Από τη «διάσχιση» των ζωικών ειδών στην απομόνωση εντός του ανθρώπινου είδους

 

Ένα από τα κύρια παράδοξα είναι ότι η επιδημία του κορονοϊού φαίνεται να οφείλεται σε ορισμένες τάσεις και πρακτικές που καθιστά δυνατές η σύγχρονη τεχνολογία και πολιτικο-οικονομική συνθήκη της παγκοσμιοποίησης, ενώ ταυτοχρόνως το εγχείρημα αντιμετώπισής της θα εμπεδώσει με ακόμη πιο εξουσιαστικό τρόπο άλλες τάσεις και πρακτικές της σύγχρονης τεχνολογίας που τίθενται στην υπηρεσία ενός ορισμένου πολιτικού τρόπου της παγκοσμιοποίησης.

Το γεγονός ότι ο άνθρωπος γίνεται πλέον ξενιστής παρόμοιων ιών φαίνεται να οφείλεται στην καταστροφή των βιοτόπων των άγριων ζώων λόγω της αποψίλωσης των δασών, της εκχέρσωσης της γης και μορφών αγροτικής και αστικής ανάπτυξης, οι οποίες αφενός εξαφανίζουν ορισμένα είδη ζώων, μειώνοντας τη βιοποικιλότητα, και αφετέρου φέρνουν άλλα είδη ζώων πιο κοντά στους ανθρώπους με τρόπο που δεν ίσχυε στο παρελθόν σε τέτοια έκταση. Συμβαίνει με τρόπο ραγδαίο μια αναγκαστική συνύπαρξη ειδών λόγω αιφνιδίων καταστροφών στα οικοσυστήματα, κατά την οποία ιοί και μικρόβια «αναζητούν» ξενιστές σε νέα είδη ζώων, καθώς τα «οικεία» τους είδη έχουν είτε εξαφανιστεί, είτε καταστεί οικολογικοί «πρόσφυγες» σε διαφορετικά περιβάλλοντα πιο κοντά στον άνθρωπο. (Με τρόπο όχι πολύ διαφορετικό από αυτόν που και οι άνθρωποι καθίστανται πρόσφυγες λόγω της κλιματικής αλλαγής).

Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε το γεγονός αυτό μια «διάσχιση» των ειδών, όταν ένας ιός ή ένα μικρόβιο που δεν είναι κατ’ ανάγκη βλαπτικός για ένα ορισμένο είδος, γίνεται καταστροφικός για ένα άλλο είδος, όπως ο άνθρωπος. Ταυτοχρόνως, η βιομηχανική κτηνοτροφία, η οποία βεβαίως κατέστη δυνατή ακριβώς χάρη στην κεκτημένη πρόοδο στην αντιμετώπιση επιδημιών, φέρνει μεγάλους αριθμούς ζώων σε μια αφύσικη συγκέντρωση και γειτνίαση με τρόπο που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν και άρα ανεξέλεγκτο ως προς νέες απειλές, ακόμη κι αν οι παρελθούσες απειλές έχουν δαμαστεί.

Και επειδή υπάρχει πάντα ένα πλεόνασμα διαστροφικής απληστίας, όταν αποχαλινώνεται η ανθρώπινη επιθυμία, ενώ δεν μας φτάνει η εκπλήρωση των μέχρι ενός βαθμού υπαρκτών διατροφικών μας αναγκών μέσω της βιομηχανικής κτηνοτροφίας, αναπτύσσονται ειδικές αγορές για τη βρώση κρέατος άγριων και σπάνιων ζώων ως αυτοσκοπός. Συχνά, βέβαια, εντοπίζουμε τη συνήθεια αυτή σε τοπικά ή εθνικά έθιμα, γεγονός που μπορεί να μη στερείται κάποιας πραγματολογικής βάσης, αλλά κινδυνεύει να συσκιάσει με ρατσιστικό τρόπο τη μεγάλη εικόνα μιας κίνησης που κάνει όλη η ανθρωπότητα. Η τελευταία θα μπορούσε να συνοψιστεί ακριβώς ως μια νέα «διαπερατότητα» των ειδών λόγω ραγδαίων βιαίων ή τεχνητών συνυπάρξεών τους, οι οποίες δεν εντάσσονται σε μια μακροχρόνια εξέλιξη των οικοσυστημάτων.

