Tο θρίλερ του διχασμού (και) της ισπανικής κοινωνίας αποτυπώνεται στο αποτέλεσμα των χθεσινών εκλογών, στις οποίες η καταμέτρηση και ανακοίνωση αποτελεσμάτων αποδείχθηκε θρίλερ, για όσους ξενύχτησαν. Τα περισσότερα διεθνή μέσα κάνουν λόγο για “κυβέρνηση στο καθαρτήριο” (limbo) καθώς οι έδρες είναι έτσι μοιρασμένες που πολύ δύσκολα θα αναδειχθεί κυβέρνηση, αν και, σχεδόν με βεβαιότητα μπορεί να προβλέψει κανείς πως αποκλείεται η δεξιά / ακροδεξιά συγκυβέρνηση. Φρόντισαν γι’ αυτό τα 24 εκατομμύρια ψηφοφόρων που εμφανίστηκαν και ψήφισαν, παρά τον αφόρητο καύσωνα – πολλοί μάλιστα εμφανίστηκαν στα εκλογικά κέντρα κρατώντας ..ομπρέλες και ψυγειάκια, καθώς μετά θα αναχωρούσαν για τις παραλίες, δίνοντας ένα ωραίο θέμα στους φωτορεπόρτερς.

Η δυσκολία σχηματισμού κυβέρνησης

Με την προοπτική των εντολών σχηματισμού, οι αναλυτές καταγράφουν το αποτέλεσμα ως “δεξί μπλοκ” με 166 έδρες και “αριστερό μπλοκ” με 153, ή, προσμετρώντας και τα μικρότερα κόμματα και θεωρώντας ότι θα αποδεχθούν να μετέχουν σε κάποιο από τα μπλοκ, δίνουν ένα 173 -172, μια έδρα διαφορά υπέρ του “αριστερού μπλοκ”, με αδύνατο το σχηματισμό κυβέρνησης, παρ’ ότι οι κύριοι αντίπαλοι (που δηλώνουν “νικητές” και οι δύο) υπόσχονται “να προσπαθήσουν”.

Η ισπανική βουλή αποτελείται από 350 βουλευτές. Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως οι κυβερνήσεις συνασπισμού είναι κάτι πολύ νέο στην ιστορία της ισπανικής δημοκρατίας: πρώτη είναι η σημερινή συγκυβέρνηση του PSOE (Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, Partido Socialista Obrero Espanyol)  και του Μπορούμε (Podemos), για την οποία χρειάστηκαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις ώστε να επιτευχθεί τελικά.

Η άνοδος της “παραδοσιακής δεξιάς”, του Λαϊκού Κόμματος (Partido Popular, PP) είναι εμφανής, αν και εν μέρει οφείλεται στην κατάρρευση άλλων κομμάτων, και κυρίως του κόμματος των Πολιτών (Ciudadanos) και στη μείωση της δύναμης του ακροδεξιού Βοξ (Vox). Από περίπου πέντε εκατομμύρια ψήφους και 89 έδρες το 2019, σήμερα το ΡΡ βρίσκεται με περίπου οκτώ εκατομμύρια ψήφους, και 136 έδρες. Το Βοξ, που είχε λάβει περίπου 3,5 εκατομμύρια ψήφους το 2019, χθες έλαβε 2,8 εκατομμύρια, μείωση σημαντική που το οδηγεί από τις 52 έδρες στις 33. Ομοίως, σημαντική είναι και η μείωση των Ποδέμος, που “αντιστοιχούν” στο σχήμα Σουμάρ (Μαζί, Σούμα, Sumar) της αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Γιολάντας Ντίαθ, σχήμα που περιελάμβανε 15 μικρότερα κόμματα και κινήματα της αριστεράς, το οποίο έλαβε περίπου τρία εκατομμύρια ψήφων έναντι 3,5 του Ποδέμος το 2019.

