Η ευρωβουλή είναι ένα θεατρικό δρώμενο που αναπαριστά τελετουργικά κάποια τυπικά που συναντούμε θεωρητικά και σε δημοκρατίες, αλλά αποτελεί ένα κολοσσιαίο εγχείρημα συγκάλυψης της ριζικής άρνησης της δημοκρατίας που χαρακτηρίζει το σύγχρονο ευρωπαϊκό πείραμα. Καλοπληρωμένοι κομπάρσοι απολαμβάνουν την τρυφηλότητα του ευρωκοινοβουλευτικού βίου προκειμένου να μην αναρωτιούνται και να μη ρωτούν για ποιο λόγο γίνονται όλα αυτά.
Οι πολίτες δεν ενδιαφέρονται για τίποτε, για δύο λόγους. Δεν έχουν ακούσει ποτέ στις ειδήσεις για «κρίσιμη συνεδρίαση του Ευρωκοινοβουλίου», ξέρουν μόνο τα «κρίσιμα Eurogroup». Γνωρίζουν λοιπόν πολύ καλά πως ό,τι τους αφορά κρίνεται πίσω από κλειστές θύρες, σε άτυπα όργανα, στα οποία κουμάντο κάνουν οι ισχυροί, και οι βαστάζοι τούς ακολουθούν. Δεν τρέφουν λοιπόν καμία ψευδαίσθηση ότι μπορεί να έχουν και δίκιο τα βιντεάκια της ευρωπαϊκής επιτροπής που διαφημίζουν την αξία της συμμετοχής και άλλα τέτοια φαιδρά. Επίσης, όπως γνωρίζουν με απόλυτη βεβαιότητα πως τίποτα από όσα συμβαίνουν εκεί δεν τους αφορά, ξέρουν επίσης ότι η υπερπολυτελής διαβίωση των υποτιθέμενων αντιπροσώπων τους είναι για τους ίδιους μακρινό, άπιαστο όνειρο. Δεν έχει σημασία αν κάποιοι προσθέτουν μερικά ακόμα δεκαχίλιαρα στον μισθό τους κλέβοντας τις αμοιβές των συνεργατών τους, που κλέβουν με τη σειρά τους τον μισθό από άλλους εργαζόμενους, που θα είχαν ίσως τη διάθεση να κάνουν κάτι, αντί να εισπράττουν μια κουτσουρεμένη αργομισθία ως συνένοχοι ενός διεφθαρμένου καλοπερασάκια.
Την ώρα που όλοι γνωρίζουν ότι αυτά δεν έχουν καμία απολύτως πολιτική σημασία, παίζονται δύο παράλληλα παιχνίδια που επιστρατεύονται προκειμένου να συγκινηθεί ο ψηφοφόρος και να πειστεί ότι δικαίως υπάρχουν όλοι αυτοί και δικαίως χρυσοπληρώνονται.
Το ένα επιχείρημα είναι ο μπαμπούλας της ακροδεξιάς. Το άλλο είναι η σκανδαλολογία.
Για τον μπαμπούλα της ακροδεξιάς, η σκέψη είναι παιδική. Φαντάζονται δηλαδή ότι μπορεί να κουνήσουν μπροστά μας την απειλή των νεοναζί και εμείς θα πούμε ΝΑΙ, ΣΩΣΤΕ ΜΑΣ, οι ίδιοι άνθρωποι που συναγελάζονται μαζί τους όταν βολεύει, τους αγκαλιάζουν και ανεβάζουν και φωτογραφία από τις αγκαλίτσες στο τουίτερ. Η ακροδεξιά βολεύει ακριβώς προκειμένου να μπορούν να πουν «Ελάτε σε μας, μόνο εμείς μπορούμε να σας σώσουμε». Εγώ λέω να μη με σώσει κανένας και ιδίως πολιτικοί με τους οποίους δεν έχω τίποτα άλλο κοινό εκτός από το ότι κανείς από τους δυο μας δεν έχει τατουάζ σβάστικα.
Για τη σκανδαλολογία, εκτιμώ ότι «το μεγαλύτερο σκάνδαλο της μεταπολίτευσης» είναι ένα ακόμη σκάνδαλο. Στην καλύτερη περίπτωση, κάποιοι θα πάνε φυλακή. Μπορεί και όχι. Αν το δίλημμα ήταν να τιμωρούνται ή να μην τιμωρούνται οι ένοχοι οικονομικών εγκλημάτων, θα έλεγα με σιγουριά πως προτιμώ να τιμωρούνται, παρά να παραμένουν ατιμώρητοι. Όμως οι αμοιβαίες κατηγορίες μεταξύ αντίπαλων πολιτικών, εξασφαλίζουν ότι δεν θα τεθούν ποτέ πολιτικά ερωτήματα επί τάπητος. Ό,τι συζητήσαμε για τη λιτότητα το συζητήσαμε. Τώρα μένει η τηλεόραση και το αν και πόσο αντιπαθούμε τον ένα ή τον άλλο πολιτικο που κατηγορείται ότι δωροδοκήθηκε.
