των Δημήτρη Αδαμόπουλου, Γιάννου Γιαννόπουλου, Αναστασίας Ευστράτογλου, Πέτρου Σταύρου

Να σημειώσουμε εισαγωγικά ότι η πρόσφατη συνδιάσκεψη της “Αναμέτρησης – οργάνωσης για μια νέα κομμουνιστική αριστερά”, της οποίας είμαστε μέλη, αποφάσισε και για το ζήτημα των κεντρικών πολιτικών συνεργασιών [3]. Αισθανόμαστε όμως την ανάγκη, μετά και τα προηγούμενα κείμενα για το ζήτημα, να πούμε ορισμένα πράγματα παραπάνω.

Ποιο ερώτημα καλούμαστε να απαντήσουμε;

Αρκεί να φύγει η κυβέρνηση Μητσοτάκη;

Έχουμε απέναντί μας το αστικό μπλοκ (συνασπισμό) εξουσίας, είτε υπό την κυβέρνηση Μητσοτάκη, είτε υπό μια ενδεχόμενη “προοδευτικότερη” κυβέρνηση συνεργασίας που θα συγκροτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Για να τους νικήσουμε, χρειάζεται να συγκροτηθεί το αντίπαλο -δικό μας- κοινωνικό μπλοκ της ανατροπής. Για μας, το ερώτημα που τίθεται είναι ποιος θα είναι εκείνος ο πολιτικός σχηματισμός, που θα βοηθήσει στη συγκρότηση του κοινωνικού μπλοκ της ανατροπής, θα ανοίξει δηλαδή το δρόμο για μια διαφορετική πορεία για τις εργαζόμενες τάξεις, δηλαδή όσους/ες/α ζουν από τη δουλειά τους, τη νεολαία και τους/τις συνταξιούχους. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται να συμβάλει σε μια νέα διαιρετική τομή στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, αφού η προηγούμενη μνημόνιο – αντιμνημόνιο φοβόμαστε ότι θα κλείσει οριστικά με τις εθνικές εκλογές του 2023· ενώ το ίχνος της παραμένει ενεργό, δεν θα αποτελεί ενεργή κεντρική πολιτική διαχωριστική.

Δεν υποτιμάμε τη σημασία του να φύγει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που έχει αποτελέσει την πιο μαύρη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης στο συμπυκνωμένο ξεχαρβάλωμα των λαϊκών κατακτήσεων, του πλαισίου των εργασιακών σχέσεων (που μεταφράζεται και στους δεκάδες εργατικούς θανάτους), στην καταστολή, στις επαναπροωθήσεις των μεταναστ(ρι)ών στο Αιγαίο, στο κλείσιμο του ματιού στην επίθεση στα δικαιώματα των γυναικών (βλέπε και “συνέδρια γονιμότητας” που ακυρώθηκαν κάτω από τη φεμινιστική κινητοποίηση), στο νόμο Βορίδη για την αυτοδιοίκηση, στους χιλιάδες νεκρούς της πανδημίας από τη διάλυση του ΕΣΥ, και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Όμως το να φύγει η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι πολύ “λίγο”, δεν συνιστά δηλαδή νέα διαιρετική τομή, αφού στη κυβέρνηση Μητσοτάκη μπορούν να εναντιωθούν και πλευρές του ταξικού και πολιτικού αντιπάλου, όταν δουν ότι οδηγούνται σε κυβερνητική αστάθεια. Εξάλλου, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έπεσε από τον ουρανό, προέκυψε από την νεκρανάσταση της ελληνικής δεξιάς στην οποία οδήγησε η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και η θεμελίωση του “There Is No Alternative”(ΤΙΝΑ). Για αυτό και δεν αποτελεί απάντηση η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, που ελάχιστους/ες/α πείθει ότι θα κάνει πολύ διαφορετικά πράγματα από όσα έκανε το 2015-2019 και οδήγησαν και στο αποτέλεσμα του 2019.

Να συμμαχήσουμε για να υπάρχει κοινοβουλευτική αντιπολίτευση;

Επιπλέον, δεν υποτιμάμε καθόλου τη σημασία της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς, εξάλλου και συλλογικά θεωρούμε ότι αποτελεί σημαντικό κομμάτι των εργαλείων παρέμβασης για τις δυνάμεις της Αριστεράς, χωρίς να είναι το κυρίαρχο και το πιο σημαντικό. Ούτε θα ακυρώσουμε την δουλειά που έκανε το ΜέΡΑ25 στο να αναδείξει μια σειρά ζητημάτων στη βουλή, είτε με δικές του παρεμβάσεις, είτε με τη μεταφορά επερωτήσεων από κοινωνικούς χώρους, αλλά και το ρόλο που έπαιξε σε κρίσιμες στιγμές (όπως η ακύρωση της απαγόρευσης της διαδήλωσης για το Πολυτεχνείο το 2020, σε έναν ιδιότυπο -θετικό- συντονισμό με το ΚΚΕ), ή τη συμπαράσταση βουλευτ(ρι)ών σε διωκόμενους/ες αγωνιστ(ρι)ες. Είναι επίσης δεδομένο ότι σε αυτή τη φάση -μέχρι τις εκλογές- είναι μικρή η πιθανότητα να ξεδιπλωθούν αντιστάσεις και κινητοποιήσεις που να ανατρέψουν συνολικά το πολιτικό σκηνικό: οι δυνάμεις της Αριστεράς θα είναι στην αντιπολίτευση.