Το παράδοξο στο οποίο θα ήθελα να επικεντρώσω είναι ότι ενώ η αφετηρία της κρίσης έγκειται σε μια παρόμοια «διάσχιση» των ειδών λόγω νέων συνυπάρξεων που καθιστά δυνατές η τεχνολογία και η ροπή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, άπαξ και η κρίση εγκατασταθεί, η αντιμετώπισή της περνάει σχεδόν κατ’ ανάγκη μέσα από μία αντίστροφη ροπή, που είναι η απομόνωση των ατόμων του ίδιου ανθρώπινου είδους, με τρόπους που και πάλι επιτυγχάνουν οι νέες τεχνολογίες, αλλά και επιθυμούν επιγενομένως οι κατευθυντήριες εξουσίες. Για να το θέσω απλούστερα, η αφετηρία της κρίσης είναι η τεχνητή συνύπαρξη πολύ διαφορετικών ειδών, ενώ η κατάληξη της κρίσης είναι η επίσης τεχνητή απομόνωση και διαχωριστική ανάλυση των ατόμων του ίδιου ανθρώπινου είδους.

Μεταξύ των δύο γεγονότων δεν υπάρχει κατ’ ανάγκη τελεολογία ή σκοπιμότητα. Και, αν και αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν ασφαλή δεδομένα για οποιαδήποτε απόφανση, θα αποτελούσε μάλλον ανθρωπομορφική συνωμοσιολογία να θεωρήσουμε ότι υπάρχει τελική αιτιότητα σε αυτή τη σχέση, λ.χ. μια μάλλον απλοϊκή θεώρηση ότι συγκεκριμένες πολιτικές εξουσίες επιθυμούν το να γίνονται οι άνθρωποι ξενιστές των ιών και των μικροβίων, ώστε μετά την έκρηξη επιδημιών να μπορούν να εμπεδώσουν την ισχύ τους. Από την άλλη, δεν θα ήταν ίσως μάταιο να διακρίνουμε έναν ορισμένο συστηματικό και δομικό τρόπο με τον οποίο συνδέονται τα δύο αυτά γεγονότα στο πλαίσιο της σύγχρονης τεχνολογίας και παγκοσμιοποίησης. Ο αυτοσκοπός της ανάπτυξης συμπεριλαμβανομένης της γεωργικής και κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης της φύσης με βιομηχανική μορφή επιφέρει τεχνητές και βίαιες συνυπάρξεις διαφορετικών ειδών. Και το αποτέλεσμα είναι ότι όταν το ανθρώπινο είδος γίνει ξενιστής νέων ιών, που ενδεχομένως είναι βλαπτικοί ειδικά για αυτό και όχι για άλλα είδη, τότε ανοίγει το πεδίο για μια βιοπολιτική αντιμετώπιση από τα καθεστώτα, η οποία εμπεδώνει και προωθεί συμπληρωματικές τάσεις της τεχνολογίας.

