Πρώτη δημοσίευση στην Athens Voice. Αναδημοσιεύεται με την άδεια της συντάκτριας, μαζί με ένα υστερόγραφο για την πορεία στη μνήμη του Ζακ.
Έφυγε το κουφάρι δεμένο με χειροπέδες, αναίσθητο, με χωμένα γυαλιά στο αδύναμο και αδύνατο κορμί του, στο πρόσωπο και τον λαιμό.
Αυτό το αθλητικό παπούτσι έγινε γόβα απότομα στη σκέψη, κι αυτή βίαια εγκαταλελειμένη από ένα άλλο σώμα, πάλι αιμόφυρτο, πάλι σχεδόν αναίσθητο, σερνόμενο σε χαλίκια για να σωθεί από χέρια που δεν γνώρισαν αγάπη. Δεν θα φύγει ποτέ απ’ το μυαλό μου εκείνη η νύχτα. Στον τρόμο, στο σοκ, στο λίγο πριν… δεν σου μένει ολόκληρη η εικόνα. Μόνο στιγμές.
Κάτι θάμνοι με πολλά αγκάθια να γδέρνουν το δέρμα μου και μια φωνή στο σκοτάδι και την ερημιά να ακούγεται σειρήνα στ’ αυτιά μου: Θα σε πιάσω, ρε πούστη, πού θα μου πας…
Το δάχτυλό μου έτρεχε μανιωδώς στο πληκτρολόγιο για να μάθω. Να διαψευσθώ. Κι όμως, αυτό το ανήμπορο πλάσμα που έβλεπα το πρωί σε κάποιο βίντεο,σε πολλές αναρτήσεις,ήταν του Ζαχαρία.
Μούδιασμα, ζαλάδα, δάκρυα ανεξέλεγκτα, τηλέφωνα, λυγμοί, τρόμος, θυμός.
Πολύ θυμός. Λες και κάποιος οδοστρωτήρας μάζεψε όσες κλωτσιές, μπουνιές, ροχάλες, μίσος, έφαγα τόσα χρόνια, μέσα σε δευτερόλεπτα, στο στήθος μου.
Έτσι τον γνώρισα. Ζαχαρία.
Ντροπαλό, ερωτευμένο, με απίστευτο καυστικό χιούμορ. Κι όμως, κάπου εκεί που έτρεχε το δάκρυ της χαράς, ένα μικρό μαυροπούλι κρατιόταν με δύναμη απ’ τις βλεφαρίδες, να μη γλιστρήσει. Το είδα, γιατί το ’χω πολλά χρόνια αραγμένο στα δικά μου.
Με είδε που σκοτείνιασα κι έγινε μια ομερτά που δεν τη σπάσαμε ποτέ. Εγώ είχα ήδη συνδιαλαγεί με το σκοτάδι μου και το άφηνα να μπαινοβγαίνει.
«Ζωντανή Βιβλιοθήκη». Πόσες Κυριακές αφήσαμε ξένα δάχτυλα να «ανοίξουν τις σελίδες» μας. Ακούραστοι και οι δυο. Να μεταφέρουμε τη γνώση, για το άγνωστο, στον αναγνώστη. Ήμασταν, βλέπεις, best seller. Μιλούσε ανοιχτά για την οροθετικότητά του, βάζοντας ως θεμέλιο την ανάγκη να προσέχουν τα νέα παιδιά, κυρίως, τη σεξουαλική τους συμπεριφορά, όσον αφορά την ασφάλεια στο σεξ.
Εγώ με το «Δυο φορές γυναίκα», πάλι, πώς να μη θέλουν να μας ανακαλύψουν;
Διακοπή συνεργασίας με το σωματείο των τρανς. Εκεί, σ’ εκείνη τη μαύρη περίοδο της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, μου απέδειξε για άλλη μια φορά πόσο εντάξει παιδί ήταν. Δεν με έφερε ποτέ σε δύσκολη θέση – γνωρίζοντας τον αγώνα μου και τη δυναμική μου, όντας και αυτός υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όλων όμως.
Ένα μυαλό τόσο complex με μια συνοχή στο όραμα. Να είμαστε ελεύθεροι.
Χαθήκαμε.Τον συναντούσα σε διάφορες εκδηλώσεις της κοινότητας. Πάντα ένα απαλό κούνημα του κεφαλιού με τα ατίθασα μπουκλάκια, ως χαιρετισμός. Κι εκείνο το μαυροπούλι, σχεδόν καθιστό σταυροπόδι μειδιούσε. Μονολόγησα…
«Κάτι κακό θα τον βρει. Θα το προκαλέσει; Θα περιμένει;» Απλά το ήξερα…
Το χειροκρότημα ακράτητο. Σταματούσα να εξυπηρετώ πελάτες –πολύ σπάνιο για να απολαύσω σόου– και κοιτούσα θαμπωμένη τον Φρέντυ Μέρκιουρυ στη σκηνή των «Κουκλών», να ζωντανεύεται από τον Ζακ με τέτοιο πάθος, που έφερνε ανατριχίλα. Κάθε φορά. «Show must go on» και γινόταν ένα με το δέρμα το πουκάμισο που φορούσε απ’ τον ιδρώτα. Πόσο κοντά θα ένιωθε μ’ εκείνο το θεσπέσιο πλάσμα;
Δεν τον ρώτησα ποτέ.
Είχε «φύγει» πλέον, διαπίστωνα με θλίψη. Όλη εκείνη η δύναμη έγινε κλαράκι για να βολεύεται και το μαύρο πουλί. Με πολύ ανοιχτά φτερά, με θράσος, με κοιτούσε κατάματα. Ή έψαχνε για φιλαράκι το δικό μου.