Όμως η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση έχει σημασία να εντάσσεται σε ένα συνολικότερο σχέδιο: Όπως μας έδειξε η εμπειρία του 2015, σε περιόδους κρίσεων, σαν αυτές που έχουμε και μπροστά μας, ο πολιτικός χρόνος συμπυκνώνεται. Οι δυνάμεις που δρουν πέραν του συστημικού τόξου τότε πρέπει να πάρουν πρωτοβουλίες, και ο τρόπος με τον οποίο έχουν συγκροτηθεί, το προηγούμενο πρόγραμμά τους, η φυσιογνωμία τους, παίζουν ρόλο και την κρίσιμη στιγμή. Το 2015 η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των αντιμνημονιακών δυνάμεων μετατράπηκε, με συνοπτικές διαδικασίες, σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΝΑΙ και των “Μένουμε Ευρώπη”. Με αυτή την εμπειρία, το “να συμμαχήσουμε για την αντιπολίτευση και βλέπουμε μετά”, μπορεί να έχει πολύ κοντά “ποδάρια” μεταξύ δυνάμεων α) με τελείως διαφορετικές παραδόσεις, αφού το ΜέΡΑ25 δεν αυτοεντάσσεται ξεκάθαρα στην αριστερά, β) με διαφορετικές θέσεις για μια σειρά ζητημάτων, γ) με αποκλίνουσες πρακτικές σε ορισμένους κοινωνικούς χώρους· για παράδειγμα, παρά τη διαφωνία του ΜέΡΑ25, μέλος του κατέβασε ψηφοδέλτιο στις ηλεκτρονικές εκλογές στην εκπαίδευση, όπου η συνδικαλιστική αριστερά απείχε συνολικά, ενώ παρόμοιο ζήτημα υπήρξε και στο υπουργείο Εργασίας. Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν υπάρχει εγγύηση ότι οι βάσεις μιας τέτοιας συμμαχίας δεν θα είναι σαθρές. Ούτε είναι στέρεο επιχείρημα ότι δεν θα είναι σαθρές απλώς και μόνο επειδή δεν θα υιοθετηθεί η μεθοδολογία του γαλλικού NUPES, στο οποίο αναφέρεται ο Γ. Βαρουφάκης. Εξάλλου, ο ίδιος ο Γ. Βαρουφάκης μας διαβεβαιώνει ότι η κοινοβουλευτική παρουσία του ΜέΡΑ25 είναι εξασφαλισμένη, επομένως ο στόχος της προγραμματικής πρότασης δεν είναι να διασφαλιστεί εκ νέου.

Για να το πούμε και πιο απλά, μετά το 2015 και την κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορούμε να κάνουμε τα ίδια λάθη. Είναι δεδομένο ότι θα κάνουμε λάθη, αλλά πρέπει να προσπαθήσουμε να είναι πρωτότυπα, και να μην έχουν την ίδια βαρύτητα, ώστε να μην οδηγήσουν σε νέες συντριβές. Σε αυτό το πλαίσιο θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να εξηγήσουμε τα βασικά σημεία που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η πρόταση του Γ. Βαρουφάκη δεν αποτελεί απάντηση για τη μαχόμενη αριστερά, με βάση 3 άξονες: α) τη λειτουργία, β) την αντίληψη για τους κοινωνικούς αγώνες, γ) το πρόγραμμα.

Α. Εκτός από το πρόγραμμα, υπάρχει και η λειτουργία

Το πρόγραμμα είναι πολύ σημαντικό στη συγκρότηση κάθε συμμαχίας, και θα επανέλθουμε στη συνέχεια σε αυτό. Δεν είναι όμως η μοναδική προϋπόθεση. Το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν διδακτικό και ως προς αυτό: Το προεκλογικό πρόγραμμα σμπαραλιάστηκε, ακόμα και αυτό το λειψό της Θεσσαλονίκης. Η απόφαση ενός ολόκληρου λαού στο δημοψήφισμα πετάχτηκε στα σκουπίδια. Η απόφαση του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ (της Κεντρικής Επιτροπής του) να πάει σε έκτακτο συνέδριο ακυρώθηκε, όταν ο Α. Τσίπρας ως πρωθυπουργός αποφάσισε να κάνει εκλογές και να εξωθήσει σε άτακτη διάσπαση (έξω από κομματικές διαδικασίες) όσους/ες διαφωνούσαν με την μνημονιακή στροφή. Είναι επομένως ζητούμενες οι δικλείδες και οι λειτουργίες που δεν θα επιτρέψουν την επανάληψη τέτοιων φαινομένων.

Έχει επίσης σημασία να σημειώσουμε ότι αυτά έγιναν στον Συνασπισμό και στο ΣΥΡΙΖΑ, που τότε είχαν μια σημαντικότερη κοινωνική γείωση, είχαν διαδικασίες που συζητούσαν προγραμματικά και στρατηγικά, κάτι που είχε επιτρέψει την παλιότερη “αριστερή στροφή” και είχε οδηγήσει την Ανανεωτική Πτέρυγα στην έξοδο. Δύο πρόεδροι του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ (η Μ. Δαμανάκη και ο Α. Αλαβάνος) έφυγαν από το κόμμα, προς διαφορετικές κατευθύνσεις σε διαφορετικές περιόδους, και αυτό δεν είχε σημαντική επίδραση στη λειτουργία και την ύπαρξή του. Αντίστοιχα, δεν είχε επίπτωση η σχετική αδρανοποίηση του Ν. Κωνσταντόπουλου μετά την προεδρία του. Και παρόλα αυτά η μετεξέλιξη αυτού του χώρου μετατράπηκε σε ένα ακραία αρχηγοκεντρικό κόμμα, όπου ο Α. Τσίπρας κάνει ό,τι γουστάρει.

Οι συγκρίσεις είναι απαραίτητες, για να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος. Το ΜέΡΑ25 του 3.44% κατά κοινή ομολογία δεν μπορεί σήμερα να υπάρξει χωρίς τον Γ. Βαρουφάκη, αφου συγκροτήθηκε στη βάση της προσωπικής του αναγνωρισιμότητας, της επικοινωνιακής του δεινότητας, και των πολιτικών του πρωτοβουλιών. Σε μία αντίστοιχη αρχική πολιτική βάση συσπείρωσε και ένα πρώτο δυναμικό, αν και σήμερα η εκφώνηση ορισμένων από τις τότε θέσεις έχει σταματήσει. Θέσεις που ήταν ανέφικτες και όχι ρεαλιστικές, όπως τα 500 δις ετησίως σε ομόλογα από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. [5]

