I can’t eat, I can’t talk,
Been drinking mean Jake, Lord
Now, I can’t walk

«Όταν τον ρώτησα για το πόδι του, μου είπε αυτή την απίθανη ιστορία για κάποιο πατενταρισμένο φάρμακο που του χαν ρίξει δηλητήριο και…»
«Το τζέηκ», είπε ο Σμίττυ.
«Ναι, αληθεύει;»
«Και πολύ μάλιστα», απάντησε. «Μόνο στο Μισσισσιππή πρέπει να άφησε πάνω από χίλιους ανθρώπους ανάπηρους. Δεν το χα συνδυάσει πριν, αλλά όντως ο Σακάτης Ουίλλυ θα ’ταν δε θα ’ταν είκοσι όταν έγιναν όλα αυτά». Ο Σμίττυ είπε την ίδια βασική ιστορία για το Τζαμαϊκάνικο Εκχύλισμα Πιπερόριζας, αλλά προσέθεσε αρκετές λεπτομέρειες. «Ήτανε δυό τύποι στη Βοστόνη που έφτιαχναν αυτό το πράμμα από τη δεκαετία του ’20» είπε.Ήταν κυρίως αλκοόλ, όπως τα περισσότερα ’φάρμακα’ τότε, κι έτσι το Γραφείο Ποταπαγόρευσης πέρασε ένα νόμο που υποχρέωνε να περιέχουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό στερεών». […]
«Λοιπόν, μερικά απ αυτά που πρόσθεσαν μέσα, θα·μπορούσαν να σε σκοτώσουν πριν φτάσεις στο δεύτερο μπουκάλι. Τέλος πάντων, αυτοί οι τύποι στη Βοστόνη κατέληξαν σε ένα πλαστικοποιητή, με ένα χημικό που ονομαζόταν τριορθοκατιτιςκιάλλοφωσφορικόάλας. Υποτίθεται ότι δεν ήταν τοξικό, ντάξει; Έτσι λοιπόν αυτοί οι τύποι το βάζουν σε 500.000 μπουκάλια του εκχυλίσματος πιπερόριζας και το στέλνουν σε ολόκληρη τη χώρα.
Μες σε λίγες μέρες κάπου ανάμεσα σε πενήντα κι εκατό χιλιάδες άνθρωποι, κυρίως φτωχοί αλκοολικοί, εμφανίζονταν στα νοσοκομεία και στους δρόμους, κάποιοι από αυτούς κυριολεκτικά σερνάμενοι στην κοιλιά τους. κάποιοι, όπως ο Ουίλλυ, κρατήθηκαν με ένα πόδι γερό, αλλά πολλοί μείναν για πάντα παράλυτοι. Έχουν γραφτεί καμμιά εικοσαριά τραγούδια γι αυτό. […] Α, το πράμμα αυτό παρέλυε και το μεσαίο πόδι κι έτσι πολλά απ τα τραγούδια έχουν κι ένα στίχο που μιλάει για κάποιο εύκαμπτο, χαλαρό πόδι που δεν μπορεί να μετέχει στον έρωτα».
Bill Fitzhugh, Highway 61 Resurfaced, εκδ. Morrow

Το εκχύλισμα από τζαμαϊκάνικο τζίντζερ, πιπερόριζα ή ζιγγιβέρι, δηλαδή ένα διάλυμα 85% αιθυλικής αλκοόλης, γνωστό στους δρόμους των σκονισμένων πόλεων του αμερικάνικου νότου ως τζέηκ, πωλούνταν νόμιμα, από την εποχή του Αμερικάνικου εμφυλίου, ως φάρμακο κατά της ναυτίας, από τους περιοδεύοντες «γιατρούς», τους κομπογιαννίτες της νέας γης. Για να είμαστε δίκαιοι, ωστόσο, οι πελάτες ήξεραν τι αγόραζαν: φτηνό αλκοόλ που μεταμφιεζόταν σε φάρμακο ώστε να μην υπόκειται σε φόρους. Στην ποτοαπαγόρευση, από άλλοθι των φτωχοδιάβολων που δεν θέλαν να φαίνεται το αλκοολίκι τους, έγινε μόνη διέξοδος των φτωχών –λευκών ή μαύρων. Το αγόραζαν σαν μία από τις λίγες μορφές φτηνού και νόμιμου αλκοόλ. Το τζέηκ αποδείχθηκε χρυσοφόρο. Υπάρχει η γενική εντύπωση ότι η εποχή αυτή κράτησε λίγα χρόνια – όμως, σε μερικές πολιτείες, όπως στο Μισσισσιππή, κράτησε πάνω από μια τριακονταετία, έφτασε τη δεύτερη μεταπολεμική δεκαετία. Σε όλα αυτά τα χρόνια, η ζήτηση για τζέηκ αυξήθηκε, λόγω των …γνωστών του φαρμακευτικών ιδιοτήτων. Τα τζιμάνια*, όμως, μπορεί να αργούσαν αλλά δεν ήταν τελείως ηλίθια. Γρήγορα κατάλαβαν την κομπίνα και πέρασαν στη δράση. Ζήτησαν να φαίνονται τα φαρμακευτικά υλικά, έφτιαξαν έναν ακόμη κανόνα που έλεγε πως έπρεπε να αυξηθεί το περιεχόμενο του τζέηκ σε στερεά υπολείμματα της εκχύλισης του αποστάγματος πιπερόριζας.