Η αντιμετώπιση αυτή είναι κατ’ αρχήν μία απομόνωση και ανάλυση των ατόμων του ανθρώπινου είδους, ήτοι μια κίνηση θα έλεγε κανείς αντίστροφη προς την προηγούμενη συγχυτική συνύπαρξη μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Αυτή, όμως, η απομόνωση καθίσταται πάλι δυνατή χάρη σε νέες τεχνολογίες, οι οποίες επιτρέπουν την ψηφιακή επικοινωνία των σωματικώς απομονωμένων ανθρωπίνων ατόμων, αλλά και τον έλεγχό τους. Επομένως, από τη διαπερατότητα των ειδών μεταβαίνουμε στην ανάλυση των ατόμων και από εκεί σε μία νέα επανακοινωνικοποίησή τους, η οποία, όμως, διαμεσολαβείται από την ψηφιακή εξαΰλωση και τις νέες δυνατότητες χειραγώγησης που αυτή παρέχει. Ο γενναίος καινούργιος κόσμος μετά τα παρόμοια μέσα αντιμετώπισης των επιδημιών θα κινδυνεύσει να είναι ένας κόσμος που θα έχει υποβαθμιστεί το νόημα απαρτισμού πολιτικών σωμάτων με μια έμφαση σε μια περισσότερο κυριολεκτική σημασία του όρου σώμα. Ένας κόσμος όπου θα έχει γκριζάρει η σωματική σημασία της συνύπαρξης σε διαδηλώσεις, σε πλατείες, σε συναθροίσεις, στον έρωτα ή στον απαρτισμό ενός εκκλησιαστικού σώματος.

 

Επιδημίες: Αλλάζοντας την ανθρώπινη Ιστορία από τη Νεολιθική εποχή

 

Βεβαίως, οι θανατηφόρες επιδημίες που οφείλονται σε νέες συνυπάρξεις ανθρώπων και ζώων είναι ένα φαινόμενο πολύ ευρύτερο της καπιταλιστικής παγκοσμιοποιημένης ανάπτυξης. Είναι αρχαίο τουλάχιστον όσο η γεωργική επανάσταση κατά τη Νεολιθική περίοδο κατά την οποία πολλά είδη ζώων εξημερώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από τον άνθρωπο μεταφέροντας σε αυτόν ιούς και μικρόβια. Και στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα επιδημίες εξαπλώνονταν από πολύ μακρινές περιοχές σε άλλες ηπείρους. Λοιμοί έπληξαν την ελληνορωμαϊκή οικουμένη του 6ου αιώνα διχοτομώντας τη μεσογειακή ενότητα και προωθώντας τους νομαδικούς πληθυσμούς. Ο Μαύρος Θάνατος συγκλόνισε το στιβαρό οικοδόμημα του ύστερου Δυτικού Μεσαίωνα και άνοιξε τον δρόμο για την εξατομίκευση του νεωτερικού ατόμου. Η αποικιοποίηση της Αμερικής εξαφάνισε μέσω της κυριολεκτικά μολυσματικής παρουσίας των Ευρωπαίων πολιτισμούς χιλιετιών. Η έξαρση της χολέρας συνέπεσε με την κορύφωση της αποικιοκρατίας στην πρώτη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση της ανθρωπότητας πριν τους Παγκοσμίους Πολέμους. Στην πραγματικότητα, όλως αντιθέτως, εξαίρεση ήταν το μικρό διάστημα των λίγων μεταπολεμικών δεκαετιών όπου η ανθρωπότητα είχε την ψευδαίσθηση ότι είχε δαμάσει οριστικά τις επιδημίες. (Και πάλι όχι εντελώς, μεταξύ της παγκόσμιας επιδημίας γρίπης του 1968 και της εξάπλωσης του HIV μεσολάβησαν ελάχιστα χρόνια).

Στις παραπάνω περιπτώσεις υπάρχει ένα κοινό στοιχείο εξάρσεως επιδημιών, όταν αλλάζουν οι τρόποι συνύπαρξης μεταξύ ανθρώπων και ζώων, όπως κατά τη γεωργική επανάσταση ή επιχειρούνται ολοκληρώσεις παγκοσμίωσης και αποικισμών. Ωστόσο, η Ιστορία δεν είναι προβλέψιμη και επιδημίες σε διαφορετικές ιστορικές εποχές έφεραν πολιτισμικές συνέπειες διαφορετικές μεταξύ τους, όπως λ.χ. η άνοδος του αραβικού Ισλάμ, η έξαρση του μεσαιωνικού αντισημιτισμού, η ανάδυση της νεωτερικής εξατομίκευσης, η εξαφάνιση των προκολομβιανών πολιτισμών κ.ο.κ. Η ανθρώπινη Ιστορία δεν είναι προβλέψιμη, αλλά είναι συνάρτηση της φύσης, της τεχνολογίας, της τάσης μεγιστοποίησης της εξουσίας, αλλά και της πολιτισμικής αντίδρασης στα παραπάνω.