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η διασφάλιση της δημοκρατίας είναι σχεδόν αδύνατη, όσο καλές προθέσεις και αν υπάρχουν. Και -επίσης δυστυχώς- τα αποτελέσματα υπάρχουν ήδη: Ο Α. Τσίπρας, ως πρωθυπουργός, το 2016, όταν έχασε μία ψηφοφορία στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ανάγκασε το συνέδριο να την επαναλάβει (και για αυτό φανταζόμαστε ότι κάνει ενοχλητικές ψηφοφορίες πλέον, όταν δεν ξέρει από πριν το αποτέλεσμα). Ο Γ. Βαρουφάκης -παρότι δεν είναι Α. Τσίπρας- , όταν έχασε με μεγάλη πλειοψηφία την ψηφοφορία στην ΠΓ του ΜέΡΑ25 για το εάν θα παραστεί στο προεδρικό μέγαρο στη “Γιορτή για την επέτειο αποκατάστασης της δημοκρατίας” το καλοκαίρι του 2022 (εν μέσω απεργίας πείνας Μιχαηλίδη κλπ) απλώς αποφάσισε μόνος του ότι τελικώς θα πάει. Δεν θεωρούμε προφανώς κυρίαρχο πολιτικό ζήτημα την μία ή την άλλη τακτική σε τέτοιες εκδηλώσεις, παρά τον πολιτικό συμβολισμό. Θεωρούμε όμως ότι όταν παραβιάζονται πλειοψηφίες οργάνων ενός κόμματος, για ελάσσονα ζητήματα, στο 3.44%, τότε το πιθανότερο είναι ότι αυτό θα επαναληφθεί, ειδικά σε πιο σοβαρά ζητήματα, και ειδικά απέναντι σε συμμάχους.

Β. Για τη σημασία των κοινωνικών αγώνων

Το δεύτερο σημείο που θεωρούμε ότι είναι βασικό στοιχείο απόστασης της μαχόμενης αριστεράς με το ΜέΡΑ25 είναι η σημασία, και η προτεραιότητα των κοινωνικών αγώνων. Οποιαδήποτε κοινωνική κατάκτηση, από τις εργατικές νίκες της efood και της cosco, ως την ακύρωση των μισογυνικών συνεδρίων και την επιβολή του “χωρίς συναίνεση είναι βιασμός” μέχρι το μπλοκάρισμα της καταστροφής της φύσης και του δομημένου περιβάλλοντος σε μία σειρά μετώπων, αλλά και το προσωρινό “χαλινάρι” στην αστυνομία την άνοιξη του 2021, ήρθε από τη μαζική κινητοποίηση.

Είναι θετικό στοιχείο ότι πλέον το ΜέΡΑ25 έχει παρουσία στις κινητοποιήσεις. Είναι όμως ταυτόχρονα προφανές ότι δεν δίνει δυνάμεις στην ανασυγκρότηση της κοινωνικής αντιπολίτευσης στο δρόμο. Δεν έχει κεντρική αντίληψη συμμετοχής και παρέμβασης στους κοινωνικούς χώρους (δηλαδή συμμετοχή ή δημιουργία παρατάξεων ή σχημάτων από τα πανεπιστήμια μέχρι τα εργατικά σωματεία), κοινωνικών πρωτοβουλιών κοκ. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αρκετά μέλη του αγωνιστ(ρι)ες που συμμετέχουν στα κοινωνικά κινήματα, και με ορισμένα από τα οποία είμαστε σε κοινές πρωτοβουλίες (όπως η Ενωτική Πρωτοβουλία κατά των Πλειστηριασμών, η Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή στο ΔΣΑ, η εργατικη κίνηση Μάχη). Όμως το ίδιο το ΜέΡΑ25 δεν συζητάει για αυτά τα ζητήματα (δεν θα βρει κανείς αναφορές στο σχεδιασμό του για το φοιτητικό ή το εργατικό ή κάποιο άλλο κίνημα στα συνεδριακά του κείμενα), μάλλον επειδή διατηρεί την αντίληψη ότι οι αλλαγές θα έρθουν βασικά από μία κυβέρνηση. Τα ίδια τα μέλη του που κινούνται στους κοινωνικούς χώρους, στο πλαίσιο του κόμματος κυρίως συμβάλλουν στην κεντρική κοινοβουλευτική δουλειά και εκφώνηση αντί να εξοπλίζονται για την κοινωνική παρέμβαση. Κατά τη γνώμη μας, είναι προβληματική μια σχέση με τα κοινωνικά κινήματα που δεν αντιλαμβάνεται τη σχετική αυτονομία τους και τη σημασία του να παρεμβαίνει ένα πολιτικό κόμμα σε αυτά όχι μόνο για να ανατροφοδοτείται, αλλά και για να τροφοδοτεί τα ίδια με πραγματικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, εξίσου προβληματική είναι και η αντίληψη ότι δεν χρειάζεται η μακρόχρονη διαδικασία οικοδόμησης σχέσεων εκπροσώπησης με τα κοινωνικά κινήματα, αλλά αρκεί μια εξωτερική σχέση μεταφοράς κάποιων από τα αιτήματά τους σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, χωρίς οργανική σύνδεση αυτής της κοινωνικής κίνησης και της κεντρικοπολιτικής έκφρασης.

Ισχύει επίσης πως το «στελεχιακό δυναμικού του ΜέΡΑ25, προέρχεται σε σημαντικό βαθμό από τη ριζοσπαστική Αριστερά» [5], όπως σωστά επισημαίνουν οι Κ. Λαπαβίτσας – Σ. Κουβελάκης στο δικό τους κείμενο. Εκτιμούμε ότι αυτή η συνθήκη δεν οφείλεται μόνο στη μετατόπιση των θέσεων του ΜέΡΑ25, αλλά και στο γεγονός ότι ο κόσμος που έχει θητεύσει στην αριστερά έχει αντίστοιχη πολιτική και οργανωτική εμπειρία. Την ίδια στιγμή όμως, αυτός ο κόσμος έχει δεσμευτεί κυρίως στην κεντρική λειτουργία και την κοινοβουλευτική παρουσία του κόμματος. Προφανώς κάθε κόμμα χρειάζεται επαγγελματικά στελέχη, αποσπασμένους κλπ. Υπάρχουν όμως δύο ζήτηματα: α) Έχει σημασία εάν τα επαγγελματικά απασχολούμενα μέλη διατίθενται κυρίως στην κοινωνική οργάνωση ή όχι. β) Έχει σημασία η πλειοψηφία του κεντρικού στελεχιακού δυναμικού ενός σχηματισμού να μην βρίσκεται πλειοψηφικά εντός του κοινοβουλευτικού μηχανισμού και να μην είναι επαγγελματικά απασχολούμενο, καθώς αυτό αυξάνει τους βαθμούς εξάρτησης από τον κρατικό και κοινοβουλευτικό μηχανισμό. Αυτό είναι επίσης ένα μάθημα που έχει προκύψει και από παλιότερες καταστάσεις (η συγκέντρωση των στελεχών του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ στην Κουμουνδούρου και τη βουλή, διευκόλυνε την κρατικοποίηση του από το 2012 και μετά), και καθόρισε την τελική στάση αρκετών την ώρα της μεγάλης διαφωνίας. Δεν είναι αυτό ενδεχομένως το βασικό πρόβλημα του ΜέΡΑ25, αλλά το πού επιλέγεις να ρίξεις δυνάμεις παράγει υλικά αποτελέσματα σε κρίσιμες στιγμές

