συνέντευξη στους Κωνσταντίνο Πουλή και Θάνο Καμήλαλη, στο ραδιόφωνο του ΤPP

Ο τίτλος, όπως σε κάθε καλή ίντριγκα, είναι παραπλανητικός:«Τα κάλαντα» περιγράφουν τα κάλαντα που έρχονται να πουν πιτσιρίκια την παραμονή πρωτοχρονιάς στο νεκροτομείο. Το ντοκιμαντέρ ακολουθεί έναν βασικό χαρακτήρα, τον ιατροδικαστή Καλόγρηα, που τον βλέπουμε και στη δουλειά του και στο σπίτι του.

Το αποτέλεσμα είναι ότι εκεί που μια πιο τετριμμένη ματιά θα μας έδειχνε την καθημερινότητα ενός νεκροτομείου, ποντάροντας στη χρήση του σπλάτερ στοιχείου (λιγότερο ή περισσότερο διακριτικά), η Τσιροπούλου ακολουθεί αυτόν τον κεντρικό χαρακτήρα σε αυτή τη λεπτή διαχωριστική γραμμή γιορτής και θανάτου, που φτιάχνεται με υλικά τα παιδιά που λένε τα κάλαντα έξω από τον χώρο με τα ανοιγμένα πτώματα, για να μιλήσει για τη ζωή και τον θάνατο.

To ηχητικό μετά το 29:00

Μας είπε στη συνέντευξη που κάναμε ότι ο ιατροδικαστής ξέρει τα πάντα όταν είναι πια αργά, και αυτό είναι ακόμη μάθημα ισχυρής υπαρξιακής έντασης: η γνώση που έρχεται όταν έχουν τελειώσει όλα. Περιγράφει τη θέση του ιατροδικαστή, ο οποίος δεν παλεύει για να κρατήσει τον ασθενή στη ζωή ή για να τον ανακουφίσει, όπως οι συνάδελφοί του άλλων ειδικοτήτων, αλλά σκύβει στα κορμιά των νεκρών και τα αποκρυπτογραφεί.

Όπως λέει ο ίδιος ο ιατροδικαστής στη συνέντευξή του:

Κάποιες μέρες είμαι στο νεκροτομείο και άλλες στην ιατροδικαστική υπηρεσία. Εκεί εξετάζω τους ζωντανούς που ζητάνε ιατροδικαστική εξέταση γιατί είναι θύματα ξυλοδαρμού, βιασμού ή ενδοοικογενειακής βίας.

Άλλοτε ταριχεύω νεκρούς για να ταξιδέψουν και να ταφούν στις χώρες καταγωγής τους και άλλοτε μεταβαίνω σε τόπους εγκλήματος για αυτοψία.

Ξέρουμε από τη βιβλιογραφία ότι εδώ και καιρό ο δυτικός κόσμος έχει απομακρύνει τους νεκρούς από τη βιωμένη εμπειρία.

Όπως λέει ο Norbert Elias «ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας οι ετοιμοθάνατοι δεν απομακρύνονταν με τόση υγειονομική μέριμνα από τη σκηνή της κοινωνικής ζωής. Ποτέ άλλοτε τα ανθρώπινα πτώματα δεν κατέληγαν με τόσο άχρωμο τρόπο και τέτοια τεχνική τελειότητα από το νεκρικό κρεβάτι στον τάφο».

Οι άνθρωποι πεθαίνουν στα νοσοκομεία, τους αναλαμβάνουν ειδικοί, για να τους κλείσουν τα μάτια και να τους θάψουν, δεν ξενυχτάμε τους νεκρούς, δεν τους έχουμε σπίτι. Αυτό το ντοκιμαντέρ λοιπόν συνομιλεί με έναν από αυτούς τους ειδικούς, που έχουν αναλάβει να βλέπουν αυτό που κανείς δεν θέλει να βλέπει, και μας δείχνει τον κόσμο του.

