«Η υπουργική απόφαση, έρχεται σε συνέχεια προηγούμενων αποφάσεων της Κυβέρνησης, οι οποίες, πέραν πάσης αμφιβολίας, κινούνται προς μία σαφή, συντηρητική κατεύθυνση και κατατείνουν στον ουσιαστικό αποκλεισμό μεγάλου αριθμού αλλοδαπών που διαβιούν πολλά χρόνια νόμιμα στη χώρα. Αποκαλύπτεται έτσι η περιοριστική και κοντόφθαλμη αντίληψη της Κυβέρνησης για τον νομικό αυτό δεσμό των επί μακρόν νομίμως διαμενόντων αλλοδαπών με το κράτος», επισημαίνει η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σχετικά με την υπουργική απόφαση με την οποία η κυβέρνηση περιορίζει τη δυναντότξτα απποκτησης ελληνικής ιθαγένειας, επιβάλλοντας δύσκολους όρους.
Αναλυτικά:
Με την πρόσφατη υπ΄αριθμ. 29845/2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίστηκαν, για πρώτη φορά, τεκμήρια για την οικονομική και κοινωνική ένταξη αλλοδαπών που ζητούν την ελληνική ιθαγένεια. Επί της ουσίας, η Κυβέρνηση επαναφέρει, δια της πλαγίας οδού, τα ίδια τεκμήρια, επί το αυστηρότερο, τα οποία απέσυρε μετά από μεγάλες αντιδράσεις, κατά την ψήφιση του νόμου 4735/2020. Σύμφωνα με την απόφαση, οι επί μακρόν νόμιμα διαμένοντες στη χώρα μετανάστες, πολίτες ΕΕ, ομογενείς και αναγνωρισμένοι πρόσφυγες θα πρέπει, για να ζητήσουν την ελληνική ιθαγένεια, να αποδείξουν, σε μια εποχή παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και πανδημίας, ότι δουλεύουν συνεχώς τα τελευταία χρόνια με σταθερές ετήσιες αποδοχές συγκεκριμένου ύψους.
Συγκεκριμένα, για να τεκμηριωθεί η σταθερή εργασία και ομαλή οικονομική ένταξη των αλλοδαπών που ζουν νόμιμα στη χώρα απαιτούνται πλέον: 1) ετήσιες αποδοχές του αμειβόμενου υπαλλήλου και εργατοτεχνίτη της χώρας, 2) εφόσον ο αιτών έχει οικογένεια, το απαιτούμενο εισόδημα προσαυξάνεται κατά 10% για κάθε εξαρτώμενο μέλος της οικογένειας του και 3) στο ετήσιο δηλωθέν εισόδημα του αλλοδαπού που έχει πιστοποιηθεί με σωματική αναπηρία άνω του 67% δύνανται κατά παρέκκλιση να προσμετρηθούν πάσης φύσεως επιδόματα που τυχόν λαμβάνει από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Και όλα τα παραπάνω θα πρέπει να τα αποδείξει ο αιτών αναδρομικά, για τα τελευταία 3, 5 ή 7 έτη προηγούμενης παραμονής, ανάλογα με τον τύπο της άδειας νόμιμης παραμονής που διαθέτει.
Στην ίδια απόφαση μνημονεύεται η κατηγορία των αλλοδαπών που έχουν υποβάλλει αίτηση με την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 25 του ν. 3838/2010 οι οποίοι πρέπει να αποδεικνύουν επαρκές εισόδημα για πέντε τουλάχιστον έτη, από το έτος 2015 και εντεύθεν. Εδώ, πρόκειται για μία ad hoc επιβαρυντική περίσταση που θεσπίζεται για μία ειδική κατηγορία αιτούντων. Την ίδια στιγμή καταλύεται και διαστρεβλώνεται κάθε έννοια ασφάλειας δικαίου αλλά και χρηστής διοίκησης, υπό όρους που θέτουν και ζητήματα αντισυνταγματικότητας. Και τούτο διότι αντί να υπάρξει ένας αποκαταστατικός μηχανισμός για αυτή την υπέρμετρη εκ μέρους της διοίκησης καθυστέρηση, σχεδόν 11 ετών, να διευθετήσει τα σχετικά αιτήματα, οι αιτούντες καλούνται συλλήβδην να ανταποκριθούν, αναδρομικά, σε αυστηρά οικονομικά κριτήρια για προγενέστερο διάστημα πλέον των 5 ετών.
Ιδιαιτέρως προβληματική κρίνεται η πρόβλεψη, στην ίδια απόφαση για «.. σύναψη γάμου με Έλληνα/ίδα πολίτη από γεννήσεως» και όχι από άλλον τρόπο κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας, ως τεκμήριο κοινωνικής ένταξης. Πρόκειται για μία πρόβλεψη που μάλλον ξεπερνά τα συνταγματικά όρια.
