Με 25% και την πρωτιά στις δημοσκοπήσεις, το Σιν Φέιν (Sinn Fein, Εμείς Οι Ίδιοι), κάποτε πολιτικό σκέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (Irish Republican Army, IRA), αναμένεται να είναι ο μεγάλος κερδισμένος των εκλογών του Σαββάτου 8 Φεβρουαρίου, στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Τα δύο κεντροδεξιά κόμματα της χώρας, Φιάννα Φάιλ και Φάιν Γκέιλ, ακολουθούν – και μάλιστα ενώ το τελευταίο προσμετρά στις (κυβερνητικές, ως τώρα) κατακτήσεις του την ανθούσα οικονομία της χώρας.
Όταν η κυβέρνηση του Φάιν Γκαέλ, υπό τον Λίο Βαράντκαρ, ανακοίνωσε εκτάκτως εκλογές, προ μηνός, θεωρούσε ότι τις είχε σίγουρες. Σήμερα έρχεται, με 20%, τρίτο στην κλασσική δημοσκόπηση των Ιρλανδικών Καιρών (Irish Times) και έχει διαφορά 5% από το πρώτο Σιν Φέιν και 2% από το, δεύτερο, Φιάννα Φάιλ. Αξίζει να αναφερθεί και το, καθόλου μικρό, ποσοστό των Πρασσίνων που φτάνει το 10%.
Ας ξεκαθαρίσουμε ότι, όσο ενισχυμένο κι αν βγει το Σιν Φέιν της Ιρλανδίας από τις εκλογές του Σαββάτου, είναι σχεδόν αδύνατο να σχηματίσει κυβέρνηση. Λογικά, τα δύο κεντροδεξιά κόμματα θα συνεργαστούν αν χρειαστεί – μια συνεργασία που αντίστοιχό της μπορεί να θεωρηθεί η συνεργασία ΠΑΣΟΚ – ΝΔ στις αρχές της κρίσης: οι δύο είναι παραδοσιακοί αντίπαλοι και η συγκυβέρνηση θα γίνει με το ζόρι και είναι βέβαιο ότι θα τους στοιχίσει, και θα ενισχύσει, προφανώς, επιπλέον το Σιν Φέιν.
Και τα δύο, επίσης, στηρίζουν την αντιπολίτευσή τους προς το Σιν Φέιν στην ανάδειξη των παλαιών δεσμών του με τον IRA, κάτι που δυσκολεύει την κυβερνητική συνεργασία μεταξύ οποιουδήποτε εν των δύο και των σοσιαλιστών. Ειδικά ο σημερινός πρωθυπουργός, τονίζει σε κάθε ευκαιρία ότι «ποτέ του δεν πρόκειται να κυβερνήσει μαζί με το Σιν Φέιν». Το ενδεχόμενο και νέων εκλογών σύντομα δε μπορεί να αποκλειστεί, έτσι όπως διαμορφώνεται σήμερα το τοπίο, αλλά και αυτό δε θα είναι υπέρ της κεντροδεξιάς. Η νέα γενιά της Ιρλανδίας έχει μεγαλώσει χωρίς μνήμες από τα «Προβλήματα», άλλωστε.
Είναι αλήθεια ότι, το κυβερνόν Φάιν Γκάελ «έσπρωξε» μιαν ιδιαίτερα προοδευτική ατζέντα σε κοινωνικά θέματα. Ανακοινώνοντας την έκτακτη εκλογική διαδικασία, ο ανοικτά ομοφυλόφιλος και μεικτής καταγωγής (Ινδός πατέρας και Ιρλανδή μητέρα), Λίο Βαράντκαρ, που ανέλαβε το κόμμα και υπηρετεί ως πρωθυπουργός, είχε τονίσει ότι έφερε «ισότητα στο γάμο, στο προσκήνιο τα γυναικεία δικαιώματα, αληθινή πρόοδο στην παιδεία, την εκπαίδευση και την φροντίδα των παιδιών», και οι Ιρλανδοί ψηφοφόροι αναγνωρίζουν ως θετικές τις κινήσεις του για την αντιμετώπιση του Μπρέξιτ. Ακόμη, τα αριθμητικά στοιχεία, που συχνά επικαλείται, δείχνουν αδιάψευστα για τη βελτίωση στην οικονομική κατάσταση της χώρας. Με απλά λόγια, με ανεργία κάτω από 5% και την υψηλότερη ανάπτυξη σε όλη την Ευρωζώνη, το χαμηλό ποσοστό του Φάιν Γκάελ δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από καμμία συνήθη παράμετρο καθορισμού της ψήφου.
