Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή των πανεπιστημίων της Θεσσαλονίκης, όπου δεν υπάρχουν εγκατεστημένα πολλά νοικοκυριά και άρα δεν χρησιμοποιούνται τόσο πολύ τζάκια για ανάγκες θέρμανσης.
Όπως επισήμανε χθες σε δηλώσεις της η αναπληρώτρια καθηγήτρια Φυσικής του ΑΠΘ, Μεταξία Μανωλοπούλου (που είναι μέλος της ερευνητικής ομάδας της σχετικής μελέτης, η οποία δημοσιεύτηκε στο Journal of Environmental Radioactivity), τα δέντρα μετά το ατύχημα του Τσερνόμπιλ έχουν απορροφήσει κάποια ποσότητα Καισίου, η οποία έπεσε στο έδαφος από το ραδιενεργό νέφος.
 
Όταν το ξύλο καίγεται ένα μέρος του Καισίου (το μεγαλύτερο) παραμένει στη στάχτη, ενώ ένα άλλο διαχέεται στην ατμόσφαιρα και αυτό είναι το πρόβλημα, υπογράμμισε η κ. Μανωλοπούλου.
 
Εντύπωση προκαλεί και το ότι ραδιενεργό Καίσιο δεν βρέθηκε σε ξυλεία, η οποία προήλθε από το εξωτερικό, αλλά από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, κυρίως από το βόρειο τμήμα της χώρας.
 
Μάλιστα η καθηγήτρια, ερωτώμενη για τις επίμαχες ελληνικές περιοχές, ανέφερε τη Νάουσα και τη Χαλκιδική, ενώ εξήγησε πως η μεγαλύτερη ή μικρότερη ύπαρξη Καισίου στα ξύλα έχει σχέση με τις κλιματολογικές συνθήκες, που επικρατούσαν όταν το ραδιενεργό νέφος πέρασε πάνω από κάθε περιοχή (εάν έβρεχε τότε ή όχι κ.τ.λ.
 
Την ίδια στιγμή, εξίσου εντυπωσιακά είναι και τα στοιχεία από τη χρήση της βιομάζας, καθώς η επιβάρυνση από την ημιτελή καύση της είναι μεγαλύτερη ακόμη και από το κάπνισμα, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Λάζαρος Σιχλετίδης, ομότιμος καθηγητής πνευμονολογίας του ΑΠΘ.
 
Μάλιστα, σε επιβαρημένες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, που μελετήθηκαν, διαπιστώθηκε διαχρονική αύξηση των αδενο-καρκινωμάτων.

(Πηγή: Ημερησία)