Διλήμματα τρέχοντα και μελλοντικά

 

Οι επιδημίες είναι, λοιπόν, από τη Νεολιθική εποχή έως σήμερα βασικές κινητήριες δυνάμεις της ανθρώπινης Ιστορίας. Η τρέχουσα επιδημία παρουσιάζει ορισμένα χαρακτηριστικά που είναι παρόμοια με άλλων εποχών, όπως το ότι εμφανίζεται σε μια περίοδο ραγδαίας παγκοσμιοποιητικής υπερεπέκτασης της ανθρώπινης δραστηριότητας που άλλαξε τους τρόπους συνύπαρξης με τα ζωικά είδη, αλλά και κατέστησε την ανθρωπότητα πιο ευάλωτη μέσα από την ομογενοποίησή της. Η εξέλιξη, ωστόσο, της επιδημίας δεν είναι αποκλειστικά ένα αποτέλεσμα της διάδρασης ανάμεσα στη φύση και τις απρόσωπες δυνάμεις της τεχνολογίας σε ένα καπιταλιστικό πλαίσιο ανάπτυξης, αλλά εξαρτάται και από παράγοντες πολιτισμικής διαχείρισης και αντίδρασης. Ένας πολιτισμικός παράγοντας που εισέρχεται στο παιχνίδι είναι το κεκτημένο της σημασίας κάθε ανθρώπινης ζωής ως υπέρτερης αξίας έναντι άλλων, όπως λ.χ. ένας συνολικός ωφελιμισμός ή ακόμη και η ελευθερία στις διαφορετικές σημασίες της.

Τις εβδομάδες που πέρασαν τα πολιτικά διλήμματα που κυριάρχησαν αφορούσαν λ.χ. αν το κράτος θα παρέμβει δυναμικά με αυστηρή απομόνωση για να ελαχιστοποιηθούν οι θάνατοι. Η επιλογή αυτή θέτει ως αυταξία την οποιαδήποτε ανθρώπινη ζωή, θυσιάζοντας εν ανάγκη οικονομικές σκοπιμότητες ή και ατομικές και συλλογικές πολιτικές ελευθερίες. Μια άλλη πολιτική επιλογή που εξετάστηκε ήταν η επίκληση της λεγόμενης «ανοσίας αγέλης», μιας αμφιλεγόμενης έννοιας ως προς το αντίκρυσμα της σημασίας της, η οποία, πάντως, συνδέθηκε με μια πρόταξη της οικονομικής και πολιτικής ελευθερίας έναντι της αυταξίας της κάθε ανθρώπινης ζωής με κρατική προστασία. Συζητήθηκε, εξάλλου, ενδελεχώς το ζήτημα αν είναι περισσότερο αποτελεσματικά τα φιλελεύθερα δημοκρατικά ή τα περισσότερο αυταρχικά καθεστώτα στην αντιμετώπιση μιας επιδημίας. Παρόμοιοι προβληματισμοί δεν είναι πρωτοφανείς. Ας θυμηθούμε ενδεικτικά ότι ο λοιμός που περιγράφει ο Θουκυδίδης συνέπεσε με έναν ιδεολογικό πόλεμο για την επικράτηση της δημοκρατίας ή της ολιγαρχίας ως βελτίστου πολιτεύματος.

