Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ταραχώδης ιστορία των οποίων με το Ιράν έφθασε στην κορύφωσή της με τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων το 1980, μερικούς μήνες μετά την Ισλαμική Επανάσταση, παραμένουν ο κύριος “εχθρός” του ιρανικού καθεστώτος, παρά το λιώσιμο των πάγων που επέφερε η ιστορική πυρηνική συμφωνία το 2015.

Παρά τη συμφωνία αυτή, που επέτρεψε την άρση ενός μέρους των διεθνών κυρώσεων εναντίον της Τεχεράνης, η ιρανική εξουσία εξακολουθεί να κατηγορεί την Ουάσινγκτον ότι επιδιώκει να την αποσταθεροποιήσει και ότι βρίσκεται στην πηγή της αναταραχής στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα με την υποστήριξή της στη Σαουδική Αραβία, του μεγάλου αντιπάλου του Ιράν στην περιοχή.

Η εχθρότητα αυτή δεν εμποδίζει τους ιρανούς πολιτικούς και διανοουμένους να παρακολουθούν με ενδιαφέρον την αμερικανική προεκλογική εκστρατεία.

Εξάλλου, για πρώτη φορά ένα ντιμπέιτ μεταξύ των υποψηφίων των αμερικανικών προεδρικών εκλογών μεταδόθηκε απευθείας από τη δημόσια τηλεόραση του Ιράν.
Στη διάρκεια του τρίτου και τελευταίου αυτού ντιμπέιτ, που ήταν ιδιαίτερα τεταμένο, ανάμεσα στην υποψήφια των Δημοκρατικών Χίλαρι Κλίντον και τον Ρεπουμπλικανό Ντόναλντ Τραμπ, ο Ανώτατος Ηγέτης του Ιράν, ο αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, έφθασε ακόμη και να τουιτάρει καταγγέλλοντας την “έλλειψη πνευματικότητας και πίστης” των αμερικανών ηγετών.

Για τον ιρανό πρόεδρο Χασάν Ροχανί, έναν μετριοπαθή ιερωμένο που εξελέγη το 2013 και ο οποίος αναμένεται να είναι υποψήφιος για δεύτερη θητεία το 2017, οι αμερικανικές εκλογές δεν είναι τίποτε άλλο από μια επιλογή ανάμεσα στο “κακό” και στο “χειρότερο”. Δεν είπε ποιος, η Κλίντον ή ο Τραμπ, είναι “ο χειρότερος”.
Στο Ιράν, τα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη που αντάλλαξαν οι δύο υποψήφιοι δίνουν επιχειρήματα στους πλέον συντηρητικούς. “Με αυτή τη στάση και αυτή τη συμπεριφορά, θα καταστρέψουν τη θέση των ΗΠΑ ως υπερ-δύναμης”, δηλώνει με ικανοποίηση ο Χαμίντ Ρεζά Ταραγί, ηγέτης του Κόμματος Ισλαμικού Συνασπισμού. “Αμφότεροι είναι καλοί για εμάς”.

“Το ότι η εκλογική διαδικασία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα υποψηφίους τόσο διεφθαρμένους και ανισόρροπους δείχνει την αδυναμία της αμερικανικής δημοκρατίας”, είπε ακόμη στο Γαλλικό Πρακτορείο.
 
Ο συντηρητικός αναλυτής Φοάντ Ιζαντί δήλωσε στην εφημερίδα Sobh No ότι, αν οι υποψήφιοι “είναι αμφότεροι εχθροί του Ιράν, (…) η Κλίντον είναι χειρότερη επιλογή” από τον Τραμπ. Όταν επιβλήθηκαν οι κυρώσεις εναντίον του Ιράν υπό την προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα, “η κ. Κλίντον (τότε υπουργός Εξωτερικών) είχε εκτιμήσει ότι δεν ήταν αρκετές”, είπε ο Ιζαντί. “Είναι απολύτως βέβαιο ότι θα είναι πιο σκληρή απέναντι στον Ιράν σε σχέση με τον Ομπάμα”.

Ακόμη και στο μεταρρυθμιστικό στρατόπεδο έχουν τις αμφιβολίες τους.
“Αυτή τη φορά είναι δύσκολο να πάρουμε θέση”, εκτιμά ο Αμπάς Αμπντί, αναλυτής και δημοσιογράφος, που υπενθυμίζει στο Γαλλικό Πρακτορείο πως κατά τις δύο προηγούμενες αμερικανικές προεδρικές εκλογές είχε γράψει άρθρα “για να υποστηρίξει τον Ομπάμα επειδή ήταν προς το συμφέρον του κόσμου και του Ιράν”.

Αν και εκτιμά πως πρέπει να “προτιμηθεί” η Δημοκρατική υποψήφια, θεωρεί πως “τα συμφέροντα της κ. Κλίντον συνδέονται με ομάδες που βρίσκονται στην πηγή κρίσεων στην περιοχή” και πως “η προτίμησή της για (…) τη Σαουδική Αραβία ή ακόμη το Ισραήλ” δεν είναι καλό πράγμα για το Ιράν.

Για την πυρηνική συμφωνία, ο Αμπντί προβλέπει πως η Κλίντον θα συνεχίσει την πολιτική του Ομπάμα, αλλά θα έχει πιο σκληρή προσέγγιση όσον αφορά το Ιράν.
Οι Ιρανοί αναρωτιούνται για την τύχη που θα έχει αυτή η ιστορική πυρηνική συμφωνία, η οποία επιτεύχθηκε τον Ιούλιο του 2015 ανάμεσα στο Ιράν και στις έξι μεγάλες δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και οι Ηνωμένες Πολιτείες.

“Ο Τραμπ τη θεωρεί ως τη χειρότερη συμφωνία που έχει δει ποτέ” και δεσμεύθηκε να “τη σκίσει” αν εκλεγεί, παρατηρεί ο Φρανσουά Νοκουλόντ, πρώην πρεσβευτής της Γαλλίας στην Τεχεράνη και ειδικός στο Ιράν. Όμως “η Κλίντον, αν δεσμευθεί να την εφαρμόσει, θα διατηρήσει μια στάση πολύ μεγάλης δυσπιστίας απέναντι στο Ιράν”.

“Αλλά και από ιρανικής πλευράς, οι αντίπαλοι της συμφωνίας δεν έχουν ούτε κι αυτοί καταθέσει τα όπλα”, δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Νικουλόντ και η “συχνά επιθετική στάση” των δύο αμερικανών υποψηφίων “δεν συμβάλλει να πέσει η ένταση”.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