Γ. Για το πρόγραμμα

Για τους υπερεθνικούς σχηματισμούς

Θα επαναλάβουμε εδώ ότι είναι θετική η μετατόπιση του προγράμματος του ΜέΡΑ25: Τόσο όσον αφορά το ΝΑΤΟ, ειδικά σε μία περίοδο μονοφωνίας του αστικού μπλοκ για την απόλυτη πρόσδεση στο ΝΑΤΟ. Το ίδιο ισχύει και για την επίγνωση ότι «Αυτή η ΕΕ δεν μεταρρυθμίζεται!», φράση που όμως δεν μεταφράζεται ακόμα στην επιλογή της ρήξης με την ευρωζώνη και την ΕΕ. Θα επισημάνουμε μόνο το εξής επιπλέον: η ΕΕ δεν μεταρρυθμίζεται και λόγω της διαφορετικής ανάπτυξης των ταξικών αγώνων σε κάθε χώρα και περίοδο. «Στην ουσία του ο αγώνας τους είναι διεθνής, η εθνική μορφή είναι εκείνη που προέχει.» [6] Πέραν δηλαδή της αδυνατότητας μεταρρύθμισης αυτής της ΕΕ, δεν θα γίνει και ταυτόχρονα σε όλες τις χώρες η ανατροπή, και δεν μπορεί μια ανατρεπτική πολιτική πλειοψηφία στην Ελλάδα να “περιμένει” τις αλλαγές στις άλλες χώρες. Αυτή η παρατήρηση μας φαίνεται ουσιαστική, καθώς ορισμένοι/ες από εμάς προερχόμαστε από ένα ρεύμα που έκανε τραγικά λάθος στην εκτίμηση για τις δυνατότητες μεταρρύθμισης της ευρωζώνης, λάθος που ήταν από αυτά που οδήγησαν στη συντριβή του σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ πριν τη μετάλλαξή του, και το έχουμε αναγνωρίσει πολλαπλώς και δημοσίως. Χρειάζεται επομένως ξεκάθαρη τοποθέτηση για το ζήτημα.

Για ποια ρήξη;

Η ίδια η επαναφορά της έννοιας της ρήξης, στη δημόσια σφαίρα, μετά την επικράτηση της ΤΙΝΑ, είναι θετική. Έχει όμως σημασία σε ποια ρήξη αναφερόμαστε. Στη ρήξη με την ολιγαρχία; Στη ρήξη με την ευρωζώνη; Στη ρήξη με τον αστικό συνασπισμό εξουσίας (το μπλοκ στο οποίο αναφερθήκαμε νωρίτερα); Σε όσα κείμενα του ΜέΡΑ25 αναλύεται το σύνθημα, η ρήξη αυτή αναφέρεται στην ολιγαρχία. [7] Είναι σημαντικό να αναφέρονται με τα ονόματά τους οι μεγαλοκαπιταλιστές (Βαρδινογιάννης, Λάτσης, Αλαφούζος, Μαρινάκης Περιστέρης, Σαββίδης κλπ), γιατί παίζουν εξέχοντα ρόλο σε αυτόν τον συνασπισμό εξουσίας, και καλά κάνει το ΜέΡΑ25 και τους ονοματίζει. Δεν είναι όμως οι μόνοι, ούτε έχουμε ολιγαρχία, ακόμα και εάν ορισμένες φορές συμπεριφέρονται ως οιονεί ολιγάρχες. Το καπιταλιστικό κράτος λειτουργεί πιο σύνθετα, και συνδυάζει την ηγεμονία με την καταστολή· αλλιώς ο Μητσοτάκης δεν θα έπαιρνε 40% σχεδόν το 2019. Για να το κάνουμε πιο ξεκάθαρο: Στην ομιλία του στο συνέδριο του ΜέΡΑ25, ο Κ. Ντάσκας αναφέρει -σωστά- ότι το κριτήριο για το πού απευθύνεσαι είναι το κοινωνικό: αυτοί/ές που ζουν από τη δουλειά τους ή αυτοί που ζουν από μερίσματα. [8] Θα είναι όντως απέναντι όσοι ζουν από μερίσματα, δηλαδή από την υπεραξία των εργαζομένων που μεταφράζεται στα κέρδη των εταιρειών στις οποίες έχουν μετοχές. Όμως πέραν όσων ζουν από μερίσματα, υπάρχουν και πολλοί άλλοι που ζουν από την υπεραξία, ως ιδιοκτήτες μικρότερων επιχειρήσεων, άλλοι που ζουν από άλλες προσόδους (ενοίκια κλπ), αλλά και “λοχαγοί” των εργοδοτών μέσα στην παραγωγική διαδικασία. Δεν υπάρχουν δηλαδή μόνο ολιγάρχες στη χώρα απέναντι στους εργαζόμενους/ες, υπάρχουν και άλλοι που θα είναι προφανώς απέναντι σε μία πραγματικά ρηξιακή διαδικασία. Δεν λέμε προφανώς ότι ένα μεταβατικό πρόγραμμα θα προτάσσει την συνολική κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά έχει σημασία να μην περιορίζεται στην αντιμετώπιση της “ολιγαρχίας”, γιατί τότε δημιουργούνται αντιλήψεις για πολύ ευρείες κοινωνικές συμμαχίες -που δεν θα προκύψουν- και αντίστοιχες προτάσεις, όπως η μείωση της φορολογίας στην οποία αναφερόμαστε στη συνέχεια.