Στην τρέχουσα κρίση είχε κατ’ αρχήν ενδιαφέρον ότι η μεγάλη πλειονότητα της Αριστεράς τάχθηκε εναντίον πολιτικών επιλογών που συνδέθηκαν με τον όρο «ανοσία αγέλης», καθώς θεωρήθηκε κατά κανόνα ότι οι πολιτικοί που τις εκπροσώπησαν εξέφραζαν ένα είδος κοινωνικού δαρβινισμού που γειτνιάζει περισσότερο στον νεοφιλελευθερισμό της ανάλγητης πρόταξης της οικονομικής κυρίως εκδοχής της ελευθερίας επί κάθε άλλου κοινωνικού αιτήματος. Το αποτέλεσμα ήταν πάντως μία ντε φάκτο συστοίχιση του μεγαλύτερου μέρους της Αριστεράς με τον ισχυρό κρατικό παρεμβατισμό, ο οποίος μοιραία επιτυγχάνεται διά της αστυνομικής καταστολής και ο οποίος αναπόφευκτα έχει τη δική του ατζέντα περιστολής τόσο ελευθεριών όσο και κοινωνικών κεκτημένων. Και ενώ είναι κατ’ αρχήν εύλογο ότι η νοοτροπία κοινωνικού δαρβινισμού που φέρουν εκφράσεις, όπως η «ανοσία αγέλης», προκαλεί αυθόρμητη απέχθεια σε μια αριστερή πολιτική στάση, τα διλήμματα που προκύπτουν δευτερογενώς από τον αναγκαστικό ντε φάκτο συνασπισμό με το αυταρχικό κράτος είναι οξύτατα και η λύση τους δυσχερής. Το δημοφιλές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «μετά θα λογαριαστούμε» ήταν μια παρόμοια αποδοχή ήττας στην άμεση μάχη.

 

Πόσο σημαντική είναι για την Αριστερά η σωματική επιτέλεση των πολιτικών υποκειμένων;

 

Το καίριο που χρειάζεται να μας απασχολήσει είναι ότι αν και οι επιδημίες υπήρχαν πάντοτε από τη γεωργική επανάσταση και μετά, η παρούσα κρίση φαίνεται να εντάσσεται σε έναν ιδιότυπο έλικα της διαλεκτικής ενός καπιταλισμού που προχωρεί μέσω κρίσεων. Αφενός η κρίση προήλθε από τη δυναμική γεωργικής και κτηνοτροφικής υπερεκμετάλλευσης που διέλυσε τα οικοσυστήματα, καθώς και από την παγκοσμιοποίηση που κατέστησε την ανθρωπότητα συνολικά ευάλωτη σε έναν νέο ιό. Αφετέρου, όπως συνηθίζεται στις κρίσεις του καπιταλισμού, επιστρατεύονται δυνάμεις που επιταχύνουν τάσεις του καπιταλισμού, όπως είναι η ψηφιοποίηση, η απεδαφικοποίηση των σχέσεων αλλά και μορφώματα εκτάκτων υπερεξουσιών για να τα εξασφαλίσουν. Με τον τρόπο αυτό υπάρχει κίνδυνος απώλειας παραδοσιακότερων σχέσεων, όπως οι απαρτισμοί συγκεκριμένων τοπικών σωμάτων. Διερωτάται κανείς αν ο κόσμος στον οποίο θα ξυπνήσουμε μετά το πέρας της επιδημίας θα είναι ένας κόσμος στον οποίο θα μπορούμε να καταλαμβάνουμε με τα σώματά μας πλατείες, θα μιλάμε με τη γλώσσα του σώματός μας, θα αντιστεκόμαστε στην εξουσία με τη σωματική κάλυψη χώρου.

Παρεμπιπτόντως, είχε εξαιρετικό ανθρωπολογικό ενδιαφέρον ότι η κατ’ εξοχήν αντίσταση στις κρατικές παρεμβάσεις δεν είχαν ως ελατήριο έναν αριστερού τύπου απαρτισμό αντεξουσιαστικών πολιτικών σωμάτων ούτε καν την ερωτική σωματικότητα, αλλά τη συγκρότηση θρησκευτικών σωμάτων, ήτοι τη διεκδίκηση θρησκευομένων να εκφράσουν με συλλογικό τρόπο τη σωματική τους σχέση με τον Θεό και τους συνανθρώπους, γεγονός που αντιμετωπίστηκε από ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς, -αν και όχι αποκλειστικά-, με την υπεροπτική χλεύη που επιφυλάσσει ο προοδευτικός στον παρωχημένο. Αποτελεί ένα εντυπωσιακό εμπειρικό δεδομένο αυτής της κρίσης ότι κυρίως η διεκδίκηση σωματικής σχέσης με τον Θεό αντιστάθηκε στις κρατικές επιταγές απομόνωσης, πολύ περισσότερο είτε από την πολιτικού τύπου συσπείρωση, είτε από τον ανθρώπινο έρωτα, ένα πόρισμα που μπορούμε να συγκρατήσουμε για αυτήν την εποχή μας της ύστερης νεωτερικότητας.