Η υπουργική απόφαση, έρχεται σε συνέχεια προηγούμενων αποφάσεων της Κυβέρνησης, οι οποίες, πέραν πάσης αμφιβολίας, κινούνται προς μία σαφή, συντηρητική κατεύθυνση και κατατείνουν στον ουσιαστικό αποκλεισμό μεγάλου αριθμού αλλοδαπών που διαβιούν πολλά χρόνια νόμιμα στη χώρα. Αποκαλύπτεται έτσι η περιοριστική και κοντόφθαλμη αντίληψη της Κυβέρνησης για τον νομικό αυτό δεσμό των επί μακρόν νομίμως διαμενόντων αλλοδαπών με το κράτος.
Το πλέον παράδοξο όμως είναι ότι η απόσυρση παρόμοιων αυστηρών οικονομικών κριτηρίων κατά τη ψήφιση του νόμου 4735/2020, συνοδεύτηκε από εμφατικές δηλώσεις του τότε υπουργού Εσωτερικών για τη δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας, ειδικά λόγω της πανδημίας. Η επαναφορά των διατάξεων αυτών με την επίμαχη υπουργική απόφαση, επί το αυστηρότερο και με αναδρομική ισχύ αποκαλύπτει, εκτός των άλλων, μία εικόνα αναξιοπιστίας της κυβέρνησης και εμπαιγμού απέναντι στο σύνολο των πολιτών της χώρας και κυρίως στις ενδιαφερόμενες πληθυσμιακές ομάδες που βλέπουν τις προσδοκίες τους να ματαιώνονται αίφνης, μόλις 6 μήνες μετά τη ψήφιση του νόμου 4735/2020. Την ίδια στιγμή πλήττεται ευθέως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των πολιτών της χώρας και η ασφάλεια δικαίου ενώ υπονομεύεται και η κοινοβουλευτική διαδικασία, ζητήματα τα οποία προκαλούν βαθιές ρωγμές σε ένα Κράτος Δικαίου.
Η απόφαση αυτή έρχεται σε συνέχεια μιας σαφώς συντηρητικής στροφής που παρατηρείται στα θέματα απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας τα τελευταία δύο χρόνια. Αρχικά, με το νόμο 4692/2020, καταργήθηκε η ειδική κατηγορία πολιτογράφησηςτων ανιθαγενών Ρομά με μακρά ιστορική παρουσία στην Ελλάδα. Το ζήτημα αυτό το είχε αναδείξει και ο Συνήγορος του Πολίτη στο παρελθόν, ενώ η τακτοποίησή του αποτελούσε βασική προϋπόθεση για όποια περαιτέρω συζήτηση και δράση στοχεύει στην ομαλή κοινωνική ένταξη των Ελλήνων Ρομά. Η απλή κατάργηση της εν λόγω ρύθμισης, χωρίς την αντικατάστασή της, δείχνει τουλάχιστον αδιαφορία για ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, κρατά έναν απροσδιόριστο αριθμό ανθρώπων σε καθεστώς νομικής ανυπαρξίας και έρχεται σε αντίθεση με βασικές αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο ίδιο σχέδιο νόμου υπήρχε πρόβλεψη για κατάργηση της ειδικής κατηγορίας πολιτογράφησης αλλοδαπών ανηλίκων ΑΜΕΑ, διάταξη η οποία στο τέλος, μετά από μεγάλες αντιδράσεις, αποσύρθηκε. Στον ίδιο νόμο, με τροπολογία, αυξήθηκαν τα έτη προηγούμενης νόμιμης παραμονής των προσφύγων για την υποβολή αιτήματος πολιτογράφησης από τρία σε επτά.
Ακολούθησε, τον Οκτώβριο του 2020, ο νόμος 4735/2020. Ο νόμος επέφερε σημαντικές αλλαγές, κυρίως στη διαδικασία πολιτογράφησης προδιαγράφοντας ένα τοπίο μάλλον αρνητικό για τη τύχη των αιτήσεων πολιτογράφησης των ανθρώπων που διαβιούν και εργάζονται πολλά χρόνια στην Ελλάδα.
