της Λαμπρινής Θωμά

Τα κατάφεραν, οι ίδιοι, μόνοι τους, με τα ίδια τους τα χέρια, όπως λέει και το κέλτικο όνομά τους, ιστορική αναφορά και διαρκής υπενθύμιση στους αγώνες της Ιρλανδίας για ελευθερία και ανεξαρτησία. Και τα κατάφεραν και στις δύο πλευρές των οδυνηρών συνόρων, όσο και αν δεν είδαν κυβέρνηση στην Δημοκρατία της Ιρλανδίας.  

Η νίκη του Σιν Φέιν, του πατριωτικού σοσιαλιστικού κόμματος, στη Βόρειο Ιρλανδία, ακολουθεί, μετά δύο έτη, την νίκη του ιιδίου κόμματος στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, αφού το κόμμα, που γεννήθηκε από τα σπλάχνα του αγώνα για την ενότητα της χώρας, δεν έπαψε ποτέ να δραστηριοποιείται και στα δύο κομμάτια της. Και προοιωνίζει, αν κρίνει κανείς από την άμεση αντίδραση της κυβέρνησης του Δουβλίνου, και περαιτέρω άνοδο, τουλάχιστον στην ελεύθερη Ιρλανδία: Ο Μίκαελ Μάρτιν, ο πρωθυπουργός της Ιρλανδίας αντέδρασε άμεσα και μάλλον επιθετικά, δηλώνοντας ότι «η νίκη του Σιν Φέιν στη Β. Ιρλανδία δεν προωθεί το στόχο της ένωσης των δύο Ιρλανδιών». Κι αυτό, είπε, γιατί το Σιν Φέιν «παραδόξως, δεν στήριξε τον προεκλογικό αγώνα του, στο βορρά, στο θέμα της ιρλανδικής ενοποίησης», που αποτελεί «γενικό αίτημα όλων των κομμάτων». 

 Ο Μάρτιν, που ηγείται του κυβερνώντος Φιάνα Φάιλ, γνωρίζει πολύ καλά πως, μετά αυτό το αποτέλεσμα στο βορρά, στις επόμενες ιρλανδικές εκλογές το Σιν Φέιν θα βγει ακόμη πιο ενισχυμένο γιατί, παρά την δική του εκτίμηση, συνεχίζει να αποτελεί τον κύριο εκφραστή της ενότητας. Η νίκη του Σιν Φέιν, νίκη που μπορεί να δει την Μισέλ Ο’Νηλ, την αντιπρόεδρο και ηγέτιδα του κόμματος στο βορρά, πρώτη ρωμαιοκαθολική Πρώτη Υπουργό (πρωθυπουργό) της Βόρειας Ιρλανδίας, μεταφράζεται ως νίκη των ανθρώπων που επιθυμούν μία, ενωμένη Ιρλανδία.

Το γεγονός ότι η προεκλογική εκστρατεία του Σιν Φέιν στο βορρά (αλλά και στην Ιρλανδική δημοκρατία το ’20) στηρίχθηκε στο σοσιαλιστικό του χαρακτήρα, σε θέματα οικονομικά και επιβίωσης των πιο αδύναμων,  στην ανάγκη καλύτερης δημόσιας υγείας, δημόσιας παιδείας, στην αντιμετώπιση της οικιστικής κρίσης, δε σημαίνει επ’ ουδενί απεμπόλιση της πατριωτικής του ατζέντας. Κι αυτό φάνηκε, αμέσως, στις δηλώσεις της Μισέλ Ο’Νηλ, ως νικήτριας των εκλογών, αλλά και το πρωί, όταν ψήφιζε. «Στόχος μου είναι να εργαστώ για τη συνεργασία, κι όχι για το διχασμό», είπε το πρωί. «Θα δουλέψουμε με όλους, θα τους σεβαστούμε, κι ελπίζουμε να μας αντιμετωπίσουν με τον ίδιο σεβασμό». 

Οι πρώτες νικητήριες δηλώσεις της, όμως, αφορούσαν όχι μόνο τα οικονομικά – στα οποία επέμεινε – αλλά και το θέμα της ενότητας της Ιρλανδίας. Μπορεί να διευκρίνησε ότι «δεν είναι κολλημένη με το δημοψήφισμα» για την μία Ιρλανδία, αλλά δεν το αφαίρεσε ποτέ από την ατζέντα. Ομοίως, η Μαίρη Λου ΜακΝτόναλντ, το ’20, στηριγμένη προεκλογικά ακριβώς στην ανάδειξη μιας σοσιαλιστικής πολιτικής ατζέντας, αμέσως μετά, με την πρωτιά που της χάρισε η κοινωνική πολιτική που εξήγγειλε, έθεσε το ζήτημα της ανάγκης διεξαγωγής δημοψηφίσματος, και στις δύο πλευρές των συνόρων- και το ίδιο έπραξε και πάλι χθες. 

Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι για να παραμείνει το Σιν Φέιν μακρυά από την διακυβέρνηση της Ιρλανδίας, το 2020, χρειάστηκε να συμπράξουν τα δύο παραδοσιακά κόμματα της χώρας (Fianna Fáil και Fine Gael), που, επί δεκαετίες, απέφευγαν τη συνεργασία όπως ο διάβολος το λιβάνι, και ξέρουν πολύ καλά ότι αυτή η συνεργασία θα τα αποδυναμώσει, καθώς αλλάζει βασικές δυναμικές εντός του εκλογικού σώματος. Οι επόμενες εκλογές στην Ιρλανδία, αν δεν είναι πρόωρες, θα γίνουν το 2025. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν το Σιν Φέιν να συγκεντρώνει άνω του 34%, έναντι 23% του Φιν γκαέλ και 16% του Φιάνα Φαιλ. 

Στην άλλη πλευρά των συνόρων, το, ισχυρότερο μεταξύ των φιλοβρετανικών κομμάτων της Β. Ιρλανδίας, Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (Democratic Unionist Party, DUP) των προτεσταντών, που επιθυμούν να παραμείνουν σε βρετανικό έλεγχο, βρίσκεται σε δίλλημα μετά το Brexit, και θεωρεί ότι το Λονδίνο «εγκατέλειψε» τους πιστούς του στην Βόρειο Ιρλανδία – αυτός ο διχασμός των ψηφοφόρων του αποτυπώνεται στο εκλογικό αποτέλεσμα. Από το 1921, συνολικά εκατόν ένα χρόνια, είναι η πρώτη φορά που «παίρνει» την βορειοϊρλανδική βουλή ένα πατριωτικό κόμμα, που στοχεύει ανοικτά και ξεκάθαρα στην ενότητα της Ιρλανδίας.

Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι οι εκλογές ήρθαν μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης, με την παραίτηση του Πρώτου Υπουργού Πωλ Γκίβαν, το Φλεβάρη, λόγω των σοβαρότατων εσωτερικών προβλημάτων, που προκάλεσε το Brexit. Ένας μεγάλος αριθμός φιλοβρετανών, γνωστών ως ενωτικών, θεωρεί ότι το Βορειοϊρλανδικό Πρωτόκολλο, που ορίζει τις σχέσεις Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, μετά την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ, ουσιαστικά αποτελεί ντε φάκτο αποκοπή της Βόρειας Ιρλανδίας από το βρετανικό κρατικό σώμα. Κι αυτό γιατί, μεταξύ άλλων, προβλέπει ειδικό φορολογικό καθεστώς που οι ενωτικοί το μεταφράζουν ως παραμονή της Β. Ιρλανδίας στην ΕΕ, γεγονός «που υποσκάπτει την βρετανική τους ταυτότητα».

Για να κυβερνήσει, το Σιν Φέιν χρειάζεται να αποφασίσει το DUP να στηρίξει το σχηματισμό κυβέρνησης, ορίζοντας αναπληρωτή Πρώτο Υπουργό – θέση που ως τώρα κατείχε η Ο’Νηλ. Το DUP έχει δηλώσει εξ αρχής ότι δε θα στηρίξει δημιουργία κυβέρνησης «αν δεν λυθεί το ζήτημα των συνόρων», του Πρωτοκόλλου. Η απάντηση της Ο΄Νηλ ήταν «κανείς δεν έχει δικαίωμα να τιμωρήσει τους ψηφοφόρους». Μάλλον δεν θα εισακουσθεί. Αν δεν σχηματιστεί κυβέρνηση εντός έξι μηνών, η Β. Ιρλανδία θα ξαναπάει σε εκλογές. Κι η καμπάνα θα ηχήσει ακόμη δυνατότερα για την κυβέρνηση Τζόνσον.