Μία κεντρική αντίφαση του προγράμματος

Το ίδιο το πρόγραμμα έχει μία κεντρική αντίφαση: Παρουσιάζεται -και είναι διατυπωμένο- ως μίνιμουμ κυβερνητικό πρόγραμμα και όχι ως πρόγραμμα κοινωνικής αντιπολίτευσης και αγωνιστικών διεκδικήσεων. Δεν λέμε ότι δεν είναι σημαντικό να έχουν οι δυνάμεις της αντικυρίαρχης πλευράς και πρόγραμμα για την κεντρική και κοινοβουλευτική εξουσία· το αντίθετο, το θεωρούμε και πολύ σημαντικό. Το πρόγραμμα δηλαδή που εμείς το ορίζουμε ως “μεταβατικό” [9]. Όμως για να εφαρμοστεί ακόμα και το καλύτερο μεταβατικό πρόγραμμα δεν αρκεί η αρτιότητά του, ούτε καν η κατάκτηση της κυβέρνησης. Χρειάζεται η μαζική κινητοποίηση και η κοινωνική επιβολή στους “από πάνω”, η δημιουργία αντιδομών εξουσίας κλπ. Μετά από την εμπειρία τόσο του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και άλλων εγχειρημάτων αριστερών κυβερνήσεων μέσα στα χρόνια σε περίπου όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, έγινε πιο σαφές από ποτέ ότι η εξουσία δεν είναι απλώς μια κυριαρχική δύναμη που κατέχει αυτομάτως όποιος/α κατέχει την κυβέρνηση. Πολύ περισσότερο, η εξουσία εδράζεται στις κοινωνικές σχέσεις και επιμερίζεται σε μια σειρά θεσμών, εκτός και εντός των μηχανισμών του αστικού κράτους. Επομένως, η διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού και της οικοδόμησης μιας καινούργιας κατάστασης στην κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης, είναι μια πολύπλευρη κατάσταση: σαφώς και θα αξιοποιήσει και την κοινοβουλευτική εξουσία, έχοντας, όμως, επίγνωση των ορίων της και προετοιμάζοντας τη διάδοχη κατάσταση, που θα επιτρέψει πολύ μεγαλύτερης κλίμακας ριζοσπαστικές τομές. Η πρόταση του ΜέΡΑ25 δεν καταπιάνεται με αυτή την όψη. Αντίθετα, παρουσιάζει ένα οιονεί κυβερνητικό πρόγραμμα, χωρίς να συζητάει τον τρόπο επιβολής του. Υπό αυτή την έννοια, οι προτάσεις του προγράμματος δεν είναι «άμεσα εφαρμόσιμες» όπως υποστηρίζει ο Γ. Βαρουφάκης, γιατί δεν αρκεί μια κυβέρνηση -ακόμα και αν έχει τη θέληση- για να τις εφαρμόσει. Προσομοιάζει δηλαδή περισσότερο σε μια διαχειριστική, παρά ανατρεπτική πολιτική πρόταση.

Ειδικότερες επισημάνσεις για το πρόγραμμα

Υπάρχουν σημεία του προγράμματος στα οποία συμφωνούμε απόλυτα, όπως η άμεση κατάργηση του χρηματιστηρίου ενέργειας, η επανασύσταση και κοινωνικοποίηση της ενιαίας ΔΕΗ, ή η απόσυρση από τον άξονα Ισραήλ-Ελλάδας-Αιγύπτου-Κύπρου-Εμιράτων. Υπάρχουν άλλα που είναι κάπως θολά: Δηλαδή είναι θετική η προσπάθεια να μπουν θεσμοί λαϊκής παρέμβασης (το ΜέΡΑ25 τα ονομάζει “συμβούλια κληρωτών & εκλεγμένων”, έχουμε ενστάσεις στο πώς θα λειτουργεί ένα κληρωτό τέτοιο σώμα, αλλά δεν θα επιμείνουμε εδώ), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να έχεις ένα στοιχειώδες πλαίσιο δημοσιονομικής και θεσμικής στήριξης για αυτούς τους τομείς.

Όταν, π.χ., λέμε “ούτε κρατισμός ούτε ιδιωτικοποίηση” εννοούμε την επίταξη των δομών της ιδιωτικής υγείας; Υπάρχουν και σημεία του προγράμματος στα οποία διαφωνούμε ή τα θεωρούμε τουλάχιστον ελλιπή, αποσπασματικά και άρα μη κρουστικά, ειδικά όταν πρόκειται για μια προσπάθεια να συνταχθεί “οιονεί κυβερνητικό πρόγραμμα” και όχι απλώς “πρόγραμμα διεκδικήσεων”:

Στο εργατικό πλαίσιο δεν θέλουμε απλώς να ανέβει ο κατώτατος μισθός, θέλουμε να απελευθερωθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ώστε να μην τον καθορίζει η κυβέρνηση με νόμο (κόντρα και στον ενδοτισμό της ηγεσίας της ΓΣΕΕ που καλεί σε έναρξη διαπραγματεύσεων για την ΕΓΣΣΕ αλλα όχι για τον βασικό μισθό, αποδεχόμενη το μνημονιακό πλαίσιο). Επιπλέον, τα 7+1 σημεία μιλάνε για ΑΤΑ -και όχι για αυξήσεις- στον κατώτατο μισθό, ενώ είναι σαφές ότι χρειάζονται αυξήσεις αύξηση άνω του πληθωρισμού για να ανακτηθούν οι απώλειες 13 ετών, όταν η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που ο μισθός το 2023 παραμένει χαμηλότερος από αυτόν του 2010. Εκτός αυτού, η αύξηση δεν μπορεί να αφορά μόνο τον κατώτατο μισθό, γιατί δεν θα περάσει στους ανώτερους μισθούς με τον ίδιο τρόπο, αφού δεν υπάρχουν ΣΣΕ και η μερική απασχόληση ανερχεται στο 48% των νέων θέσεων εργασίας. Άρα μαζί με τις αυξήσεις στον κατώτατο χρειάζονται ΣΣΕ και θεσμικός δραστικός περιορισμός των μορφών μερικής απασχόλησης, ανα επιχείρηση και στο δημόσιο.

