Η κυβέρνηση θέλει να αλλάξει το Πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας για να διευκολύνει τη ροή ορισμένων αγαθών από τη Μεγάλη Βρετανία στη Βόρεια Ιρλανδία.
Μιλώντας στο στο BBC, ο Μιχόλ Μάρτιν πρόσθεσε ότι η νομοθεσία είναι απαράδεκτη και αντιπροσωπεύει «μονομέρεια του χειρότερου είδους».
«Δεχόμαστε πλήρως ότι υπάρχουν νόμιμα ζητήματα σχετικά με τη λειτουργία του πρωτοκόλλου και πιστεύουμε ότι με σοβαρές συνεχείς διαπραγματεύσεις μεταξύ της ΕΕ και της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου αυτά τα ζητήματα θα μπορούσαν να επιλυθούν», είπε.
«Είναι βαθιά ανησυχητικό για τη βιομηχανία και τις επιχειρήσεις στη Βόρεια Ιρλανδία… στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει μια μορφή οικονομικού βανδαλισμού της Βόρειας Ιρλανδίας», είπε.
Ο κ. Μάρτιν είπε ότι τα στοιχεία δείχνουν ότι η οικονομία της Βόρειας Ιρλανδίας «τα πάει πολύ καλά» στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου και υποστήριξε ότι αυτό δεν διατυπώθηκε αρκετά από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.
Στη συμφωνία, και οι δύο πλευρές συμφώνησαν να θέσουν ελέγχους σε αγαθά, φυτικά και ζωικά προϊόντα που διέρχονται από τη Μεγάλη Βρετανία στη Βόρεια Ιρλανδία, προκειμένου να αποφευχθεί η ύπαρξη σκληρών συνόρων στο νησί της Ιρλανδίας.
Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει επιμείνει ότι η μονομερής προσέγγισή του είναι η μόνη επιλογή που απομένει για την επίλυση των ζητημάτων εντός του πρωτοκόλλου, εάν η ΕΕ αρνηθεί να ξαναγράψει εκ βάθρων τους όρους της συμφωνίας.
Ωστόσο, ο Μάρτιν είπε ότι η νομοθεσία που υπονομεύει σχεδόν όλες τις πτυχές του πρωτοκόλλου δεν είναι αποδεκτή.
Το πρωτόκολλο για τις Ιρλανδία / Βόρεια Ιρλανδία, κοινώς αναφερόμενο ως πρωτόκολλο για τη Βόρεια Ιρλανδία, είναι το μέρος της συμφωνίας αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου με το οποίο αποτρέπεται η δημιουργία σκληρών συνόρων στη νήσο της Ιρλανδίας μετά την επίσημη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ στις 31 Ιανουαρίου 2020.
Το πρωτόκολλο λαμβάνει υπόψη τις ιδιάζουσες συνθήκες που επικρατούν στη νήσο της Ιρλανδίας. Αποτέλεσε αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχοντας σχεδιαστεί ως σταθερή και βιώσιμη λύση που αποσκοπεί στην προστασία της οικονομίας στο σύνολο της νήσου και στην τήρηση της συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής (συμφωνία του Μπέλφαστ) σε όλες τις διαστάσεις της, καθώς και στη διαφύλαξη της ακεραιότητας της ενιαίας αγοράς της ΕΕ.