Η έννοια της καινοτομίας και η θεμελιώδης σημασία της στην οικονομική ανάπτυξη υμνήθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια σε όλες τις ανεπτυγμένες κοινωνίες, σε σημείο, μάλιστα, ως «τέκνο του ακραίου οικονομικού ανταγωνισμού», να θεωρείται πανάκεια για όλα τα δεινά της ελεύθερης οικονομίας.

 Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου γεννήθηκε και εδραιώθηκε η κουλτούρα της «καινοτόμου επιχειρηματικότητας» επενδύθηκαν μόνο το 2016 πάνω από 39 δισεκατομμύρια σε εταιρίες που ιδρύθηκαν από αποφοίτους των δέκα κορυφαίων πανεπιστημίων της χώρας.

Σε πολλούς τομείς, όπως για παράδειγμα στους τομείς των εφαρμοσμένων επιστημών και της μηχανικής, οι φοιτητές εκπαιδεύονται μέσα σε ένα περιβάλλον επιχειρηματικότητας. Μαθαίνουν πως να υπερβαίνουν τις επιχειρηματικές δυσκολίες και να αναζητούν χρηματοδοτήσεις, ενώ ενθαρρύνονται να συμμετέχουν σε διεπιστημονικές δραστηριότητες οι οποίες συχνά τους οδηγούν στην ίδρυση της δικής τους εταιρίας. Διδάσκονται τις διαδικασίες άντλησης επιχειρηματικών κεφαλαίων, την μέθοδο κατάστρωσης επιχειρηματικού πλάνου, καθώς και τις αρχές που διέπουν τον επιχειρηματικό κόσμο. Είναι αλήθεια πως αξιοποιώντας αυτού του είδους την εκπαίδευση, πολλές νεοφυείς επιχειρήσεις πετυχαίνουν αποτελέσματα τα οποία είναι ευεργετικά όχι μόνο για τους ιδρυτές, αλλά και για την κοινωνία στο σύνολό της.

Τις περισσότερες φορές, όμως, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, με αποτέλεσμα να παρατηρείται το φαινόμενο μιας δηλητηριώδους επιχειρηματικής κουλτούρας: η αναντιστοιχία ανάμεσα στο κέρδος για τους επιχειρηματίες και το όφελος για την κοινωνία. Το αποτέλεσμα αυτής της διαφοράς είναι ένα εμμονικό κυνήγι κέρδους και δόξας, σε αντιδιαστολή με την ειλικρινή έρευνα και εργασία προς την κατεύθυνση της βελτίωσης του επιπέδου ζωής όλων των ανθρώπων.

Για παράδειγμα, οι επιχειρήσεις οι οποίες εισάγουν στην αγορά νέα υλικά και διαδικασίες με εφαρμογή στις «καθαρές τεχνολογίες» παραγωγής ενέργειας, αποτυγχάνουν σε μεγάλο βαθμό, ενώ έχουν και πολύ μικρές χρηματικές αποδόσεις για τους επενδυτές, σύμφωνα με το MIT Energy Initiative. Έτσι, επενδύσεις σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν αποτελέσματα ζωτικής σημασίας για το περιβάλλον, αποθαρρύνονται διότι, χωρίς επιδοτήσεις, δεν είναι επικερδείς.

Αντίθετα, οι πιο αξιοσημείωτες χρηματοδοτήσεις στο Los Angeles π.χ. δείχνουν ότι το Snapchat, μια εφαρμογή που επιτρέπει στους χρήστες να μοιράζονται με φίλους προσωπικές στιγμές, έλαβε χρηματοδότηση αξίας 1,8 δισεκατομμυρίου μόνο το 2016. Η επιτυχία του οφείλεται στην εκμετάλλευση της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και αδιακρισίας, δίχως ουσιαστικό όφελος για την κοινωνία.