Στο νέο νόμο ως ιδιαιτέρως αρνητικά σημεία ξεχώρισαν, μεταξύ άλλων : α) η πρόβλεψη για την προσκόμιση του πιστοποιητικού επάρκειας γνώσεων όχι μόνο γλώσσας αλλά και ιστορίας, γεωγραφίας, ελληνικού πολιτισμού και θεσμών μετά από γραπτές εξετάσεις ως προαπαιτούμενου για την υποβολή της αίτησης, β) οι υψηλές απαιτήσεις για την επιτυχή εξέταση γλώσσας για την κατανόηση και παραγωγή τόσο γραπτού λόγου όσο και προφορικού, γ) το υψηλό ποσοστό για την επιτυχή συνολική εξέταση, το οποίο ήταν υψηλότερο στο κατατεθέν σχέδιο νόμου, ωστόσο επανακαθορίστηκε με νομοτεχνικές βελτιώσεις της τελευταίας στιγμής όταν και διαχωρίστηκε η βαρύτητα και οι απαιτήσεις για την επιτυχή εξέταση της γλώσσας από την εξέταση των άλλων ενοτήτων μετά από έντονες αντιδράσεις, όπως ακριβώς έγινε και με το ύψος του παραβόλου συμμετοχής στις εξετάσεις, το οποίο, μετά από αντιδράσεις επανακαθορίστηκε στο χαμηλότερο, αλλά και δ) η πρόβλεψη παραβόλων σε διαδικασίες που μέχρι τότε δεν προβλέπονταν π.χ. στις αιτήσεις πολιτογράφησης ομογενών και στις διαδικασίες διαπίστωσης ιθαγένειας.
Η διαδικασία πολιτογράφησης βέβαια είναι ένα πεδίο που εμφανίζει σοβαρά προβλήματα ήδη διαπιστωμένα εδώ και χρόνια. Όπως έχει ήδη επισημάνει η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η καθυστέρηση στην ενεργοποίηση της διαδικασίας της γραπτής εξέτασης που εισήγαγε η προηγούμενη κυβέρνηση, φαίνεται ότι επέτρεψε στη σημερινή κυβέρνηση να υιοθετήσει το σύστημα αυτό με τρόπο αρκετά πιο αυστηρό.
Τον Φεβρουάριο του 2021 αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εσωτερικών η σχετική με τη διαδικασία των γραπτών εξετάσεων, τράπεζα θεμάτων. Από την πρώτη ματιά, οι απαιτήσεις της γραπτής εξέτασης ουδόλως φάνηκε να συνάδουν με μία ορθολογική και ουσιαστική διερεύνηση της κοινωνικής και πολιτειακής ένταξης των αλλοδαπών που ζουν νόμιμα στην Ελλάδα και δυσχεραίνουν δραστικά την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από πολλούς αλλοδαπούς που την έχουν ζητήσει. H υπέρμετρη δυσκολία και η αστοχία των ερωτήσεων είναι χαρακτηριστική. Σε πολλές περιπτώσεις απαιτείται ιδιαιτέρως υψηλό επίπεδο γνώσεων (ενδεικτικές είναι οι ερωτήσεις σχετικά με την ανάληψη της προεδρίας της ΕΕ από την Ελλάδα, πόσες φορές έχει προεδρεύσει, πότε ήταν η πρώτη φορά και πότε θα είναι η επόμενη, η ερώτηση για τον συνδυασμό φορέων που έχουν την αρμοδιότητα για τη συντήρηση του οδικού δικτύου κ.ά.) ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οι αιτούντες καλούνται να απαντήσουν σε ερωτήσεις που η γνώση τους ουδεμία σχέση έχει με το βαθμό ένταξης τους στην ελληνική κοινωνία (ενδεικτικές είναι οι ερωτήσεις σχετικά με την με την αντιστοίχιση των πηλικίων των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, για την πόλη του εξωτερικού όπου χτίστηκε αντίγραφο του ναού του Ηφαίστου, για το ποιο τραγούδι κέρδισε στην Eurovision, για το εάν οι Καλικάντζαροι είναι τα καλά πνεύματα των Χριστουγέννων που φέρνουν καλοτυχία ή για το εάν όταν κάποιος αρρωσταίνει φτιάχνουμε φανουρόπιτα για να γίνει καλά κ.ά.).
Η δυσκολία των ερωτήσεων της γραπτής εξέτασης σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι εξετάσεις θα γίνονται δύο φορές το χρόνο σε οκτώ (8) εξεταστικά κέντρα σε όλη τη χώρα εξομοιώνει σχεδόν μία διαδικασία πιστοποίησης του νομικού δεσμού με ένα κράτος, με την διαδικασία εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η αστοχία των ερωτήσεων δυναμιτίζει από τα θεμέλιά του όλο το εγχείρημα.
Μετά την τράπεζα θεμάτων, ακολούθησε ρύθμιση στο νόμο 4795/2021 σχετικά με την απαλλαγή από τις γραπτές εξετάσεις σε αίτημα πολιτογράφησης. Οι προϋποθέσεις για την απαλλαγή έγιναν υπέρμετρα και δυσανάλογα αυστηρές, ίδιες με τη νόμιμη βάση για τη κτήση ελληνικής ιθαγένειας λόγω φοίτησης σε ελληνικό σχολείο. Επί της ουσίας καταργήθηκε η περίπτωση απαλλαγής από τις γραπτές εξετάσεις σε αίτημα πολιτογράφησης.