Η αύξηση αυτή έκανε το ποτό ιδιαίτερα πικρό και κόστιζε σε πελάτες. Η αγορά του τζέηκ απειλούνταν με καταστροφή. Οι λαθραίοι κατασκευαστές άρχισαν να αναζητούν λύσεις που θα τους επέτρεπαν να αυξήσουν το ίζημα κρατώντας την γεύση του αλκοόλ. Το triortho cresyl phosphate, γνωστότερο με τα αρχικά TOCP, άχρουν άοσμον και άγευστον, είναι καταστροφέας του κεντρικού νευρικού. Χτυπάει κατευθείαν στη σπονδυλική στήλη. Ο Χάρρυ Γκρος κι ο Μαξ Ράισμαν, ερασιτέχνες χημικοί και λαθραίοι κατασκευαστές τζέηκ, με έδρα τη Βοστώνη, δεν το γνώριζαν. Όπως δεν το γνώριζαν κι οι περισσότεροι χημικοί της εποχής. Οι δύο βοστωνέζοι πρόσθεσαν λοιπόν το TOCP, τον θεωρητικά ακίνδυνο πλαστικοποιητή που δημιουργούσε τεχνητό ίζημα όμοιο με της κανονικής συνταγής, για να αντικαταστήσουν το καστορέλαιο, που εμπεριέχονταν, και να ξεγελάσουν τα τεστ των τζιμανιών, διασώζοντας παράλληλα τη γεύση του ποτού. Γέμισαν μισό εκατομμύριο μπουκάλια. Μες σε λίγες μέρες αλκοολικοί φτωχοδιάβολοι σέρνονται με παράλυτα τα κάτω άκρα στους δρόμους της Αμερικής. Σύντομα, αρχίζουν να περπατούν με έναν περίεργο, χορευτικό τρόπο: «πετάνε» τα πόδια τους ψηλά κι ύστερα μπροστά απ τον λοιπό κορμό, ώστε να κινηθούν στο έδαφος. Οι σακατεμένοι άνθρωποι ξέρουν τι φταίει-το τζέηκ, ονοματίζει την νόσο, Jake leg, και το παράξενο περπάτημα, Jake Walk. Ο αριθμός των θυμάτων, άγνωστος. Το λιγότερο 30.000, το περισσότερο 100.000. Παρά ταύτα, το θέμα δε βγαίνει στον Τύπο με πρωτοσέλιδα, ελάχιστες είναι οι διαμαρτυρίες. Την ιστορία τους σώζουν μόνο τα μπλουζ κι η φολκ- η μουσική των περιθωριακών, των φτωχών, των σημαδεμένων. Πρώτος, μάλιστα, συνδέει την νόσο με το ποτό ο μπλουζίστας Ishmon Bracey, στο ‘Jake Liquor Blues’ που ηχογράφησε το Μάρτη του 1930. Αυτά, ως το 1980.

O γιατρός Τζων Μόργκαν, καθηγητής στην Ιατρική του Πανεπιστημίου Σίτυ της Νέας Υόρκης, που του άρεσε να αποκαλείται φαρμακοεθνομουσικολόγος, έπεσε πάνω στα μπλουζ για το τζέηκ περπάτημα φοιτητής ακόμη, τη δεκαετία του ’60. Τη δεκαετία του ’70 ήρθε σε επαφή και με τους ασθενείς. Αρχίζει να ρωτά κάποιους πελάτες του, μεσήλικους ή γέροντες με αναπηρία στα πόδια, από πού προήλθε η παράλυσή τους, καθώς συνειδητοποιεί ότι ανήκουν όλοι στην ίδια γενιά και έμειναν παράλυτοι την ίδια περίοδο, περίοδο που και τα μπλουζ καταγράφουν την εμφάνιση της νόσου. Όλοι του λένε ότι έφταιγε το συγκεκριμένο αλκοόλ, αλλά ο γιατρός δεν το δέχεται έτσι εύκολα. Συνεχίζει να ερευνά, κι η παράδοση, η προφορική ιστορία της γης των κολασμένων αποδεικνύεται για ακόμη μια φορά αληθινή. Σύμφωνα με τις έρευνες, κανένα άλλο «πειραγμένο» φάρμακο δεν έχει παράξει τόση μουσική όση το τζέηκ. Μόνο στα μπλουζ καταγράφονται πάνω από 17 διαφορετικά τραγούδια.

*G-men ονομάζονται οι άνδρες του Χούβερ, του πρώτου FBI. Στην Ελλάδα «φτάνουν» χάρη στην ομώνυμη ταινία του Τζέημς Κάγκνυ. Η λέξη γρήγορα ελληνοποιείται (τζιμάνι), κλίνεται (τζιμάνια, τζιμανιών) και παίρνει την έννοια του έξυπνου και αμάσητου.