Κι εδώ αξίζει να αναφερθεί πως τις προηγούμενες βορειοοϊρλανδικές εκλογές, που είχαν γίνει το Μάιο του 2016, ένα μήνα πριν το δημοψήφισμα για το Brexit, το DUP είχε λάβει 29%. Από αυτό το ποσοστό σήμερα έχει χάσει οκτώ μονάδες. Οι βρετανόφιλοι δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν ενότητα, ακόμη και μπροστά στον «κίνδυνο» μιας νίκης του Σιν Φέιν, ορατής στις δημοσκοπήσεις, κι αυτό ίσως λέει περισσότερα και από το ίδιο το αποτέλεσμα των εκλογών και προδιαγράφει πολλά για το μέλλον. Και, βεβαίως, όσο κι αν τώρα πληρώνει τις συνέπειες, το DUP ήταν υπέρ του Brexit, ανοικτά. Κάτι που σίγουρα του κόστισε ακόμη και μεταξύ των παραδοσιακών του ψηφοφόρων, φέροντας κοντύτερα σε άλλες λύσεις ειδικά το φιλοευρωπαϊκό, κυρίως νεανικό, κομμάτι των ψηφοφόρων. Τέλος, οι λόγοι του περιορισμού της δύναμης του DUP και της αλλαγής των ισορροπιών, γίνονται ακόμη πιο ξεκάθαροι, αν δει κανείς το εκλογικό αποτέλεσμα στη Β. Ιρλανδία μόνο σε σχέση με το πρωτόκολλο: το 55%+ που έλαβαν τα φιλοευρωπαϊκά και υπέρ του πρωτοκόλλου κόμματα. 

Ούτως ή άλλως, όμως, η πιθανή ανάδειξη της Ο’Νηλ ως Πρώτης Υπουργού, σημαίνει ότι η ενότητα της Ιρλανδίας είναι το κυρίαρχο θέμα στην ατζέντα της κυβέρνησης της Β. Ιρλανδίας, για πρώτη φορά. Με την Πρώτη Υπουργό υπέρ του. Και μπορεί οι δύο θέσεις (πρώτου και αναπληρωτή) να είναι κυβερνητικά ισότιμες, όμως και μόνον μια ρωμαιοκαθολική ηγέτις στην – έστω και τυπικά- μεγαλύτερη καρέκλα σηματοδοτεί σαφώς τα ερχόμενα. 

Μπορεί, η ώρα του δημοψηφίσματος, όπως όλα δείχνουν, να πλησιάζει, όχι πάντως πριν τουλάχιστον δύο ακόμη εκλογικές αναμετρήσεις, μία σε κάθε πλευρά των συνόρων που χωρίζουν την Ιρλανδία. Η συμφωνία για τη Βόρειο Ιρλανδία, που προέκυψε από τις συνομιλίες της Μεγάλης Παρασκευής, τη δεκαετία του ’90, προβλέπει ότι η Βόρειος Ιρλανδία «οφείλει να παραμείνει τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου και δεν θα πάψει να είναι, χωρίς την εκφρασμένη σε δημοψήφισμα σύμφωνη γνώμη της πλειονότητας του λαού της Β. Ιρλανδίας». Το δημοψήφισμα αυτό μπορεί να διενεργηθεί μόνο με τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης του Λονδίνου, εάν «είναι εμφανές ότι η πλειονότητα των βορειοϊρλανδών επιθυμούν μιαν ενωμένη Ιρλανδία». Μια ακόμη νίκη του Σιν Φέιν και η ενίσχυση των ποσοστών του περαιτέρω, θα είναι το μεγαλύτερο επιχείρημα σε αυτή την κατεύθυνση, προφανώς.

Γι’ αυτό ακριβώς και το Σιν Φέιν θα αναδείξει το θέμα της ενότητας της Ιρλανδίας όλο και περισσότερο, στα αμέσως επόμενα χρόνια. Το θέμα μπαίνει ντε φάκτο στην ατζέντα, ενισχυμένο, ασχέτως των προεκλογικών θέσεων και τοποθετήσεων, και στελέχη του κόμματος, και από τις δύο πλευρές των συνόρων, διαρρέουν πως «υπάρχει πλάνο δεκαετίας» για να φτάσουμε στο δημοψήφισμα. 

ΥΓ: Στις λεπτομέρειες της νίκης του Σιν Φέιν, αξιοσημείωτη είναι η, θετική και κάποτε πανηγυρική, αντίδραση των πατριωτικών σκωτσέζικων κινημάτων, που βλεπουν και το δικό τους δρόμο προς την ανεξαρτησία να περνά από δημοψήφισμα, και την Ιρλανδία να τους ανοίγει εκ νέου το δρόμο προς αυτό.