Είχε φυλακιστεί όμως από λεπτά νευρώδη δάχτυλα σ’ ένα κλουβί και διαφυγή δεν είχε και να ήθελε.
Πέρυσι ήρθε στη μεγάλη παρέα του Red Umbrella Athens. Μια ακόμη προσπάθεια να «ενταχθεί» στον αρχικό σκοπό της ζωής του. Το κοινό καλό. Είχε άλλωστε τόσους φίλους εκεί από τη Θετική Φωνή.
Πέντε με έξι μήνες. Δεν άντεξε παραπάνω την τόση αδικία σε ανθρώπινα όντα. Του έκλεισε το μάτι ο δικός του πόνος και έφυγε αθόρυβα και με ελαφρώς σκυμμένο κεφάλι. Ακόμη κι οι μπούκλες είχαν χάσει το νεύρο τους κι ας είχαν μακρύνει.
Διαφορα shows ως Jackie O, με γνώμονα πάντα την ενημέρωση δοσμένη με χιούμορ, αυτοσαρκασμό και μια δόση γλύκας που την πίκραινε, αυτάρεσκα πολλές φορές, με Boublecan και ό,τι άλλο βρισκόταν στη διάθεσή του.
Τον συνάντησα κάνα δυο φορές στην περιοχή της Ομόνοιας, πολύ αδύνατο, πάντα καθαρό και περιποιημένο, αλλά… δεν με έβλεπε. Με κοιτούσε απλά γιατί βρήκε μια γνωστή. Ούτε τα μαύρα φτερά είδα. Τον είχε καταπιεί…
Ο θυμός μεγάλωσε. Η θλίψη έφερε κι άλλη παρέα μαζί της γιατί δεν χωρούσε ο πρόσφατος χαμός του πατέρα μου στη ψυχή μου. Κι έσκασε αυτός ο λήβελος, που σε κάθε άρθρο μου πια τον αναφέρω ότι πλησιάζει και μας κομμάτιασε. Μας αφαίρεσε κάτι δικό μας που το αγαπάμε.
Και τον λοιδώρησε, τον καταράστηκε, του επέριπτε ευθύνες γιατί είχε πολλά στίγματα ο Ζακ, ενώ πάλευε να ελευθερώσει των άλλων.
«Καλά του έκαναν του πούστη», «Ένα πρεζάκι λιγότερο», «Ακτιβιστής, σου λέει, και είχε aids και ναρκομανής» και τόσα μα τόσα πολλά πνιγμένα στο δηλητήριο, κι ένα μίσος απροκάλυπτο που με τρόμαξε.
Αν δεν είναι ακτιβιστής ο στιγματισμένος, στο περιθώριο τοποθετημένος από όλους εσάς, ποιος θα είναι;
Εσύ που πίνεις 6-7 ποτήρια ουίσκι και καπνίζεις μπροστά στα παιδιά σου μιλώντας για κανονικότητα; Να τη βράσω την κανονικότητά σας. Τη βολέψατε στριμωχτά σ’ ένα αθλητικό παπούτσι που έγινε σχεδόν κόκκινο απ’ το αίμα.
Αυτό το αίμα θα σας κυνηγάει μια ζωή.
Οι Ερινύες δεν λάκισαν, ακόμη κι αν αλλάξατε θρησκείες.
Φτάνει η σκέψη μας, όλων αυτών που σ’ αγαπάμε, να καταφέρει να διώξει τη φρίκη απ’ τα μάτια σου εκείνες τις στιγμές. Την έχω μέσα μου την αίσθηση… εσαεί.
Ούτε εκείνα τα δύσκολα χρόνια του ’80 δεν ένιωσα τόσο ανίκανη, ανήμπορη. Να θέλω να μπω κι εγώ στην οθόνη, όχι πλέον για να συναιτίσω. Να πληγώσω. Ακόμη και να σκοτώσω, να κόψω σύριζα αυτά τα πόδια που κλωτσούσαν με μένος βγάζοντας σε ένα κορμάκι όλη τη δική τους αποτυχία στη ζωή τους.
Για ακόμη μια φορά, σηκώνω το κεφάλι ψηλά, όσο μπορώ, μαζεύω μανίκια, φορώ το ψηλό τακούνι μου και είμαι πανέτοιμη για όποια οχιά πλησιάσει τη μνήμη του και το όραμά του.
Μην τους ακούς, Ζακ…
Show must go on. Δεν θα ήθελες τίποτα λιγότερο…
Υ.Γ. Ένα χρόνο μετά, στο ίδιο σημείο που δολοφονήθηκε με πρωτοφανή αγριότητα, την ίδια ώρα περίπου, θα μαζευτούμε όσοι τον αγαπήσαμε, όσοι τον γνωρίσαμε, όσοι τον θαυμάσαμε για το απαράμμιλο θάρος του, για την «προκλητική» περσόνα του, φέρνοντας έναν αδίστακτο καθρέφτη μπροστά σε μια κοινωνία που κοιμάται με υπνωτικά.
Ενα χρόνο μετά και μια κυβέρνηση «φιλική» στο διαφορετικό, δεν έκανε απολύτως τίποτα για να δικαιωθεί μια άδικη δολοφονία. Μια υπουργός που τη «δικαιοσύνη» που της χαρίστηκε, την πήρε στα χέρια της και την άφησε σε μια γωνιά, επιλέγοντας τη σιωπή. Θα είμαστε εκεί, οργισμένοι, θλιμμένοι, περήφανοι για το χαμογελαστό παιδί. Πατησίων και Γλάδστωνος 14.οο η ώρα, οδεύοντας προς το Σύνταγμα για ενημέρωση και συζήτηση.
Και πάνω απ όλα για να μη ξεχνάμε…