Το πρώτο νομοσχέδιο, το οποίο προωθεί ο ακροδεξιός υπουργός Εθνικής Ασφάλειας Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ, πέρασε στην Κνεσέτ με 39 ψήφους υπέρ και 16 κατά και πλέον μεταφέρεται σε κοινοβουλευτική επιτροπή για περαιτέρω επεξεργασία. Ο Μπεν Γκβιρ, που αποτελεί κεντρική φιγούρα της ισραηλινής ακροδεξιάς, υποστηρίζει ότι η εφαρμογή της θανατικής ποινής θα λειτουργήσει ως αποτρεπτικό μέσο κατά της τρομοκρατίας και των επιθέσεων εναντίον Ισραηλινών πολιτών. Μάλιστα, προειδοποίησε ότι το κόμμα του θα αποσύρει τη στήριξή του από την κυβερνητική συμμαχία αν το νομοσχέδιο δεν τεθεί σε ψηφοφορία.

Η ποινή του θανάτου στο Ισραήλ ισχύει ήδη μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως προδοσία ή εγκλήματα πολέμου, και δεν έχει εφαρμοστεί εδώ και δεκαετίες. Το νέο νομοσχέδιο, ωστόσο, στοχεύει στην επέκταση της θανατικής ποινής για τους «τρομοκράτες», μια διατύπωση που καταφανώς στοχεύει τους Παλαιστίνιους, καθώς θα επιβάλλεται σε οποιονδήποτε προκαλεί τον θάνατο Ισραηλινού πολίτη με «ρατσιστικό ή εθνοκαθαρτικό κίνητρο» με την απόφαση να λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία και χωρίς δυνατότητα ελαφρυντικών για τους καταδικασθέντες. Αυτό σημαίνει ότι το νομοσχέδιο εφαρμόζεται για τους Παλαιστίνιους που σκοτώνουν Ισραηλινούς, ενώ δεν ισχύει για την περίπτωση του αντιστρόφου.

Η επιτροπή Εθνικής Ασφάλειας του Ισραήλ υποστηρίζει ότι ο σκοπός του νομοσχεδίου είναι να «κόψει τη τρομοκρατία από τη ρίζα», δίνοντας το μήνυμα ότι «κάθε τρομοκράτης που ετοιμάζεται να διαπράξει φόνο πρέπει να ξέρει πως δεν υπάρχει παρά μόνο μια τιμωρία: η ποινή του θανάτου». Ωστόσο, οι αντιδράσεις από τη διεθνή κοινότητα είναι έντονες, με τον ΟΗΕ και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων να καταγγέλλουν την κατάφωρη παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των Παλαιστινίων.

Κλείσιμο ξένων ΜΜΕ με κυβερνητική εντολή χωρίς δικαστική απόφαση

Το δεύτερο νομοσχέδιο, το οποίο έχει επίσης προκαλέσει αντιδράσεις, αφορά την απαγόρευση ξένων ΜΜΕ στη χώρα χωρίς δικαστική απόφαση. Το νομοσχέδιο, που είναι γνωστό και ως «Νόμος Αλ Τζαζίρα», αποσκοπεί στο να δώσει στην ισραηλινή κυβέρνηση το δικαίωμα να κλείνει ξένα μέσα ενημέρωσης που θεωρεί αντιπαραθετικά προς την πολιτική της, χωρίς την έγκριση δικαστικών αρχών. Ο νόμος έρχεται μετά το κλείσιμο των γραφείων του καταριανού τηλεοπτικού δικτύου Αλ Τζαζίρα στο Ισραήλ το 2024, το οποίο είχε κατηγορηθεί από το υπουργείο Επικοινωνιών για «φιλοχαμασική» στάση και προκατάληψη στην κάλυψη του πολέμου στη Γάζα, κατηγορίες που το κανάλι έχει απορρίψει.

Η νέα νομοθεσία, που κατατέθηκε από τον βουλευτή του Λικούντ Αριέλ Κάλνερ, επιτρέπει στην κυβέρνηση να κλείνει μέσα ενημέρωσης και να αφαιρεί τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου, ακόμα και εκτός περιόδων έκτακτης ανάγκης ή πολέμου. Η Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF) έχει καταδικάσει τη νομοθεσία, χαρακτηρίζοντάς τη ως «πρώτο καρφί στο φέρετρο της ανεξαρτησίας των ΜΜΕ» στο Ισραήλ. Η οργάνωση προειδοποιεί ότι αυτή η κίνηση, σε συνδυασμό με το στρατιωτικό και πολιτικό κλίμα της χώρας, θα έχει σοβαρές και μακροχρόνιες συνέπειες για την ελευθερία του Τύπου και την ανεξαρτησία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στην περιοχή.

Οι διεθνείς αντιδράσεις σε αυτά τα νομοσχέδια είναι έντονες. Ο ΟΗΕ και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταδικάζουν την ισραηλινή πολιτική στη Δυτική Όχθη, ειδικά όσον αφορά το στρατιωτικό δικαστήριο και τη νέα νομοθεσία για την ποινή του θανάτου, προειδοποιώντας για τις σοβαρές παραβιάσεις των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων.

Η Χαμάς, από την πλευρά της, χαρακτήρισε το νέο νομοσχέδιο «κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου», ενώ η Παλαιστινιακή Αρχή εξέφρασε την ανησυχία της ότι η εφαρμογή της ποινής θανάτου και η γενικότερη πολιτική του Ισραήλ στοχεύει στη συνέχιση της γενοκτονίας και εθνοκάθαρσης των Παλαιστινίων.