Οι ήρωές του είναι πρόσωπα υπαρκτά, με τις ζωές τους, τη δραστηριότητά τους, την τραγική μοίρα τους. Την ίδια στιγμή γίνονται οι ήρωες ενός ασύλληπτου, σκοτεινού κόσμου: μισητοί θύτες (εδώ όλοι οι δολοφόνοι αναφέρονται με τα πραγματικά τους ονόματα, όπως διευκρινίζει ο συγγραφέας) και τρομοκρατημένα, μπερδεμένα, θυμωμένα θύματα (για πολλά εξ αυτών χρησιμοποιεί ονόματα ποιητών, συγγραφέων, λογοτεχνικών ηρώων, κλπ.).

Τα χρυσωρυχεία είναι ο βασικότερος λόγος υπάρξεως της Κολιμά. Η Κολιμά κρύβει χρυσό, κι αυτό είναι γνωστό εδώ και εκατό χρόνια. Κανείς όμως δεν σκέφτηκε να εξορύξει αυτόν το χρυσό, και αυτό γιατί οι συνθήκες σε κάθε περίπτωση θα ήταν αδιανόητες για τις δυνατότητες ενός ανθρώπου, όπως λέει ο συγγραφέας σε γράμμα του. Στις ζοφερότερες εποχές, μόνο στην Κολιμά βρίσκονταν 800-900.000 κρατούμενοι. Για να δουλέψει καλύτερα η βιομηχανία παραγωγής πλούτου, η κυβέρνηση φροντίζει να δώσει ζωή στον αφιλόξενο «πλανήτη των θησαυρών» δια του αποικισμού. Παρέχει αξιοπρόσεκτα για την εποχή οικονομικά κίνητρα σε ελεύθερους συμβασιούχους που θα καταλάμβαναν διοικητικές θέσεις («μακρύ ρούβλι» αποκαλούνταν οι υψηλές αμοιβές στην Κολιμά) και τροφοδοτεί την παραγωγή με εργατικά χέρια κρατούμενων σκλάβων. Γύρω από τα ορυχεία αναπτύσσονται οικισμοί με τις δομές κανονικών πόλεων (δικαστήρια, κομματικά όργανα, κομματική νεολαία, φυλακές, νοσοκομεία, θέατρα, και προλεταριάτο τις ατέλειωτες «καραβιές» κρατουμένων).

Ποιοι ήταν οι τρόφιμοι της Κολιμά; Όλοι: διανοούμενοι, κομματικοί, τεχνίτες, αγρότες, αιχμάλωτοι πολέμου – εν ολίγοις, όλοι όσοι διέθεταν δύο χέρια για να δουλέψουν. Ήταν φορέας που και το ένα χέρι αρκούσε. «Από το πρώτο λεπτό της φυλακής μου έγινε ξεκάθαρο ότι στις συλλήψεις δεν γίνονταν λάθη, ότι συμβαίνει σχεδιασμένη εξόντωση ολόκληρης ‘κοινωνικής ομάδας’, όλων όσοι από τη ρωσική ιστορία των τελευταίων χρόνων θυμούνταν ό,τι δεν έπρεπε να θυμούνται. Το κελί ήταν πήχτρα από στρατιωτικούς, παλιούς κομμουνιστές, που μετατράπηκαν σε ‘εχθρούς του λαού’», λέει ο συγγραφέας μας. Ποτέ κανένας δεν έφυγε από την Κολιμά έχοντας εκτίσει την αρχική ποινή του. Πάντα θα έπαιρνε μία δεύτερη ή μία Τρίτη. Σύλληψη και δίκη ενώ κάποιος εκτίει ήδη ποινή, ήταν μια καινοτομία που συνηθιζόταν πολύ στη ρωσική προσέγγιση της τιμωρίας, με αποτέλεσμα να μειώνεται δραματικά ο αριθμός εκείνων που επιβίωναν και επέστρεφαν, έστω και μετά από αρκετά χρόνια, στην κανονική τους ζωή. Ο Βαρλάμ Σαλάμοφ πέρασε στην Κολιμά δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια – τα καλύτερά του υπό άλλες συνθήκες, και τα πιο δημιουργικά. (από τον πρόλογο).

Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια καλλονή. Η Μάρια Μιχάηλοβνα Ντομπρολιούμποβα. Ο Μπλοκ έγραψε γι’ αυτή στο ημερολόγιό του: οι αρχηγοί της επανάστασης την άκουγαν χωρίς να τη διακόπτουν, αν ήταν διαφορετική μπορεί και να μην είχε χαθεί. Η εξέλιξη της επανάστασης μπορεί να ήταν άλλη. Αν ήταν διαφορετική!

Κάθε ρώσικη γενιά –κι όχι μόνο ρώσικη- φέρνει στον κόσμο ίδιο αριθμό γιγάντων και μηδενικών. Διάνοιες, ταλέντα. Η εποχή απαιτεί να ανοίξεις δρόμο στον ήρωα, στο ταλέντο, ή να τον σκοτώσεις σε μια τυχαία στιγμή, ή να τον πνίξεις με έναν έπαινο και μια φυλακή.