Το Σιν Φέιν, το μόνο αριστερό κόμμα με αξιώσεις στις εκλογές, κερδίζει ελαφρά στα οικονομικά θέματα, κυρίως κοινωνικής πολιτικής. Το κόστος της κατοικίας, που έχει εκτοξευθεί, ειδικά στο Δουβλίνο, η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης και η δωρεάν υγεία, που γίνεται και πάλι ζητούμενο σε όλη την ΕΕ, είναι τα θέματα που επιμένουν στη δημόσια συζήτηση. Ωστόσο, η κρυφή «πληγή», που δε συζητείται τόσο ανοικτά στην Ιρλανδία, όσο στο απέναντι νησί, είναι το μέλλον της Ιρλανδίας, μετά το Μπρέξιτ.
«Το έχω τονίσει ξεκάθαρα ότι πιστεύω πως πρέπει να ψηφίσουμε για τα σύνορα μες στην επόμενη πενταετία και, σημαντικότερο, να ξεκινήσουν οι κινήσεις για την συνταγματική αναθεώρηση. Δεν είναι κάποια παράξενη κόκκινη γραμμή αυτό για το Σιν Φέιν, είναι απόλυτη αναγκαιότητα».
Μαίρη Λου ΜακΝτόναλντ, ηγέτις του Σιν Φέιν
Στη δημόσια συζήτηση, το Σιν Φέιν είναι το μόνο που στηρίζει την κρατική βοήθεια ενοικίου, την κρατική βοήθεια για την απόκτηση σπιτιού – κάτι σαν τη δική μας Εργατική Εστία εν δράσει- και την επαναφορά του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65.
Υπάρχουν όμως και δύο άλλα στοιχεία σημαντικά, με πρώτο, ίσως, αυτό που δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου: την απομάκρυνση του ιστορικού του ηγέτη, Τζέρρυ Άνταμς, συνδεδεμένου πολλαπλώς με την ιστορία του κόμματος επί της δράσης του IRA.
Η αποχώρηση του Τζ. Άνταμς από την ηγεσία, το 2018, και η ανάληψη από τη Μαίρη Λου ΜακΝτόναλντ, που είναι μία από τις δημοφιλέστερες πολιτικούς της χώρας σήμερα, έφερε νέο αέρα στην μόνη σοσιαλιστική πρόταση της κεντρικής πολιτικής σκηνής – ειδικά καθώς η Μαίρη Λου ΜακΝτόναλντ είναι η πρώτη φιλοευρωπαϊστρια ηγέτις του κόμματος στην ιστορία του, και φαίνεται ότι «πιάνει» από παλιά το λαϊκό παλμό στο θέμα της Ευρώπης, καθώς είχε πρωταγωνιστήσει στον αγώνα των Ιρλανδών κατά της συνθήκης της Λισσαβώνας (η Ιρλανδία την είχε απορρίψει).
Παράλληλα, η Ιρλανδία είναι, ηλικιακά, μια νέα χώρα, και το παρελθόν δε φαίνεται να τη βασανίζει πια – ειδικά από όταν και η τελευταία ιστορική γενιά αγωνιστών του IRA, με δεσμούς με το Σιν Φέιν, έχει πεθάνει ή αποσυρθεί. Η νέα γενιά της Ιρλανδίας κοιτάει στο μέλλον, που φαίνεται να έχει αποκοπεί για τα καλά από το παρελθόν. Με μέσο όρο ηλικίας τα 36 χρόνια και ήδη 22 χρόνια ειρήνης, πολλοί λίγοι εκ των νέων ψηφοφόρων ακούνε σήμερα τις «παλιές» ιστορίες σαν κάτι περισσότερο από ιστορίες… Και η ανυπαρξία συνόρων, μέσα στην ΕΕ, μόνο βοήθησε σε αυτό.
Η ανάληψη από την 50χρονη Μαίρη Λου ΜακΝτόναλντ, πλήρως αθώα του αίματος, προ διετίας, δεν έφερε άμεσα καλά αποτελέσματα, είναι αλήθεια. Οι δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, με το Σιν Φέιν υπό την ηγεσία της, είδαν τα ποσοστά του κόμματος να πέφτουν πιο χαμηλά. Όμως το Μπρέξιτ, και το γεγονός ότι το Μπρέξιτ γίνεται πραγματικότητα, του έδωσε νέα δυναμική.