Αν δεν έχετε δει το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους της Τζένης Τσιροπούλου, ορίστε τι μπορείτε να κάνετε:

Δείτε εδώ το τρέιλερ:

Από εδώ μπορείτε να βρείτε το διαδικτυακό σας εισιτήριο, στην τιμή των 3 ευρώ, και να παρακολουθήσετε την ταινία: https://www.filmfestival.gr/el/section-tdf/movie/13776

Ντοκιμαντέρ “Κάλαντα”: Συνέντευξη με τον ιατροδικαστή Νίκο Καλόγρηα

Η συνέντευξη:

Για την ταινία:

Είναι μια ταινία μικρού μήκους, λέγεται “Κάλαντα” και αφορά τη ζωή γύρω από ένα νεκροτομείο, παραμονή πρωτοχρονιάς. Στην ουσία πραγματεύεται το πώς διαχειρίζεται ένας ιατροδικαστής το άγχος θανάτου και εν τέλει αυτο το συνεχές μοτίβο θάνατος-ζωή-θάνατος που δεν θα μπορούσε να είναι πιο απτό παρά σε έναν άνθρωπο που στην ουσία περνάει την μισή του ζωή στο νεκροτομείο.

Όπως λέει και ένα δικό τους αστείο, είναι αυτή η ειδικότητα που τα ξέρει όλα αλλά την απολύτως λάθος στιγμή, που δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Είναι μια ιδιαίτερη ειδικότητα, από ό,τι μου έλεγε και ο ίδιος ο ιατροδικαστής, ο οποίος είναι και ο χαρακτήρας που παρακολουθούμε και ζούμε λίγο μαζί του, ο Νίκος ο Καλόγρηας, οι ψυχαναλυτές λένε ότι οι άνθρωποι που επιλέγουν την ιατροδικαστική ως ειδικότητα, στην ουσία έχουν έναν μεγάλο φόβο θανάτου. Προσπαθούν αυτήν την τόσο κοντινή σχέση να την εξορκίσουν. Προσπαθείς να ψηλαφήσεις κάτι για να το απομυθοποιήσεις. Για να μπορέσεις να ζήσεις μ’ αυτό ας πούμε, με πολύ απλά λόγια.

Είναι μία ταινία μικρού μήκους, είναι 17,5 λεπτά, οπότε μπορείτε εύκολα να την βάλετε στο πρόγραμμά σας, θέλω να πω. Ήτανε στην ουσία η διπλωματική εργασία του μεταπτυχιακού μου. Τα γυρίσματα έγιναν πριν τον κορονοϊό. Οπότε ούτε φανταζόμασταν ότι αυτή η αμφιταλάντευση ζωή-θάνατος-ζωή-θάνατος θα έρθει τόσο κοντά μας και θα μας αφορά όλους με έναν πολύ πιο απτό τρόπο εξ αιτίας του κορονοϊου. Τα γυρίσματα τα δικά μας έγιναν τέλη του ’19΄ με αρχές του ’20, αλλά πριν τον κορονοϊό.

Για το πώς επέλεξε το θέμα:

Είχα πάντα μία πολύ μεγάλη περιέργεια για το επάγγελμα του ιατροδικαστή. Πιθανότατα επηρεασμένη και από πολλές αστυνομικές σειρές που βλέπω, σε σημείο που σκεφτόμουνα ότι σε μια δεύτερη ζωή θα ήθελα να ήμουν και εγώ ιατροδικαστής. Είχα μία πολύ έντονη περιέργεια για το πώς είναι να είσαι τόσο κοντά στο θάνατο αλλά και στο έγκλημα, γιατί πολλοί άνθρωποι νεκροί που εξετάζονται, προφανώς είναι από εγκληματικές ενέργειες που έχουν σκοτωθεί. Είχα την τύχη να βρω πολύ εύκολα χωρίς βάσανο, έναν ιατροδικαστή, με τον οποίο να συνεννοηθούμε, να αφουγκραστεί ο ένας τον άλλο και να δεχτεί να μου ανοίξει τις πόρτες της ζωής του γενναιόδωρα, γιατί αυτό δεν είναι πάντα ούτε δεδομένο ούτε εύκολο, κάποιος να σε βάλει στη δουλειά του στο σπίτι του, στα παιδιά του.

