Λες κατά θύματά τους δεν είχαν οικογένειες ή δεν ήταν παιδιά και τα ίδια. Όχι στην ανθρωποφαγία, φωνάζουν, αυτοί και οι απολογητές τους. Όσο όμως ήταν εκείνοι στη θέση του ανθρωποφάγου ο κανιβαλισμός ήταν καλός. Θυμήθηκαν και το τεκμήριο της αθωότητας και ας ήταν εκείνοι πρώτοι που τσαλαπάτησαν την αθωότητα των θυμάτων τους, τους κατέστρεψαν τη ζωή και τις οδήγησαν στα ψυχοφάρμακα.
Είναι όμως και εξαιρετικά εύγλωττες αυτές οι αντιδράσεις, «μιλούν» και λένε πολλά. Φανερώνουν θλιβερά ανθρωπάκια που δεν έχουν το σθένος να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεων τους και παλεύουν με νύχια και με δόντια για να αποφύγουν τις συνέπειες. Πόσο τρανταχτή η αντίστιξη από ότι λίγες μόλις μέρες πριν, όταν φάνταζαν πανίσχυροι στα ζηλευτά πόστα τους!
Αν θες να δεις την ποιότητα ενός ανθρώπου, δωσ’ του εξουσία, λέει η γνωστή φράση. Τη δική τους την είδαμε στις καταγγελίες των θυμάτων τους που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα και αποκαλύπτουν όλο και πιο ακραία περιστατικά. Τη βλέπουμε όμως και τώρα, στις πανικόβλητες απόπειρες να αποσείσουν τις ευθύνες τους.
Γιατί αν σου προσφέρει κάτι η εξουσία είναι η δυνατότητα να αποφεύγεις την ευθύνη και να πράττεις ωσάν να μη δεσμεύεσαι από κανόνες και ηθικούς περιορισμούς. Να μεταχειρίζεσαι τους άλλους ανθρώπους ως χρηστικά αντικείμενα. Και εκείνοι την εκμεταλλεύτηκαν όσο μπόρεσαν αυτή τη δυνατότητα, ποδοπατώντας κορίτσια και αγόρια που βρέθηκαν στο διάβα τους. Γιατί έτσι, για μπορούσαν. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερο εκκολαπτήριο καθαρμάτων από την εξουσία.
Δεν θα μπορούσαν όμως χωρίς της βοήθεια της σιωπηρής πλειοψηφίας που γνώριζε και έκανε τα στραβά μάτια. Τη συνδρομή όλων αυτών που τώρα αναρωτιούνται «γιατί δεν μίλησαν τότε;». Ας κοιτάξουν τον εαυτό τους για την απάντηση. Οι ίδιοι είναι το εύφορο έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι τοξικές αυθαιρεσίες της εξουσίας. Αυθαιρεσίες που τους αφήνουν αδιάφορους μέχρι να χτυπήσουν και τη δική τους πόρτα.
Μέχρι τότε έχουν άπειρες δικαιολογίες και κατανόηση για τους θύτες, αλλά καμία ενσυναίσθηση για τα θύματα. Τα θύματα που για χρόνια ή και δεκαετίες ήταν και είναι αναγκασμένα να καταπίνουν τα τραύματά τους και να ζουν, όχι μόνο χωρίς δικαιοσύνη, αλλά δίχως καν την αναγνώριση της αδικίας που υπέστησαν.
Ακόμα χειρότερα, έβλεπαν και βλέπουν τους κακοποιητές τους να απολαμβάνουν τη ζωή τους, να εισπράττουν απλόχερα την κοινωνική επιβράβευση και τον θαυμασμό, να το παίζουν ακόμα και κήνσορες της ηθικής. Για να προστεθούν έτσι, η προσβολή και η ύβρις πάνω στο τραύμα τους, σε σημείο να χάνουν τα λογικά τους. Να βιώνουν ένα ατελείωτο βασανιστήριο χωρίς την παραμικρή ελπίδα λύτρωσης που τις διαλύει περισσότερο και από αυτόν τον αρχικό βιασμό.
Για αυτό και κανένα δάκρυ δεν αξίζουν οι κακοποιητές. Όσοι ζουν με βάση το δίκαιο της εξουσίας, μην κλαίγονται όταν σπάσει ο διάολος το πόδι του και βρεθούν να την υφίστανται αντί να την ασκούν. Δοκιμάζουν απλώς μια γεύση από το δικό τους φάρμακο. Βιώνουν λίγο από αυτό που επιφύλασσαν στα θύματά τους. Βρίσκονται στο έλεος μιας ανώτερης δύναμης που μπορεί να τους τσακίσει την αξιοπρέπεια και τη ζωή.
Όχι, δεν υφίστανται λιντσάρισμα από τον όχλο, όπως κλαίγονται. Λίγη δικαιοσύνη υφίστανται. Με τον μόνο τρόπο που θα μπορούσαν – ως θεϊκή βία του πλήθους που καρναβαλικά εξαπολύεται πάνω τους, σαρώνοντας στο διάβα της εκείνη τη μυθική βία που ασκούσαν μέχρι πρότινος, χάρη στην εξουσία τους.
Πρέπει μάλιστα να είναι και ευχαριστημένοι που τα θύματά τους αρκούνται μόνο στον συμβολικό τους θάνατο και δεν ξεσκίζουν κυριολεκτικά και τις σάρκες τους, όπως θα έκαναν σε άλλες εποχές, όταν η αυθαιρεσία της εξουσίας συναντούσε την οργή του πλήθους.