Σε κάθε περίπτωση, παραμένει ένα επείγον ζητούμενο για την Αριστερά το περιεχόμενο του «τώρα θα λογαριαστούμε» με την κρατική εξουσία και όχι μετά. Είναι ο απαρτισμός σωματικών συλλογικοτήτων που να υπερβαίνουν την ατομικότητα ένα αναπόσπαστο στοιχείο της Αριστεράς; Και πόσο θα είναι διατεθειμένη να το υπερασπιστεί όταν η απλή τωρινή δυσανεξία μετατραπεί στο μέλλον σε αναπόφευκτη σύγκρουση με την εμπεδωμένη πλέον βιοπολιτική του κράτους; Η Αριστερά ασφαλώς δεν μπορεί παρά να νιώθει αυτονόητη οιονεί αντανακλαστική απέχθεια προς τον κοινωνικό δαρβινισμό ή ακόμη και προς την πρόταξη της ελευθερίας ως απόλυτου αυτοσκοπού και να προτάσσει ως σημαντικότερη προτεραιότητα τη συλλογικότητα που συμπεριλαμβάνει τις ζωές όλων, και ιδίως των ευπαθεστέρων. Από την άλλη, όταν αυτό σημαίνει ντε φάκτο σύμπτωση με ένα ορισμένο είδος εξουσιαστικής βιοπολιτικής που τείνει προς τον καθολικό ψηφιακό μετασχηματισμό των σχέσεων με τρόπο ολοκληρωτικής χειραγώγησης σωματικώς απομονωμένων ατομικοτήτων, όταν αυτό φαίνεται να είναι μία λύση που κατορθώνει να βρει η ίδια η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση μέσα στις σπείρες των διαλεκτικών της αντιφάσεων για να επιβιώσει και να κατισχύσει, η Αριστερά χρειάζεται επειγόντως να διατυπώσει τη σημασία που έχει η ιδιαζόντως σωματική επιτέλεση για τη συγκρότηση πολιτικών υποκειμένων.

Βεβαίως είναι η ίδια η υφή της επιδημίας που αλλάζει τα δεδομένα των διλημμάτων. Σε συνθήκες επιδημίας μπορεί να είναι η αγάπη που εκφράζεται μέσα από την απόσταση, ενώ, αντιθέτως, η πρωτόγονη και ανεπεξέργαστη ανεύθυνη κοινωνικότητα μέσα από μια γειτνίαση που μπορεί να αποβεί θανατηφόρα. Μάλιστα κατ’ εξοχήν ο καθένας καλείται να σκέφτεται όχι τον εαυτό του ή τους οικείους του, αλλά τους ευπαθέστερους και πιο αδύναμους αγνώστους που μπορεί να χάσουν τη ζωή τους λόγω μη συμμόρφωσης με οδηγίες απομόνωσης. Σε αυτό το ηθικό περιβάλλον μπορεί κανείς να παραιτηθεί από την απαίτηση σωματικής υποκειμενοποίησης. Αρκεί να υπάρχει συναίσθηση ότι πρόκειται για μια τραυματική αναστολή και όχι για κάτι με το οποίο είμαστε ευφρόσυνα επαναπαυμένοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο σκοπός είναι οπωσδήποτε η επιστροφή στο παρελθόν. Αλλά είναι μια αντίσταση σε δυστοπικά μέλλοντα εκ των ένδον των τραγικών αντιφάσεων αυτών των μελλόντων. Και η επιμονή στο σώμα που καταλαμβάνει χώρο και διά αυτής της καταλήψεως αντιστέκεται στην εξουσία, είτε πρόκειται για κατάληψη πλατείας, είτε για διαδήλωση, είτε για συγκρότηση πολιτικών υποκειμενικοτήτων, είναι ένα αναπόσπαστο στοιχείο γύρω από το οποίο δεν μπορεί παρά να αρθρωθεί η αριστερή απάντηση στις σύγχρονες βιοπολιτικές, ακόμη κι αν αυτό το σώμα είναι υβριδικό στη διασύνδεσή του με την ψηφιακή πολυδυναμία.