Είναι το πρωτόλειό μου προφανώς, όπως σας είπα είναι η διπλωματική του μεταπτυχιακού μου. Είναι μια ταινία που έγινε με αγάπη, με αγωνία, με deadline από το μεταπτυχιακό, έγινε με λίγους ανθρώπους. Συνεργάστηκα με τον Γιώργο Μουτάφη που πηγαίναμε μαζί στο νεκροτομείο, ο οποίος μου έκανε κάμερα και διεύθυνση φωτογραφίας. Μετά μπήκαν και κάποιοι άλλοι άνθρωποι στο χορό, για το μοντάζ, τη διόρθωση του ήχου και αυτά, αλλά είναι μια low budget δικής μας παραγωγή στην ουσία.

Πώς μπορούμε να δούμε την ταινία;

Είναι on line, επειδή υπάρχει αυτό το μπέρδεμα φέτος. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι υβριδικό λόγω του κορονοϊού. Είναι ένα μέρος του σε θερινούς, δια ζώσης στη Θεσσαλονίκη αλλά το μεγαλύτερο μέρος είναι online. Οπότε οι προβολές είναι online από σήμερα που ξεκινάει το Φεστιβάλ, μέχρι τις 4/7. Είναι τρία ευρώ το εισιτήριο για όλες τις ταινίες μεγάλου μήκους, μικρού μήκους. Νομίζω ότι είναι αρκετά προσιτή τιμή. Το Φεστιβάλ μάς έχει σταθεί πάρα πολύ όμορφα, να το πω και αυτό. Μας έδωσαν και ένα αντίτιμο σαν ενοικίαση ας πούμε των ταινιών μας, για στήριξη λόγω του ότι δεν υπάρχουν δουλειές στον κλάδο μας και το ντοκιμαντέρ, λόγω του κορονοϊού.

Για τη συμμετοχή στο Φεστιβάλ:

Χαίρομαι πάρα πολύ, προφανώς. Δεν το συζητάμε! Διπλά, γιατί το ζω με μία αθωότητα ενός ανθρώπου που δεν είναι επαγγελματίας ντοκιμαντερίστας και το απολαμβάνω πολύ περισσότερο νομίζω. Δεν υπάρχει κάποια μεγάλη αγωνία για κάποια μεγάλη επιτυχία, χρήματα και δεν ξέρω τι, σε όλο αυτό, παρόλο που θα ήθελα να συνεχίσω σ’ αυτόν τον χώρο. Κια για να το κάνω ακόμη πιο ρομαντικό, γιατί δεν το έχω κάνει αρκετά, επειδή σπούδασα στην Θεσσαλονίκη και σ’ αυτό το Φεστιβάλ λιώναμε και ήταν άπιαστο όνειρο κάποτε δικές μας ταινίες να είναι εκεί, τώρα είναι μια στιγμή που ειδικά επειδή πρόκειται για το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, είναι διπλή χαρά για μένα.

Λόγω του ότι είναι μικρού μήκους και όχι μεγάλου μήκους δεν είμαστε στο διαγωνιστικό, είμαι όμως στις υποψήφιες για το βραβείο κοινού. Στο διαγωνιστικό είναι μόνο οι μεγάλου μήκους και πάλι όχι όλες. Αυτές που επιλέγει το Φεστιβάλ να εντάξει στο διαγωνιστικό. Ελπίζω σε λίγα χρόνια να είμαστε στο διαγωνιστικό. Φέτος δεν είμαστε γιατί είμαστε μικρού μήκους.

Μπορεί να παρακολουθήσει κανείς από το εξωτερικό;

Δυστυχώς όχι. Είναι μόνο για όσους βρίσκονται στην Ελλάδα. Θα δώσουμε και 5 δωρεάν προσκλήσεις για online θέαση.