Πρόσφατα, η Wall Street Journal δημοσίευσε μια έκθεση για τις «Τεχνολογικές Επιχειρήσεις που Αξίζει να Παρακολουθούμε»,οι περισσότερες εκ των οποίων προσφέρουν προϊόντα ή υπηρεσίες που βελτιώνουν ακόμη περισσότερο το επίπεδο ζωής των ευκατάστατων ανθρώπων. «Έξυπνα» κλειδιά ή γκάτζετς τα οποία καταγράφουν την τοποθεσία προσωπικών αντικειμένων, ή ακόμη και εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης έχουν λάβει χρηματοδοτήσεις πάνω από 50 εκατομμύρια δολάρια η κάθε μία. Από την άλλη, πρέπει να τονιστεί ότι ανάμεσα σε αυτές υπάρχει και ένας μικρός αριθμός επιχειρήσεων οι οποίες κάνουν πολύ σημαντική δουλειά στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης προβλημάτων υγείας, όπως της αντιμετώπισης κάποιων τύπων κληρονομικού καρκίνου (φυσικά, όσο υπάρχει απουσία προσιτής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αυτά τα επιτεύγματα είναι ανούσια για μεγάλη μερίδα ανθρώπων).

Η επιτυχία της Amazon από την άλλη είναι σε μεγάλο βαθμό βασισμένη στην τεράστια εκμετάλλευση των εργαζομένων της. Έχουν υπάρξει αλλεπάλληλες καταγγελίες σφοδρής καταπίεσης, μέσω της χρήσης λογισμικού το οποίο μετρά ακριβώς πόση δουλειά καταβάλλει ο κάθε εργαζόμενος, καθώς και την αποδοτικότητά του, ενώ απαγορεύεται ακόμη και η συνομιλία μεταξύ τους, η οποία μάλιστα χαρακτηρίζεται ως «κλοπή χρόνου». Πρόσφατα, δημοσίευμα του Guardian αποκάλυψε ότι οι εργαζόμενοι της Amazon σε μια αποθήκη στη Σκωτία αναγκάζονταν να στήνουν σκηνές έξω από το χώρο εργασίας τους ώστε να αποφεύγουν τα κόστη μεταφοράς από και προς σε αυτόν. Παρ’ ότι, λοιπόν, η  Amazon προσφέρει χαμηλές τιμές σε πολλά προϊόντα, καθώς και την άνεση της αποστολής τους στην πόρτα μας, αυτό επιτυγχάνεται με μεγάλο κόστος για τους υπαλλήλους της.

Για να πετύχει και να μεγιστοποιήσει τα ποσοστά κέρδους του, λοιπόν, ένας μεγάλος αριθμός νεοφυών επιχειρήσεων υιοθετεί ένα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά (α) την αξιοποίηση της ανθρώπινης ματαιοδοξίας με σκοπό το κέρδος (β) την δημιουργία προϊόντων και υπηρεσιών τα οποία καθιστούν τις ζωές των πλουσιότερων ανθρώπων στον πλανήτη πιο βολικές, χωρίς κανένα αντίκτυπο στις ζωές εκείνων των ανθρώπων οι οποίες είναι αναγκαίο να βελτιωθούν άμεσα και (γ) την εκμετάλλευση των εργαζομένων σε  βαθμό μεγαλύτερο ακόμη και από αυτό που θεωρείται αποδεκτό, στα πλαίσια της ελεύθερης οικονομίας.