Η πρόβλεψη ήδη στο νόμο 4735/2020 περί σταθερής εργασίας στην χώρα για τη διακρίβωση της οικονομικής ένταξης των αιτούντων την ελληνική ιθαγένεια, ήταν εξ αρχής αόριστη και σε προφανή αντίθεση με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, μετά τη δεκαετή οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα και την επιδείνωση στην αγορά εργασίας που έφερε η πανδημία. Η απάλειψη, την τελευταία στιγμή, της επαχθούς απαίτησης εισοδήματος όχι κατώτερου απ΄ το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του ανειδίκευτου εργάτη, έτυχε μεγάλης αποδοχής και επιδοκιμασίας, παρέμειναν ωστόσο κάποιες ανησυχίες αφού ο ίδιος νόμος επεφύλαξε στον υπουργό να εξειδικεύσει περαιτέρω συγκεκριμένα τεκμήρια οικονομικής ένταξης για πρώτη φορά στο θεσμικό πλαίσιο για την ιθαγένεια.
Οι ανησυχίες αυτές δυστυχώς, και παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του τότε Υπουργού Εσωτερικών, επιβεβαιώνονται με τον χειρότερο τρόπο από την πρόσφατη υπουργική απόφαση και με τον τρόπο αυτό συμπληρώνεται το παζλ μίας μελανής εικόνας για την ιθαγένεια στην Ελλάδα. Το συνολικό πλέγμα των διατάξεων για την ιθαγένεια, όπως διαμορφώνεται πλέον, απέχει από τα μορφωτικά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά του μεγαλύτερου μέρους των αλλοδαπών που διαμένουν νόμιμα στη Ελλάδα και θα πρέπει να θεωρείται μάλλον αναμενόμενο ότι τα ποσοστά επιτυχίας στην διαδικασία πολιτογράφησης θα είναι πολύ μικρά, ενώ, πιθανότατα, θα περιοριστεί και το ενδιαφέρον των ίδιων των αλλοδαπών. Εάν αυτός είναι ο στόχος, τότε θα επιτευχθεί.
Εκτός από τα προφανή ζητήματα δικαιωμάτων και νομιμότητας που τίθενται, μεταξύ άλλων και λόγω της αναδρομικής εφαρμογής αυτών των κριτηρίων στις εκκρεμείς εδώ και πολλά χρόνια αιτήσεις, η διαχείριση των ζητημάτων ιθαγένειας κατ΄ αυτόν το τρόπο, αποτελεί ανησυχητικό δείγμα, επιβεβαιώνει τις υπόνοιες για ιδιαιτέρως συντηρητική και περιοριστική πολιτική της χώρας απέναντι στον πληθυσμό που διαμένει νόμιμα και εργάζεται χρόνια στην Ελλάδα ενώ δημιουργεί εύλογες ανησυχίες για φοβικά αντανακλαστικά απέναντι στον συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό που μετακινείται παγκοσμίως. Την ίδια ώρα, η διαχείριση αυτή θα κρατήσει τη χώρα σε διαπραγματευτική σιωπή στην συζήτηση που γίνεται αυτό το καιρό στην ΕΕ για το «Σχέδιο δράσης για την ενσωμάτωση και την ένταξη για την περίοδο 2021-2027» και στην πορεία θα την καταστήσει υπόλογη για την μεταχείριση που επιφυλάσσει στην κορωνίδα της ένταξης των αλλοδαπών.
Για τους λόγους αυτούς η Ελληνική Ένωση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ζητά την εκ νέου τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου της ιθαγένειας όπως αυτό διαμορφώθηκε τα έτη 2020-2021, με προτεραιότητα στην ομαλή και ορθολογική λειτουργία της διαδικασίας πολιτογράφησης, χωρίς εκ των προτέρων αποκλεισμούς. Η άμεση ανάκληση των επαχθών οικονομικών τεκμηρίων και σε κάθε περίπτωση η ανάκληση της αναδρομικής εφαρμογής τους στο σύνολο των εκκρεμών αιτήσεων είναι αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση.
Η απόκτηση της ιθαγένειας πρέπει να είναι η φυσική συνέχεια μίας νόμιμης διαδρομής στη χώρα για όποιον αλλοδαπό την επιθυμεί. Σε διαφορετική περίπτωση, οποιαδήποτε συζήτηση για δικαιώματα και ένταξη γίνεται σε πραγματικό και νομικό κενό.