεν γίνεται καν διαμαρτυρία ακόμη και όταν φαίνεται ξεκάθαρα οτι είμαι δημοσιογράφος,” δήλωσε ο ανεξάρτητος δημοσιογράφος Mierin Fanucchi, ο οποίος κάνει αναμεταδόσεις μέσω Twitter.».

Οι αναφορές εκτενώς σε όλη αυτή τη βία, που στράφηκε κατά των πολιτών σε μια από τις πιο προοδευτικές περιοχές των ΗΠΑ, γίνεται και γιατί καταδεικνύει το πρόβλημα με το ποιός και πότε θεωρείται (από τις αρχές) ως ειρηνικός διαδηλωτής, ποιός και πότε θεωρείται δημοσιογράφος, ποιός και πότε θεωρείται αναρχικός και, εν τέλει, ποιά αντιμετώπιση επιφυλάσσει η εκάστοτε πολιτεία σε όσους θεωρεί ότι την απειλούν. Παράλληλα, δείχνει ότι η θέση του Μπάιντεν ακόμη και για τους θεσμικούς Δημοκρατικούς είναι ολοφάνερα η πιο συντηρητική και η πιο κοντά στην θέση του σημερινού Προέδρου των ΗΠΑ. Αν σκεφτεί κανείς πως άνθρωποι σαν την πρώην βουλευτή στην Βουλή των αντιπροσώπων και γερουσιαστή από την Καλιφόρνια, Μπάρμπαρα Μπόξερ, ζητούν συγγνώμη γιατί παρασύρθηκαν και στήριξαν (υπό το βάρος του πλήγματος στους Δίδυμους Πύργους) τη δημιουργία της DHS, είναι εμφανές ότι ο Μπάιντεν θα μπορούσε να στραφεί και σε μια πιο «αριστερή» τοποθέτηση, χωρίς να διακινδυνεύει τίποτε. Ή, έστω, θα μπορούσε να αναφερθεί στην δίκαιη οργή για τη δολοφονία του Τζωρτζ Φλόυντ. Ακόμη περισσότερο, στην ανάγκη προστασίας των μελών του Τύπου, των πηγών και των θεμάτων τους, που εθίχθησαν από δικαστήριο της πολιτείας της Ουάσιγκτον, το οποίο διέταξε δημοσιογράφους να παραδώσουν όλο το φωτογραφικό και βίντεο υλικό εκ των διαδηλώσεων στην αστυνομία.

Σηάτλ: Δικαστικό τέλος στην Ελευθερία του Τύπου

Κίνηση που υποχρέωσε τον αρχισυντάκτη των Σηάτλ Τάιμς, να πει πως η Δικαιοσύνη «θίγει την ανεξαρτησία του Τύπου και βάζει σε κίνδυνο και τη ζωή των δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ. Τα ΜΜΕ υπάρχουμε για να παρουσιάζουμε στο κοινό τα προβλήματα που δημιουργούν οι κυβερνήσεις, και αυτό περιλαμβάνει και τις δυνάμεις καταστολής. Δεν εργαζόμαστε σε συμφωνία με την κυβέρνηση και είναι πολύ σημαντικό να παραμένουμε ανεξάρτητη από αυτήν». Τέτοιοι αναρχικοί κι οι δημοσιογράφοι…