Η τάση να γίνεται το κέρδος αυτοσκοπός αντί να ενθαρρύνεται η χρήση της επιστήμης για την επίλυση πραγματικών προβλημάτων, φαίνεται ακόμη και στο επίπεδο εκπαίδευσης των ιδρυτών αυτών των εταιριών. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα του Bloomberg, το μεγαλύτερο ποσοστό ιδρυτών οι οποίοι κατέχουν διδακτορικό βρίσκεται σε επιχειρήσεις στον τομέα της βιοτεχνολογίας και στις εταιρίες φαρμακευτικών, όπως και σε προϊόντα υγιεινής. Στους παραπάνω τομείς επενδύονται 3 φορές λιγότερα χρήματα απ’ ό,τι σε εταιρίες λογισμικού ή διαδικτύου (των οποίων οι ιδρυτές κατά κύριο λόγο έχουν χαμηλότερο βαθμό εκπαίδευσης). Αυτό δείχνει ξεκάθαρα ότι επενδύονται κεφάλαια σε τομείς που δεν προϋποθέτουν σοβαρό επιστημονικό υπόβαθρο και οι οποίοι προσπαθούν πολύ συχνά να χρησιμοποιήσουν μια από τις τρεις παραπάνω τεχνικές, αντί για την επένδυση σε τομείς οι οποίοι απαιτούν επίπονη έρευνα, υψηλό επίπεδο μόρφωσης και δεξιοτήτων, και οι οποίοι, φυσικά, φέρνουν και τα ανάλογα κοινωνικά οφέλη.

Η σημαντική ερώτηση η οποία ανακύπτει σε αυτό το σημείο είναι η εξής: ποιος ορίζει τι είναι κοινωνικά ωφέλιμο και με βάση ποια αντικειμενικά κριτήρια; Για την διατύπωση ενός τέτοιου ορισμού, είναι αναγκαία η ξεκάθαρη ιεράρχηση των σημαντικότερων αξιών μέσα σε μια κοινωνία. Οι δυτικές αστικές δημοκρατίες έχουν ιεραρχήσει, θεωρητικά, δύο ανώτατες αξίες πάνω στις οποίες έχουν δομηθεί: την ανθρώπινη ζωή και την ατομική ελευθερία, κοινωνική και οικονομική. Επομένως, φαίνεται να βασίζονται στην οικονομική μορφή της ατομικής ελευθερίας για να επιτευχθούν οι στόχοι της αύξησης του βιοτικού επιπέδου (μείωση της φτώχειας και της πείνας, αύξηση του ποσοστού των ανθρώπων με πρόσβαση στην εκπαίδευση και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη).

Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται πως το κυνήγι του κέρδους, και ειδικά εκείνου του κέρδους το οποίο δεν είναι σε ευθυγράμμιση με τους παραπάνω στόχους, δημιουργεί ένα φαινόμενο φθίνουσας οριακής κοινωνικής απόδοσης: όσο περισσότερα χρήματα επενδύονται σε επιχειρήσεις οι οποίες δεν αντιμετωπίζουν αυτά τα προβλήματα (με μοναδικό σκοπό το κέρδος), τόσο περισσότερο οι επιχειρηματίες προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τις τρεις παραπάνω τεχνικές  που θα καταστήσουν τις ζωές των πλουσιότερων ανθρώπων πιο βολικές (χωρίς οι φτωχότεροι άνθρωποι να μπορούν να προσεταιριστούν τα όποια θετικά στοιχεία που μπορεί να προκύψουν από αυτές τις καινοτομίες). Όσο οι επιχειρήσεις που βγαίνουν από τα φημισμένα πανεπιστήμια ακολουθούν αυτη την λογική, αποδεικνύουν πως η κοινωνική δικαιοσύνη δεν μπορεί να εξασφαλισθεί μέσω της πλήρους οικονομικής ελευθερίας και της «καινοτόμου επιχειρηματικότητας».

Αυτή η διαδικασία συγκεντρώνει τα κέρδη στα χέρια των πιο «επιτυχημένων» ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων επιχειρηματιών, ιδιωτικών επιχειρήσεων ή ιδρυμάτων, στους οποίους δίνεται η ελευθερία να αποφασίζουν πώς θα χρησιμοποιουν τα διαθέσιμα κεφάλαια, καθώς και η επιλογή να βοηθήσουν, ή όχι, όσους το έχουν ανάγκη. Δεδομένου ότι πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους εργάστηκαν σκληρά για την προσωπική τους επιτυχία, η συντριπτική πλειοψηφία τους τείνει να βλέπει όσους έχουν ανάγκη ως «καταδικασμένους στην απραξία και την αδράνειά τους» και ανάξιους οποιασδήποτε βοήθειας, ή επιλέγουν οι ίδιοι τον βαθμό, το πεδίο και τον τρόπο με τον οποίο θα βοηθήσουν (π.χ. μέσω φιλανθρωπιών).