 

Κι αν πετύχαμε την αποανάπτυξη χωρίς να το θέλουμε;

 

Ταυτοχρόνως, χρειάζεται να σημειωθεί ότι ναι μεν είναι χαρακτηριστικό σύμπτωμα της υποχώρησης της Αριστεράς το γεγονός ότι το κραταιό δίλημμα των ημερών είναι φαύλο μεταξύ είτε νεοδαρβινισμού είτε αυταρχικού κρατισμού, ωστόσο το απρόβλεπτο της κατάστασης εγκυμονεί αναπάντεχες δυνατότητες προς ενδεχόμενη άδραξη. Κατ’ αρχήν, αυτό που συμβαίνει τις εβδομάδες αυτές θα μπορούσε να ειδωθεί και ως μία αναγκαστική αποανάπτυξη. Κάτι που περιέγραφαν τα αναρχικά εγχειρίδια, αλλά δεν μπορούσε καμία ηθική προστακτική να επιβάλει, γίνεται πλέον αδήριτη πραγματικότητα. Το ζήτημα είναι βέβαια πώς το θεματοποιούμε. Πρόκειται για μια «εκδίκηση» της φύσης; Πρόκειται για εκπλήρωση σε ένα άγριο όνειρο του αντισπισιστή να αποκτά η ανθρώπινη ζωή όχι μεγαλύτερη αξία από αυτή άλλων ζώων, τα οποία επανεποικίζουν πλέον τον κόσμο μας μετά την ανθρώπινη απόσυρση; Πρόκειται για μια από τις πολλές κρίσεις του καπιταλισμού στη διαλεκτική του με τη φύση, η οποία θα υπερβαθεί είτε μέσα από νέες επιστημονικές και τεχνολογικές συνθέσεις είτε και μέσα από δημιουργικές καταστροφές;

Το ερώτημα είναι: Μπορούμε να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να πρόκειται για μια νέα ανθρωπολογική στάση η οποία ήρθε για να μείνει; Η οποία δεν θα σημαίνει βεβαίως επιστροφή σε μια προκαπιταλιστική κοινωνία, αλλά ενδεχομένως μια επιτέλους γνήσια μετα-νεωτερική συσχέτιση με το περιβάλλον. Το καίριο είναι εδώ ακριβώς μία οικολογική Αριστερά πρωτοποριακή στην υπόδειξη των διαδράσεων με τα μη ανθρώπινα ζώα. Κάτι που μπορεί να αρχίσει από τον επείγοντα χαρακτήρα επιδημιολογικών μελετών για το ποιες μορφές οικοσυστημάτων (ακόμη και τεχνητών) θα μας διαφυλάξουν από τις επιδημίες του μέλλοντος μπορεί να εξελιχτεί σε μια ευρύτερη στάση και σχέση με το φυσικό περιβάλλον λόγω ανωτέρας βίας, με την ίδια λογική λ.χ. που η ανθρωπότητα δείχνει πλέον αυτοσυγκράτηση στο να μην κάνει παγκοσμίους πολέμους λόγω της βεβαιότητας της ολοσχερούς πυρηνικής καταστροφής. Το ότι η κρίση οδηγεί σε έκτακτα μέτρα διανοίγει τη δυνατότητα τίποτα πλέον να μην φαίνεται α πριόρι ουτοπικό, εγκαινιάζοντας μια περίοδο των μεγίστων διεκδικήσεων για τους έχοντες αρετήν και τόλμην.