Διαφωνούμε με τις φοροελαφρύνσεις στις επιχειρήσεις. Ορισμένες ρυθμίσεις για τους φόρους είναι ενδεχομένως δίκαιες (όπως η κατάργηση της προκαταβολής φόρου), αλλά δεν μπορεί οι φοροελαφρύνσεις επιχειρήσεων να είναι κεντρικό σημείο σε ένα πρόγραμμα ρήξης ή τομών, χωρίς έναν κεντρικό σχεδιασμό των σημαντικότερων παραγωγικών δραστηριοτήτων. Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ είναι αρνητική και σε αυτό. Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης στηρίζονταν και σε τέτοιου είδους αμφιλεγόμενες παρεμβάσεις, όταν θα επρεπε να ενισχύσει ένα ευρύ πρόγραμμα μεταβίβασης βιομηχανικής ιδιοκτησίας στα χέρια εργαζομένων και συνεταιριστών με στόχο τη διεύρυνση του χωρου των επιχειρήσεων που παράγουν με άλλη λογική και τιμολογούν αλλιώς.

Στο ζήτημα της στέγης τίθεται ζήτημα απαγόρευσης της golden visa, σκληρού περιορισμού του airbnb, πλαφόν στα ενοίκια, αλλά και συνολικού φραγμού στην τουριστικοποίηση

Δεν νομίζουμε ότι μπορεί να παρουσιάζεται ως εφικτή η πρόταση για τις τράπεζες και την δημοκρατική ανάκτηση του συστήματος συναλλαγών, χωρίς να μιλάμε για πολιτικό έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδος και επομένως αποκοπή της από το σύστημα κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης και την Ευρωπαϊκή Κεντρικη Τράπεζα.

Διαφωνούμε με την αντίληψη περί θέσπισης παράλληλων συστημάτων όταν δεν προβλέπεται ευθεία σύγκρουση και ριζικός μετασχηματισμός των υπαρχόντων συστημάτων συναλλαγών και ρευστότητας.

Οι διαπιστώσεις μας αυτές μας φέρνουν σε αντίθετη εκτίμηση από αυτή των Κ. Λαπαβίτσα – Σ. Κουβελάκη ότι τα 7+1 σημεία (όπως είναι) μπορούν να αποτελέσουν βάση για μια μετέπειτα σύγκλιση σε ένα αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα (εκτίμηση που αποδίδουν και στον Σ. Σεφεριάδη, αν και ο ίδιος δεν το γράφει ακριβώς έτσι)

Η επιμονή στην πρόταση συνεργασίας προς τον ΣΥΡΙΖΑ

Έχει μια σημασία ότι τα “7+1 σημεία” δεν ξεκίνησαν ως πρόταση συστράτευσης προς τη ριζοσπαστική αριστερά, αλλά ως γενική πρόταση προγράμματος διακυβέρνησης, και ενδεχομένως και ως γραμμή άμυνας απέναντι στην πίεση του ΣΥΡΙΖΑ. Καταλαβαίνουμε ότι τέτοιες τακτικές κινήσεις μπορεί να γίνονται για να παράξουν οριοθέτηση, κάτι που έχει γίνει και στο παρελθόν, από τον Α. Αλαβάνο, σε μία λογική “το ΠΑΣΟΚ δεν αποδέχεται ούτε αυτά τα βασικά, επομένως μη μιλάει για συνεργασία”. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν θα συμφωνούσαμε ούτε με την τότε κίνηση Αλαβάνου. Τότε όμως η πρόταση αφορούσε σημεία κοινής δράσης, και όχι ενδεχόμενο πρόγραμμα κυβερνητικής συνεργασίας, όπως η σημερινή πρόταση του Γ. Βαρουφάκη. Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα έχει εφαρμόσει μνημόνιο, και άνοιξε το δρόμο στη χειρότερη μεταπολιτευτική κυβέρνηση. Υπό αυτή την έννοια νομίζουμε ότι τέτοιες προτάσεις “σπέρνουν αυταπάτες” ως προς το εάν μπορεί να αλλάξει ξανά πολιτική. Το πιο ανησυχητικό είναι η διάρκεια για την οποία η πρόταση μένει στο τραπέζι, και η διαρκής επίκλησή της. Η διαδικασία αυτή -ειδικά και λόγω του ρόλου του Γ. Βαρουφάκη στη δημόσια εικόνα του ΜέΡΑ25- νομίζουμε ότι μετατοπίζει τα ίδια τα ακροατήρια του ΜέΡΑ25 σε μία κατεύθυνση μεγαλύτερης ανοχής προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Και είναι πιθανό να παράξει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκει, δηλαδή να πιεστεί περισσότερο και το ίδιο το ΜέΡΑ25, εάν του τεθεί το ερώτημα της ψήφου ανοχής, όταν έχει καταστήσει τον ΣΥΡΙΖΑ πιθανό συνομιλητή, ακόμα και υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Ούτε είναι ιδιαίτερα καθησυχαστικές τοποθετήσεις του ίδιου του Γ. Βαρουφάκη, ότι ακόμα και οι 7+1 τομές «δεν είναι κόκκινες γραμμές», και ότι θα μπορούσε να κάνει έκπτωση «σε όλα» [11], εφόσον υπήρχε κάποια άλλη πειστική πρόταση στον διάλογο για προεκλογική σύγκλιση. Διαφωνώντας με τον Σ. Σεφεριάδη, θα θυμίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου του 2007, εδραιώθηκε ως κόμμα της κοινωνικής αντιπολίτευσης -και άνοιξε το δρόμο για ευρύτερες επιρροές- όταν ξέκοψε με τη συζήτηση προτάσεων κυβέρνησης συνεργασίας στο ΠΑΣΟΚ, και όχι όσο του έκανε προτάσεις συνεργασίας που το ΠΑΣΟΚ δεν μπορούσε/ήθελε να δεχτεί..

Πρόγραμμα δεν είναι μόνο ό,τι γράφει το χαρτί

Θεωρούμε λανθασμένη μια προσέγγιση που κάνει κριτική σε πολιτικούς σχηματισμούς στη βάση ότι “δεν εννοούν αυτά που λένε”. Νομίζουμε ότι το ΜέΡΑ25 και ο Γ. Βαρουφάκης εννοούν αυτά που λένε. Όμως, αυτά που λένε έχουν και αντιφάσεις, οι οποίες αποτυπώνονται στο δημόσιο λόγο και όχι μόνο στο πρόγραμμα. Αυτό έχει μεγάλη σημασία σε σχηματισμούς με παρουσία στα κεντρικά ΜΜΕ. Για παράδειγμα, είναι προβληματικό, την ίδια στιγμή που διατυπώνεται πλέον -ορθώς- η ανάγκη αποχώρησης από το ΝΑΤΟ και κλεισίματος των βάσεων, να υποστηρίζεται η άποψη πως «ακούγεται καλό» [12] η αναβάθμιση των F35, στην τεταμένη συζήτηση για τους εξοπλισμούς. Την ώρα που είχαμε ήδη δεσμεύσει 2.49 δις για τα Rafale, με τη δημόσια υγεία να στενάζει, και μάλιστα όταν το ίδιο το ΜέΡΑ25 προτείνει -σωστά- τη μείωση των στρατιωτικών δαπανών [13]. Λάθη μπορεί να γίνονται, και οι θέσεις να εξελίσσονται, όμως η αντίφαση στην εκφώνηση θέσεων από τον επικεφαλής ενός σχηματισμού καθιστά συνήθως πρόγραμμα -όπως το αντιλαμβάνεται ο κόσμος- αυτά που εκφωνούνται στη δημόσια σφαίρα, και όχι όσα γράφονται στα κείμενα.