Για το κείμενο που είχε δημοσιευτεί στο TPP:

Συνοδεύει το φιλμ. Δεν υποκαθιστά το φιλμ. Κοινώς με απλά λόγια δεν λένε καθόλου τα ίδια πράγματα. Εξ ού και ο τίτλος που επιλέχτηκε να είναι “Κάλαντα” γιατί αποφάσισα πειραματιζόμενη και ως φοιτήτρια, εφόσον ήταν στο πλαίσιο ενός μεταπτυχιακού αυτή η ταινία που δημιουργήθηκε, ήθελα να πειραματιστώ λοιπόν και να αφήσω λίγο τα εργαλεία τα δημοσιογραφικά, τα οποία κάπως αναπόφευκτα πήγαινα να τα βάλω στο ντοκιμαντέρ, και προσπάθησα λίγο να κλέψω από τη μυθοπλασία και περισσότερο να πω μία ιστορία, όπου ο κεντρικός άξονας κατά μία έννοια είναι τα κάλαντα, είμαστε παραμονές Πρωτοχρονιάς, το νεκροτομείο είναι γεμάτο και ο Νίκος έχει την αγωνία του αν θα έρθουν τα παιδιά να του πούνε τα κάλαντα και γύρω από αυτό βλέπουμε αυτό που είπα και νωρίτερα, πώς πραγματεύεται το άγχος θανάτου που τον περιβάλει.

Δηλαδή δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ που δίνει βάρος στην πληροφορία. Όλα αυτά που κάποιος μπορεί να διαβάσει στο κείμενο, δεν θα τα συναντήσει ακριβώς μέσα στο ταινιάκι. Νομίζω ότι λειτουργούν ωραία συμπληρωματικά. Καταρχάς είναι πολύ λίγοι οι ιατροδικαστές, κατά δεύτερον πράγματι υπάρχει ένας συντηρητισμός και διάφορα έτσι ζητήματα αλκοολισμού και στους νεκροτόμους που είναι ανειδίκευτοι εργάτες που εργάζονται στο νεκροτομείο μαζί με τους ιατροδικαστές. Προφανώς δεν είναι και εύκολο αυτό που ζούνε και ακόμη και με 10 γυρίσματα δεν μπορείς να μπεις στα παπούτσια τους. Ναι, κατά τον Νίκο Καλόγρηα τον χαρακτήρα του να είσαι συντηρητικός δεν είναι που στο κάνει το επάγγελμα, είναι κάτι που το κουβαλάς μέσα σου, έχει δομηθεί πολύ νωρίτερα από τη στιγμή που μπαίνεις σε ένα νεκροτομείο ή διαλέγεις μία ειδικότητα και βρίσκεις ένα έδαφος να το απελευθερώσεις, ας το πούμε έτσι.

Προσδοκίες:

Υπάρχει μια αγωνία. Να κόψουμε εισιτήρια. Οι άνθρωποι που θα το δούνε, πώς θα το εκλάβουν, ξέρεις αν θα σου στείλουν μηνύματα. Εντάξει, είναι κρίμα που έχουμε χάσει αυτό το δια ζώσης, αλλά έχουμε χάσει πολλά, ελπίζω να τα ξαναβρούμε σύντομα. Δεν υπάρχει νομίζω τίποτα πιο ωραίο και μετά να κάτσεις να τη συζητήσεις. Πόσο μάλλον αν έχεις φτιάξει και εσύ αυτήν την ταινία και επιτέλους θα την βγάλεις προς τα έξω και θες να δεις τι αποτύπωμα θα έχει στους ανθρώπους.

Είναι μια ταινία που έχει κάποιες σκληρές εικόνες, γιατί είμαστε στο νεκροτομείο εν ώρα εργασίας. Θέλω να πιστεύω και αυτό το feedback έχω πάρει όλο αυτό το διάστημα που τη βλέπαμε, ότι είναι αυτό που λέμε «τόσο όσο». Δεν είναι εκεί για να σοκάρει, είναι εκεί γιατί είναι ένα κομμάτι του περιβάλλοντος και εν τέλει και της ζωής και της ίδιας που είναι ο θάνατος, άσχετα που στις δυτικές κοινωνίες τον τελευταίο αιώνα έχει εξοστρακίσει πλήρως όλο το κομμάτι του θανάτου. Οι άνθρωποι πεθαίνουν μακριά από το σπίτι τους, μακριά από τους δικούς τους. Δηλαδή μπορεί να έχεις ενηλικιωθεί, να είσαι μεγάλος και να μην έχεις δει ποτέ έναν άνθρωπο νεκρό, ας πούμε.