Ωστόσο, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα 43,1 εκατομμύρια Αμερικανών που ζουν σε συνθήκες φτώχειας και άλλα 19,4 εκατομμύρια που ζουν σε συνθήκες βαθιάς φτώχειας, στην πιο «ελεύθερη» και ανεπτυγμένη χώρα στον κόσμο, είναι αντικειμενικά και πραγματικά, όπως είναι και τα αντίστοιχα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι η εξάλειψη της φτώχειας, η εξάλειψη της πείνας, η ποιοτική εκπαίδευση για όλους, η προσιτή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους και η προστασία του περιβάλλοντος θα πρέπει να ιεραρχηθούν στις συνειδήσεις ως εξίσου σημαντικές αξίες με αυτές της κοινωνικής ελευθερίας και της ανθρώπινης ζωής, κάτι που βεβαίως θα υπονόμευε την αρχή πως τα παραπάνω θα αποτελέσουν αναπόφευκτα υποπροϊόντα της οικονομικής ελευθερίας.

Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν σημαίνει ότι η υλιστική αντίληψη της ιστορίας και του κόσμου πρέπει να μας επιβληθεί: μια τέτοια αντίληψη αναπτύσσεται μέσα από επίπονες ζυμώσεις που ωθούν συνολικά στην συνειδητοποίηση ότι οι πραγματικές συνθήκες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες, υπαγορεύουν το τι πρέπει να συμβεί.

Σημαντικό ρόλο σε μια τέτοια διαδικασία μπορεί να παίξει η συνεχής ανάδειξη των έμφυτων αντιφάσεων της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς η οποία ενώ μπορεί να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας βραχυπρόθεσμα, ποτέ δεν θα το πετύχει μακροπρόθεσμα, καθώς θεωρεί την ύπαρξη της φτώχειας και των απάνθρωπων συνθηκών διαβίωσης και εργασίας «αντικίνητρα» για την «απραξία» και «κίνητρα» που διατηρούν σε εγρήγορση το ένστικτο της επιβίωσης των ανθρώπων.

Μια ριζική αναθεώρηση της ιεράρχησης των αξιών μέσα στην κοινωνία θα σήμαινε την λογική χρήση των φυσικών πόρων, των γνώσεων και της εμπειρίας για την άμεση αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Η επικράτηση,όμως, ενός τέτοιου συνόλου αξιών θα σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε οποιοσδήποτε να επενδύσει σε μια κερδοφόρα αλλά κοινωνικά μη ωφέλιμη επιχείρηση.Αυτό, με τη σειρά του, θα καθιστούσε αναγκαίο τον κεντρικό σχεδιασμό των διαθέσιμων πόρων και τη συστηματική δράση για την επίλυση των προβλημάτων αυτών.

Τα παραπάνω σε καμία περίπτωση δεν υπονοούν ότι η προσωπική πρωτοβουλία, η καινοτομία και η δημιουργικότητα θα πρέπει να τιμωρούνται. Αυτά τα έμφυτα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης είναι αναγκαία εάν θέλουμε να καταπολεμήσουμε τα παραπάνω προβλήματα. Αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται τα προσωπικά ταλέντα του καθενός και οι διαθέσιμοι πόροι που σήμερα στοχεύουν στην κερδοσκοπία, τη συσσώρευση του πλούτου και της εξουσίας.

Οι καινοτόμες ανακαλύψεις στους τομείς της μηχανικής, της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής, της βιοτεχνολογίας κτλ. θα πρέπει να κατευθύνονται προς την επίτευξη ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου για όλους και οι φυσικοί πόροι να δαπανώνται με συστηματικό τρόπο. Όχι όπως οι ισχυροί του πλανήτη επιθυμούν ή κρίνουν κατάλληλο.