Δ. Για το μοντέλο συμμαχίας

Νομίζουμε ότι έχουν καταστεί σαφείς οι λόγοι που δεν θεωρούμε απάντηση την πρόταση του ΜέΡΑ25, αλλά θα σημειώσουμε ορισμένα πράγματα και για τη συμμαχία και το μοντέλο που προτείνεται.

  1. Η πρόταση ενσωμάτωσης στα ψηφοδέλτια του ΜέΡΑ25 δεν αποτελεί πρόταση συμμαχίας (έστω και ηγεμονευόμενης) αλλά ενσωμάτωσης. Παρόλα αυτά, ακόμα και μία πρόταση που θα προσέθετε κάτι στον τίτλο του ΜέΡΑ25, πχ ΜέΡΑ25 – μαχόμενη αριστερά, δεν θα είχε μεγάλη διαφορά· αλήθεια ποιος θυμάται σήμερα το “ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ”;
  2. Η προσφυγή στη βούληση των μελών του ΜέΡΑ25, για οποιαδήποτε συνεργασία του προταθεί (ενδεχομένως και από τον ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον το καταλαβαίνουμε σωστά), έχει έναν μανδύα δημοκρατικότητας. Μας λέει όμως ο Γ. Βαρουφάκης «Παράλληλα, το Συνέδριό μας με έχει δεσμεύσει – ως Γραμματέα του ΜέΡΑ25 – να θέσω στην κρίση των μελών του ΜέΡΑ25 και του DiEM25 όποια αντίθετη πρόταση μας καταθέσουν άλλες κινήσεις-κόμματα-οργανώσεις – ακόμα κι αν διαφωνώ με αυτήν/ές.» Αυτό δεν είναι διεθνιστική πρόβλεψη όμως, δεν γνωρίζουν μάλλον τα μέλη του Diem25 στο εξωτερικό με τον ίδιο τρόπο τις συνθήκες στην Ελλάδα. Εάν υπολογίζουμε σωστά, το ΜέΡΑ25 έχει περίπου 3.000 μέλη. Το Diem25 έχει 125000 μέλη διεθνώς, με βάση τα δικά του στοιχεία [14]. Δηλαδή θα καθορίσουν το αποτέλεσμα..
  3. Παρά την αυτοτέλεια που υπόσχεται ο Γ. Βαρουφάκης, μία συμμαχία υπό αυτούς τους όρους και με έναν αρκετά προσωποκεντρικό σχηματισμό, νομίζουμε ότι θα σφραγίσει και το στίγμα των συμμάχων του, και μάλιστα μεσοπρόθεσμα και όχι μόνο για τις εκλογές.
  4. Είναι σε κάθε περίπτωση αδόκιμο να συγκρίνεται το παράδειγμα της Γαλλίας ή της Χιλής με αυτό της Ελλάδας στην παρούσα συγκυρία. Οι πολιτικές συμμαχίες εκεί προέκυψαν μετά από περιόδους μακροχρόνιων οξυμένων ταξικών αγώνων. Προφανώς η σχέση της συγκρότησης του πολιτικού μπλοκ με το κοινωνικό μπλοκ που αναφέραμε και εισαγωγικά είναι διαλεκτική. Όμως χρειάζεται να μην παραβλέπουμε την παράμετρο ότι οι πιο στέρεες συμμαχίες οικοδομούνται στους κοινωνικούς αγώνες (αντίστοιχα αναδεικνύονται αγωνιστ(ρι)ες κλπ) , ακριβώς επειδή ο αγώνας παράγει ανώτερες ενότητες.
  5. Ένας τέτοιος διάλογος πρέπει να είναι ειλικρινής. Δεν είναι μείζον, αλλά το «Δεν επιχειρήσαμε να διεμβολίσουμε» δεν ισχύει ακριβώς. Υπήρξε κόσμος που δέχτηκε προτάσεις για να μπει στα ψηφοδέλτια του ΜέΡΑ25 το 2019, ενώ ανήκε σε άλλες οργανώσεις. Αντίστοιχες κινήσεις προσεταιρισμού έχουν υπάρξει και άλλες έκτοτε. Σίγουρα αυτά είναι μέσα στο πολιτικό παιχνίδι, αλλά δεν υπάρχει λόγος να γράφεται ότι δεν επιχειρούνται.
  6. Νομίζουμε ότι εφόσον το ΜέΡΑ 25 υποστηρίζει ότι δημιουργήθηκε για να πυροδοτήσει διαδικασίες ανασύνταξης στην αριστερά, θα περίμενε κανείς να έχει ακολουθήσει μια διαφορετική μεθοδολογία: Να αναλάβει ενδεχομένως πρωτοβουλίες διαλόγου ώστε -εφόσον υπήρχαν οι όροι- να οδηγήσουν σε διαδικασίες βάσης και προγραμματικές επεξεργασίες, μέσα από έναν ισότιμο διάλογο. Η υποτίμηση μιας τέτοιας διαδικασίας, καθιστά μάλλον σαφές ότι ο προσανατολισμός αυτής της συμμαχίας, για το ΜέΡΑ25, στοχεύει κυρίως στις εκλογές και στην ενίσχυση της υπάρχουσας φωνής που έχει καταφέρει να αρθρώσει.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι ο ευρύτερος διάλογος δεν συνεχίζεται. Ελπίζουμε ότι από το σύνολο του σκεπτικού μας, φαίνεται ότι δεν προσπαθούμε να “ξεμπερδέψουμε” με την πρόταση του Γ. Βαρουφάκη, χρεώνοντάς του θέσεις που δεν έχει, ή χρεώνοντάς τον απλώς στον ρεφορμισμό, ευκολία που καμιά φορά επιλέγουν οι δυνάμεις της Αριστεράς για να αποφύγουν πιο δύσκολες απαντήσεις στα ερωτήματα που τους τίθενται. Εξάλλου, ο Τρόντι θα μας έλεγε πως «Σήμερα όλοι είναι ρεφορμιστές. Όλοι. Παρά την εξόφθαλμη αποτυχία του ρεφορμιστικού δρόμου» [15] Δεν είναι δηλαδή το μόνο πρόβλημα του ΜέΡΑ25 ο ρεφορμισμός, χαρακτηρισμός που μπορεί να αποδοθεί πολύ διαφορετικούς σχηματισμούς με διαφορετικά χαρακτηριστικά, και άρα να συσκοτίσει.