Όμως, και οι σοσιαλιστές επέτυχαν αύξηση των δυνάμεών τους, καθώς έλαβαν περίπου ένα εκατομμύριο περισσότερες ψήφους απ’ ότι το 2019 και δύο έδρες παραπάνω, όπως τόνισε κι ο νυν πρωθυπουργός στην νικητήρια ομιλία του. Αναλυτές εκτιμούν, ωστόσο, ότι η αύξηση αυτή αφορά σε ψήφους που “στερήθηκαν” τα αποσχιστικά κόμματα σε Χώρα των Βάσκων και Καταλωνία, από πολίτες που δεν ήθελαν επουδενί να δουν μια κυβέρνηση με τη συμμετοχή του Βοξ, το οποίο διακηρύσσει την απαγόρευση κάθε αποσχιστικής φωνής.

Ο ηγέτης του Βοξ, Σαντιάγο Αμπασκάλ, συνεχάρη το Λαϊκό Κόμμα για τη νίκη του και ανέδειξε ακριβώς αυτό: “τα κακά νέα για πολλούς ισπανούς είναι πως αν και ο Πέδρο Σάντσεθ έχασε τις εκλογές, μπορεί να μπλοκάρει το σχηματισμό νέας κυβέρνησης ή ακόμη χειρότερα να παραμείνει πρωθυπουργός με την βοήθεια των κομμουνιστών, των υποστηρικτών της [καταλανικής] απόσχισης και των τρομοκρατών [έτσι χαρακτηρίζει τους Βάσκους]”. Αυτή τη φορά απέφυγε να αναφερθεί στα δικαιώματα των γυναικών που αμφισβητεί, με πρώτο το δικαίωμα στην άμβλωση, και στα γι’ αυτόν “απαράδεκτα” δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+, θέματα τα οποία αποτελούν την μόνιμη επωδό των ομιλιών του.

Σε κανένα σενάριο, πάντως, δεν υπάρχει δυνατότητα σχηματισμού δεξιάς κυβέρνησης. Παρ’ ότι το Λαϊκό Κόμμα ήρθε πρώτο, και παρότι δεν έχει πρόβλημα να συγκυβερνήσει με το Βοξ, όπως τόνισε ο ηγέτης του, Αλμπέρτο Νούνιεθ Φεϊχό, τα κουκιά δεν βγαίνουν: δεν υπάρχουν άλλες δυνάμεις πρόθυμες να στηρίξουν μια τέτοια κυβέρνηση. Αντιθέτως, ο Σάντσεθ έχει τη δυνατότητα να επιτύχει και κάποιες ακόμη συνεργασίες – πόσο θα κρατούσε όμως μια τέτοια κυβέρνηση είναι ζητούμενο.