Η πολιτική είναι διαχείριση της ελπίδας και της απελπισίας. Είναι διαχείριση δηλαδή του τρόμου, του δέους που νιώθει κανείς μπροστά στην απελπισία, και ταυτοχρόνως της υποτιθέμενης ελπίδας με την οποία τρέφεται για να μπορέσει να αντέξει. Το ερώτημα σε αυτή την περίπτωση είναι αν υπάρχει κάτι πέρα από την ελπίδα και την απελπισία. Αν ο μηδενισμός του «δεν αλλάζει τίποτε» αποτελεί μία προσωπική, ψυχολογικής τάξεως εξομολόγηση και κατά τα λοιπά είναι μία στάση πού δεν μπορεί να μεταμορφωθεί σε τίποτε άλλο παρά το να κοιτάζει κανείς τρένα να περνάνε και να ξεροκλαίει.
Η στάση της ελπίδας από την άλλη είναι μία στάση που μου φαίνεται υποκριτική αυτή τη στιγμή. Συνομιλώ με ανθρώπους που πολιτεύονται και ανάμεσά τους συνομιλώ και με ανθρώπους που εκτιμώ και συμπαθώ. Η προσπάθεια να πείσουν ότι υπάρχει κάτι που διακυβεύεται και σχετίζεται με την ψήφο μας δεν με αφήνει απλώς ασυγκίνητο. Μου φαίνεται εξωφρενική.
Ο Αλέξης Τσίπρας κατηγορείται για το ότι πρόδωσε την ελπίδα. Αυτό είναι μόνο εν μέρει σωστό. Είναι βεβαίως αλήθεια ότι ο Τσίπρας μπόρεσε να ανέλθει στην εξουσία υποσχόμενος πράγματα τα οποία (χωρίς να κοκκινίζει) τώρα τα ονομάζει και ο ίδιος αφελή.
Από την άλλη, θα πρέπει να του αναγνωρίσουμε ότι αυτό που συνέβη δεν το έκανε μόνος, κρατώντας το μαγικό ραβδί του κακού με το οποίο συνέτριψε ό,τι καλό θα συνέβαινε. Δεν είναι κάποιος γίγαντας του κακού. Είναι απλώς μία από τα ίδια, σε μια στιγμή που υπήρχε πολύ μεγάλη επιθυμία να πιστέψουν οι πολίτες ότι δεν θα είναι έτσι. Βρέθηκε την κρίσιμη στιγμή σε μία θέση που έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι η ζωή μπορεί και να είναι διαφορετική, και μετά αποδείχτηκε και αυτός ένας ακόμη Ευάγγελος Βενιζέλος της πολιτικής. Ένα μίγμα δηλαδή κυνισμού και αυθάδειας, που είναι πάρα πολύ γνώριμο σε όλους μας εδώ και πάρα πολλά χρόνια, σε μια στιγμή όμως ευαίσθητη. Σαν χυλόπιτα που πέφτει μετά από απόλυση: δεν είναι έγκλημα, αλλά πονάει κάπως περισσότερο. Για να μη νομιστεί ότι το λέω για να αθωώσω τον Τσίπρα, συμπληρώνω μια διευκρίνιση. Η «προδοσία του ΟΧΙ» θα ήταν αδύνατη αν υπήρχε κάποιος να το υπερασπιστεί αυτό το ΟΧΙ. Το να χωρίζουμε τον κόσμο σε έναν αθώο λαό και έναν ψεύτη πολιτικό είναι σχήμα ψυχικά συμφέρον αλλά εν τέλει άδικο, και κυρίως ανακριβές.
Η διάψευση της ματαιότητας των ανθρώπινων έργων, αυτών που ο χρόνος τα γκρεμίζει σαν παιδάκι με το πόδι, απαιτεί ανθρώπους με σκαρί ιδιαίτερο και πάρα πολύ σπάνιο. Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε να πει κανείς για τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος είναι ένας άνθρωπος που βγαίνει μέσα από τον αλγόριθμο που παράγει σωρηδόν «πολιτικές προσωπικότητες». Αστειάκια, εξυπνάδες στο κοινοβούλιο, επιχειρήματα δανεισμένα από τις δεξαμενές σκέψης του ωμού ρεαλισμού και κατά τα λοιπά δόξα και καλοπέραση.
Σκέφτομαι πως ένα στοιχείο που με χωρίζει από τους πιο πολιτικοποιημένος φίλους μου είναι η δυσπιστία μου απέναντι σε οποιοδήποτε ουτοπικό σχέδιο. Μου είναι αδύνατο, έστω και ως άσκηση της σκέψης ή άσκηση της λογοτεχνικής μου φαντασίας, να σκεφτώ ότι μπορεί να ξημερώσει ένας κόσμος καλύτερος από αυτόν που ζω, χάρη στην πολιτική μας δράση.
Και τι να κάνουμε;
Μιλούσα πριν από λίγες μέρες με έναν άνθρωπο που εκτιμώ πολύ, παρότι πιστεύει βαθιά στους θεσμούς ως εργαλείο πολιτικής αλλαγής. Καθώς εξέφραζα την απελπισία μου και τη δυσπιστία μου απέναντι σε οποιοδήποτε σχέδιο αλλαγής, μου είπε «Κωνσταντίνε, η λογική συνέπεια της άποψής σου είναι να καθόμαστε να κλαίμε τη μοίρα μας». Δεν βρίσκω κάτι κακό στο κλάμα. Το θεωρώ αντιθέτως σε κάποιες περιπτώσεις προτιμότερο από την αυτοεξαπάτηση.