Δεν θα σταματήσουμε να συνυπάρχουμε και να συναγωνιζόμαστε με ανθρώπους του ΜέΡΑ25 στα κοινωνικά μέτωπα· το αντίθετο, θεωρούμε θετικό να ενταθεί η παρουσία τους στα κοινωνικά μέτωπα. Και είναι σίγουρο ότι και η επόμενη κυβερνητική περίοδος, είτε με κυβέρνηση δεξιάς είτε “προοδευτικότερη”, θα είναι γεμάτη προκλήσεις στο έδαφος των πολλαπλών κρίσεων που βιώνουμε. Θέλουμε επιπλέον να επισημάνουμε ότι η πρόταση για τις δημοτικές εκλογές («διάλογος για σύμπραξη στις δημοτικές & περιφερειακές εκλογές του Οκτωβρίου»), περνάει από τις διεργασίες των ίδιων των σχημάτων, και των ανθρώπων που συμμετέχουν σε αυτά, ειδικά σε μία περίοδο που οξύνθηκαν οι τοπικοί αγώνες. Διαφορετικά, αν γίνει με “από τα πάνω” συνεννοήσεις, θα οδηγήσει στους ίδια τραυματικά αποτελέσματα που είδαμε και το 2019 στο Δήμο της Αθήνας.

Επίσης, δεν θεωρούμε ότι -ειδικά στην περίπτωση που δεν πετύχει η εκλογική συνεργασία της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής αριστεράς, που για μας παραμένει ανοιχτό στοίχημα- η ψήφος στο ΜέΡΑ25 είναι μια κατακριτέα. Είναι λογικό να τίθεται ως επιλογή, όπως αντίστοιχα (με διαφορετικά σκεπτικά) η επιλογή της υπερψήφισης του ΚΚΕ, ή η στήριξη μικρότερων σχηματισμών της αριστεράς.

Επιμένουμε, όμως, ότι δεν υπάρχουν οι όροι για μια κεντρική εκλογική συνεργασία με το ΜέΡΑ25. Δικός μας στόχος παραμένει η συγκρότηση του κοινωνικού μπλοκ της ρήξης, και η δημιουργία εκείνου του πολιτικού υποκειμένου που θα εκφράσει και θα ενισχύσει με τη σειρά του αυτή τη διαδικασία. Η συγκρότηση αυτού του χώρου επιδιώκουμε να είναι ανοιχτή και συμπεριληπτική, ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να στέκεται με τόλμη μπροστά στις πολυεπίπεδες συγκρούσεις που πρέπει να δοθούν για να ανοίξουμε ξανά το δρόμο της ανατροπής. Αυτή τη στιγμή, λείπουν πολλά πράγματα από τη ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά, και η κοινοβουλευτική παρουσία είναι μόνο ένα από αυτά.

Το βασικότερο είναι μάλλον το πολιτικό σχέδιο εκείνο που θα μπορέσει να περιγράψει με υλικούς όρους τις μάχες που έχουμε να δώσουμε και τα βήματα που πρέπει να κάνουμε, αλλά και το πολιτικό υποκείμενο που θα μπορέσει να γειώσει το σχέδιο αυτό και να μετατρέψει την έννοια της ρήξης από αξιακό σημείο αναφοράς που είναι σήμερα, σε μια πραγματική δυνατότητα. Σε αυτήν την κατεύθυνση επιλέγουμε να ρίξουμε τις δυνάμεις μας, από κοινού με εκείνες και εκείνους που αντιλαμβάνονται τη συνθετότητα αλλά και την ομορφιά του δρόμου που ανοίγεται μπροστά μας.

 

 

 [1] Εθισμός, Σινεμά Γαλαξίας

 [2] Γ. Βαρουφάκης, ΜέΡΑ25: Η προγραμματική Συστράτευση Ριζοσπαστικής Αριστεράς και των Κινημάτων που χρειαζόμαστε, the Press Project

[3] Σύνοψη απόφασης πανελλαδικής συνδιάσκεψης Αναμέτρησης, Δεκέμβριος 2022

[4] Ενδεικτικά εδώ

[5]  Κ. Λαπαβίτσας – Σ. Κουβελάκης, Συμπόρευση στη βάση αρχών για τη ριζοσπαστική Αριστερά, the press project

[6] Ν. Πουλαντζάς, σε παράθεση Η. Οικονόμου

[7] ΜέΡΑ25: Διάλογος προεκλογικός για ρήξη με την ολιγαρχία

[8]  τοποθέτηση Κ. Ντάσκα στο συνέδριο του ΜέΡΑ25

[9]  Περισσότερα για την αντίληψή μας για το μεταβατικό πρόγραμμα στις θέσεις της ιδρυτικής συνδιάσκεψης της Αναμέτρησης

[10]  Καθημερινή: πρόταση 3 σημείων από τον Αλαβάνο προς ΠΑΣΟΚ

[11]  Συνέντευξη Γ. Βαρουφάκη στη Ν. Γιάμαλη και τον Κ. Πουλή

[12]  Συνέντευξη Γ. Βαρουφάκη στον Ν. Χατζηνικολάου, 17/5/2022

[13]  ΜέΡΑ25: Εξωτερική πολιτική και άμυνα

[14] https://internal.diem25.org/members?locale=en

[15]  Β. Κυριλλίδου, “Είστε όλοι ρεφορμιστές”, ομιλία του Μ. Τρόντι