Είναι άραγε η Μάσα Ντομπρολιούμποβα κατώτερη από ότι η Σόφια Περόφσκαγια; Όμως το όνομα της Σόφια Περόφσκαγια* έχει δοθεί στις οδούς της χώρας, ενώ η Μάρια Ντομπρολιούμποβα έχει ξεχαστεί.

Ακόμα κι ο αδελφός της, ο ποιητής και μέλος κάποιας σέχτας Αλεξάντρ Ντομπρολιούμποφ, είναι λιγότερο ξεχασμένος.

Η καλλονή Μάσα Ντομπρολιούμποβα, τρόφιμος της σχολής του Σμόλνι**, καταλάβαινε τη θέση της στη ζωή αυτή. Η τάση για αυτοθυσία, η ορμή για ζωή και θάνατο, ήταν μέσα της μεγάλα.

Όταν ήταν ακόμα κορίτσι είχε δουλέψει στην «πείνα», βοηθούσε τους λιμοκτονούντες. Ήταν αδελφή του ελέους στον ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο.

Όλες αυτές οι ηθικές και σωματικές δοκιμασίες απλώς αυξάνουν τις απαιτήσεις προς τον εαυτό της.

Στο διάστημα μεταξύ των δύο επαναστάσεων η Μάσα Ντομπρολιούμποβα προσεγγίζει τους εσέρους. Δεν θα πάει στην «προπαγάνδα». Οι μικροδουλειές δεν είναι του χαρακτήρα της νέας γυναίκας, δοκιμασμένης ήδη στις θύελλες της ζωής.

Την τρομοκρατία –τη «δράση»-, να τι επιζητεί, τι απαιτεί η Μάσα. Η Μάσα αποσπά τη συμφωνία των καθοδηγητών. «Η ζωή του τρομοκράτη κρατάει μισό χρόνο», έλεγε ο Σάβινκοφ. Παίρνει το ρεβόλβερ που της δίνουν και βγαίνει στη «δράση».

Και δεν βρίσκει τη δύναμη να σκοτώσει. Όλη η προηγούμενη ζωή της επαναστατεί εναντίον της εσχάτης απόφασης.

Τώρα πρέπει να μετατρέψει το θάνατο σε ζωή.

Τώρα, στην προετοιμασία μιας δολοφονίας, η άμεση δουλειά με τους ανθρώπους, το ηρωικό παρελθόν της, την πρόδιναν.

Πρέπει να είσαι πολύ θεωρητικός, πολύ δογματικός, για να αποκοπείς από τη ζώσα ζωή. Η Μάσα βλέπει ότι δεν την καθοδηγεί η δική της βούληση, αλλά μια ξένη, κι αυτό τη συγκλονίζει, την κάνει να ντρέπεται.

Η Μάσα δεν βρίσκει μέσα της τη δύναμη να πυροβολήσει. Και της ήταν τρομαχτικό να ζει μέσα στην ντροπή, σε μια φρικτότατη ψυχική κρίση. Η Μάσα Ντομπρολιούμποβα βάζει το πιστόλι στο στόμα της και πατάει τη σκανδάλη.

Η Μάσα ήταν 29 χρονών.

Αυτό το λαμπερό, παθιασμένο ρωσικό όνομα το άκουσα για πρώτη φορά στις φυλακές Μπουτίρκι.

Ο Αλεξάντρ Γκεόργκιεβιτς Αντρέγεφ, γενικός γραμματέας του Συνδέσμου πολιτικών κατάδικων, μου μίλησε κάποτε για τη Μάσα.

– Στην τρομοκρατία υπάρχει κανόνας. Αν η απόπειρα δεν πετύχει για κάποιο λόγο –αν αυτός που θα πετάξει τη βόμβα τα χάσει, αν ο πυροκροτητής δεν δουλέψει, ή κάτι άλλο- δεν δίνεται δεύτερη ευκαιρία στον εκτελεστή. Αν οι τρομοκράτες είναι αυτοί που ήταν και στην πρώτη, άτυχη, απόπειρα, να περιμένεις αποτυχία.

– Κι  ο Καλάγεφ;                                                                                               

– Ο Καλιάγεφ ήταν εξαίρεση.     

Η εμπειρία, η στατιστική, η πείρα από την παράνομη δουλειά λένε πως μόνο μία φορά μπορείς να προετοιμαστείς εσωτερικά για τέτοια θυσία και προσπάθεια. Η μοίρα της Μάρια Μιχάηλοβνα Ντομπρολιούμποβα είναι το πιο γνωστό παράδειγμα στην ιστοριογραφία του παράνομου κινήματός μας. (απόσπασμα).

*Συμμετείχε στην απόπειρα εναντίον του τσάρου Αλέξανδρου Β’, κι ήταν η πρώτη γυναίκα στη Ρωσία που εκτελέστηκε για πολιτικούς λόγους.

**Η πρώτη ανώτερη σχολή γα γυναίκες στη Ρωσία, που ιδρύθηκε το 1764 από την Αικατερίνη τη Μεγάλη, για τα κορίτσια της εύπορης τάξης. Στη διάρκεια της επανάστασης του 1917 το Σμόλνι έγινε αρχηγείο των επαναστατών.

Info: Ιστορίες από την Κολιμά του Βαρλάμ Σαλάμοφ, μετάφραση-πρόλογος Ελένη Μπακοπούλου, για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίνδικτος2011.