O σημερινός πρωθυπουργός, ανακοινώνοντας τη νίκη του κόμματός του, ανέφερε πως “απέτυχε το μπλοκ όσων κοιτούν στο παρελθόν και πρότεινε την πλήρη απαλοιφή όλης της προόδου που επιτύχαμε την τελευταία τετραετία”. Τον δικαιώνει το γεγονός πως, το “μπλοκ” των προοδευτικών δυνάμεων κατόρθωσε να διατηρήσει εν πολλοίς τις δυνάμεις του, και η προσπάθεια του Βοξ, και της δεξιάς ευρύτερα, να μετατρέψουν την εκλογική αναμέτρηση σε κοινωνική αναμέτρηση, φέρνοντας στον προεκλογικό αγώνα έναν ρατσιστικό, ομοφοβικό λόγο, απέτυχε. Το – πολυχρησιμοποιημένο, από μια μάλλον αντεργατική και αποτυχημένη κυβέρνηση- αφήγημα περί “νίκης των φασιστών” κέρδισε τις εκλογές και ο Σάντσεθ το αναγνωρίζει, όπως και οι ψηφοφόροι του που πανηγύριζαν χτες με το αντιφασιστικό, ιστορικό σύνθημα “Δεν θα περάσουν!” (No pasaran). Κατά πόσον, όμως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί με την ίδια επιτυχία αν υπάρξει νέα προσφυγή στις κάλπες, μένει να δειχθεί. Ειδικά όταν ήδη διαφαίνεται ότι, εν όψει των αναταραχών λόγω της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, ο Σάντσεθ είναι έτοιμος να καταφύγει στα ίδια στα οποία καταφεύγει και η δεξιά: αστυνομοκρατία και καταστολή των εργατικών κινητοποιήσεων, όπως έκανε πρόσφατα στη Γαλικία. Στο δε προσφυγικό, η πολιτική του είναι ανάλογη αυτής της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Όπως έχουν τα αποτελέσματα, η πιθανότητα μιας νέας συγκυβέρνησης με τον Σάντσεθ πρωθυπουργό, εξαρτάται κυρίως από τα μικρά, περιφερειακά κόμματα, που έχουν συνολικά λάβει 19 έδρες, και κυρίως από το τι θα αποφασίσει να πράξει το καταλανικό αποσχιστικό κόμμα του Κάρλες Πουιτζντεμόν, Junts per Catalunya (Ενωμένοι για την Καταλωνία). Ο εξόριστος καταλανός ηγέτης έχει δηλώσει, προεκλογικά, πως δεν πρόκειται να συγκυβερνήσει με κανέναν, αλλά η υποψήφια του Junts, Μίριαμ Νογέρας, δήλωσε χθες πως “το κόμμα αντιλαμβάνεται τι δηλώνει το αποτέλεσμα των εκλογών και θα εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που του παρουσιάζεται” – είναι προφανές ότι θα ζητηθούν ανταλλάγματα, και όχι μόνον προσωπικά για τον εξόριστο ηγέτη*, με πιθανότερο αυτό της διεξαγωγής (νομίμου) δημοψηφίσματος, κάτι που μάλλον δε θα αποδεχθεί ο σημερινός πρωθυπουργός. Πάντως, αν ο Σάντσεθ κυβερνήσει και με το Junts, όποια παραχώρηση κι αν κάνει, θα ξαναβρεθεί αντιμέτωπος με τις ίδιες κατηγορίες περί παραχωρήσεων τόσο στο βάσκικο όσο και στο καταλανικό αποσχιστικό κίνημα. Αν, δε, δεν προχωρήσει σε υλοποίηση των όποιων παραχωρήσεων, η νέα κυβέρνησή του δεν θα κρατήσει πολύ…

Τα προηγηθέντα

Λίγο πριν αρχίσει να διαμορφώνεται εικόνα για το αποτέλεσμα των Ισπανικών εκλογών της Κυριακής 23 Ιουλίου 2023, οι περισσότεροι αναλυτές, στηριζόμενοι κυρίως στις δημοσκοπήσεις, «έβλεπαν» δεξιά/ ακροδεξιά κυβέρνηση και ήττα της κεντροαριστεράς/ αριστεράς. «Το ρίσκο του Σάντσεθ δεν φέρνει το ποθούμενο» ήταν ο σχετικός τίτλος του Αλ Τζαζίρα, «Ρίσκαρε ο Πέδρο Σάντσεθ με τις πρόωρες εκλογές» ανέφερε το CNN, με δεκάδες άλλα μέσα να αποτυπώνουν την ίδια εικόνα. Ανησυχία όλων, η πιθανή συνεργασία του Λαϊκού Κόμματος με το Βοξ, που, όπως έδειχναν οι δημοσκοπήσεις, μαζί θα είχαν την απαιτούμενη πλειοψηφία. Συνεργασία που θα επανέφερε τους οπαδούς του Φράνκο στην κυβέρνηση – το σενάριο αυτό, στο οποίο πόνταρε ο Σάντσεθ, ήταν που κινητοποίησε πολλούς από τους πολίτες…

Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις που προηγήθηκαν των εκλογών, η δεξια είχε τις περισσότερες πιθανότητες να κυβερνήσει. Στη δημοσκόπηση του καναλιού Σίγμα Δος, που ήρθε πολύ κοντύτερα στο αποτέλεσμα και είχε δείγμα 17.000 πολιτών, το Λαϊκό Κόμμα  φερόταν να λαμβάνει 145- 150 έδρες, σε σύνολο 350 εδρών, και το Βοξ 24-27, δηλαδή αν επιτύγχαναν αποτέλεσμα κοντά στα υψηλότερα ποσοστά τους είχαν τις απαιτούμενες για μια κυβέρνηση όχι πολύ σταθερή, αλλά πάντως κυβέρνηση.