Είναι γνωστό ότι τόσο η Βόρεια Ιρλανδία όσο και η Σκωτία δεν επιθυμούν το Μπρέξιτ. Το Σιν Φέιν της Βόρειας Ιρλανδίας (μετέχει της κυβέρνησης), και ο ρωμαιοκαθολικός πληθυσμός, που εκφράζει, και που είναι υπέρ μιας ενωμένης Ιρλανδίας, ψήφισε κατά του Μπρέξιτ και σήμερα ήδη ζητεί, όλο και δυνατότερα, την διενέργεια δημοψηφίσματος για μια ενιαία Ιρλανδία εντός της ΕΕ. – θέση που υιοθέτησε πλήρως και το Σιν Φέιν της ελεύθερης Ιρλανδίας. Το έτος αυτού του δημοψηφίσματος τοποθετείται, σήμερα, στο 2025 – το τέλος της θητείας του κοινοβουλίου που θα προκύψει το Σάββατο, αν την εξαντλήσει, καθώς η σταθερά στην Ιρλανδία είναι η πενταετία.
Στις βρετανικές εφημερίδες, η πιθανή νίκη του Σιν Φειν και η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος παίρνει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ ότι στον Ιρλανδικό Τύπο: απειλεί, λένε, με διάλυση του Ηνωμένο Βασίλειο. Κι αυτό γιατί, οι Βρετανοί αποδίδουν την αύξηση στην βασική αρχή της ίδρυσης του Σιν Φέιν: μία ελεύθερη και ενιαία Ιρλανδία. Το Φιάννα Φάιλ ήδη έχει προσθέσει στις προεκλογικές του θέσεις τη διερεύνηση διεξαγωγής ενός δημοψηφίσματος με θέμα την ενότητα, στο μέλλον – μόνο που αυτό το μέλλον δεν ορίζεται, και η διερεύνηση δεν αποτελεί δέσμευση. Ωστόσο, η ανάγκη να τονιστεί κάτι τέτοιο δείχνει πόσο μεγαλώνει το σχετικό ρεύμα και πως ίσως το ζήτημα αναδειχθεί σε κεντρικό σε μια επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Ήδη, βουλευτές κάνουν λόγο για «ανάγκη να οριστεί το 50%+1 ως ποσοστό για την ενοποίηση» και «να προετοιμαστεί καλά ο δρόμος της ενοποίησης, ώστε να μην έχει τα προβλήματα του Μπρέξιτ».
Αν το δημοψήφισμα διεξαχθεί, το αποτέλεσμα είναι σχεδόν βέβαιο. Στη μετά Μπρεξιτ εποχή, οι Ιρλανδοί ψηφοφόροι, ως σύνολο και από τις δύο πλευρές των συνόρων, δίνουν ένα 80% στην προοπτική μιας ενωμένης, ενιαίας Ιρλανδίας, στις δημοσκοπήσεις, με σημαντικότερη αυτή που έκαναν οι Κυριακάτικοι Καιροί του Λονδίνου (Sunday Times). Επίσης, πάνω από 40% πιστεύει ότι αυτή η ενιαία Ιρλανδία θα γίνει πραγματικότητα μες στην επόμενη δεκαετία ενώ ακόμη 20% το βλέπει στην επόμενη εικοσαετία. Η πίεση μιας τέτοιας προοπτικής, όπως φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις, είναι πολύ πιθανό να αλλάξει την ατζέντα και των κεντροδεξιών Ιρλανδικών κομμάτων, και να τη φέρει πολύ πιο κοντά στο δημοψήφισμα ή τη στήριξη της πρότασης για ενοποίηση μες στη δεκαετία. Αν και οι οικονομικοί δεσμοί της Ιρλανδίας με τη Μ. Βρετανία είναι ισχυρότατοι – και δεν διαρρήχθηκαν ουσιαστικά ποτέ – οι δεσμοί της Ιρλανδίας με την ΕΕ, που συγκινούν τους νέους ψηφοφόρους, μπορεί να αναδειχθούν σήμερα σε πιο ισχυρούς, ειδικά καθώς «μιλούν» και στο παλιό όνειρο των πιο ηλικιωμένων, για μια ελεύθερη και ενιαία πατρίδα.