Στη δημοσκόπηση της GAD3, με δείγμα 10.000 πολίτες, το Λαϊκό Κόμμα φερόταν να λαμβάνει 147-153 έδρες και το Βοξ 29-33, οπότε η δεξιά/ακροδεξιά συγκυβέρνηση θα ήταν βέβαιη.

Όταν οι κάλπες έκλεισαν, στις 8μμ τοπική ώρα, οι δημοσκοπήσεις κάλπης (exit polls) έδιναν και πάλι μπροστά το Λαϊκό Κόμμα και πιθανή την συγκυβέρνηση με το Βοξ. Εκείνο που δεν έδειχναν, και που αποτέλεσε βασικό παράγοντα στη διαμόρφωση του αποτελέσματος, ήταν η μεγάλη προσέλευση των ψηφοφόρων στις κάλπες. Παρ’ ότι ο καύσωνας είναι αφόρητος και στην Ισπανία, παρότι οι προβλέψεις ήθελαν να μειώνεται η προσέλευση – λόγω Ιουλίου, καύσωνα και αδιαφορίας – οι ψηφοφόροι προσήλθαν μαζικά – σχεδόν 4% προσέλευση άνω αυτής των εκλογών του 2019.

Υπενθυμίζεται πως, ο Πέδρο Σάντσεθ αποφάσισε να κηρύξει πρόωρες εκλογές μετά τις τοπικές εκλογές του Μαϊου, όταν τόσο το κόμμα του όσο και το Ποδέμος, με το οποίο συγκυβερνούσε, εμφάνισαν μεγάλη πτώση στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές.

Από τις μικρές εκπλήξεις των εκλογών ήταν η αύξηση των δυνάμεων του αριστερού αποσχιστικού κόμματος ΕΗ Bildu (Euskal Herria Bildu, Ενωμένη Χώρα των Βάσκων), που αναδεικνύεται σταθερά στην ανερχόμενη δύναμης της συγκεκριμένης αυτονομίας.

Οι εντολές σχηματισμού κυβέρνησης θα δοθούν μετά την σύγκληση του νέου κοινοβουλίου, στις 17 Αυγούστου. Η πρώτη θα δοθεί από το βασιλιά Φίλιππο τον 6ο στον ηγέτη του Λαϊκού Κόμματος – σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, Μαριάνο Ραχόι, που αρνήθηκε την εντολή το 2015, ο Αλμπέρτο Νιούνεθ Φεϊχό δήλωσε ότι θα την αποδεχθεί. Ο ισπανικός νόμος δεν έχει συγκεκριμένο διάστημα επαφών μετά την εντολή, αλλά προβλέπει συνολικά η όλη διαδικασία να κρατήσει το μέγιστο ένα δίμηνο, αλλοιώς η χώρα ξαναπάει σε εκλογές. Με αυτά τα δεδομένα, αν ξαναγίνουν εκλογές, μάλλον θα γίνουν προς το τέλος του 2023.

 

*Να υπενθυμίσουμε ότι ο Πουιζντεμόν διέφυγε από την Ισπανία το 2017, μετά το (παράνομο κατά την κυβέρνηση) δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλωνίας. Διώκονταν με τις κατηγορίες της εξέγερσης και κατάχρησης δημοσίου χρήματος (για τα χρήματα που διατέθηκαν για να οργανωθεί το δημοψήφισμα). Εξελέγη, όντας εξόριστος, ευρωβουλευτής, αποκτώντας ασυλία. Προ ολίγων εβδομάδων το ευρωπαϊκό δικαστήριο αποφάσισε την άρση της ασυλίας του και αυτό σημαίνει πως θα εκδοθεί και δικαστεί, αν υπάρξει ένα νέο αίτημα έκδοσης από την Ισπανία.