Τις προηγούμενες ημέρες, δύο κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, τάχθηκαν –δημοσίως- θετικά απέναντι σε κινητοποιήσεις εργαζομένων και μάλιστα απεργιακές.
Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Η κυβερνητική εκπρόσωπος Ολγα Γεροβασίλη σε δηλώσεις της σε ραδιοφωνικό σταθμό ανέφερε ότι «επαγγελματικές ομάδες έχουν πληγεί τα τελευταία έξι χρόνια από σειρά μέτρων και σήμερα πολλά ζητήματα αγγίζουν την οριακή τους κατάσταση. Και βεβαίως υπάρχουν δίκαιες αντιδράσεις. Εμείς τις αντιδράσεις τις θεωρούμε υγιείς και το θεωρούμε και μέρος της διαπραγματευτικής δύναμης αυτού του λαού».
Αντίστοιχη δήλωση έκανε και ο υπουργός Ναυτιλίας, Θεόδωρος Δρίτσας χαρακτηρίζοντας «νόμιμη» την 48ωρη απεργία των ναυτεργατών, προσθέτοντας μάλιστα πώς οι εμπλεκόμενες πλευρές πρέπει «να σταθούν απολύτως υπεύθυνα, απέναντι στην άσκηση συνταγματικών δικαιωμάτων του Ελληνικού λαού και να απέχουν από κάθε ενέργεια που μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση, έστω και κατ’ υπόνοια, αυτή την κυβερνητική θέση».
Καλά ως εδώ… ωραίο ακούγεται. «Μαζί Λαός-Συνασπισμός» που έλεγε και ένα παλιό σύνθημα από τις καταβολές του βασικού κυβερνώντος κόμματος.
Μόνο που η εικόνα αυτή της συμβατότητας των κινηματικών δράσεων με την διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης για να παρέμβει στις διατάξεις του μνημονίου που υπέγραψε με τους δανειστές χαλάει λιγάκι. Ιδιως αν διαβάσει κανείς το υπόμνημα που κατέθεσε στην Βουλη, η Πανελλήνια Ναυτεργατική Ομοσπονδία (ΠΝΟ), στο πλαίσιο της συζήτησης του πολυνομοσχεδίου για τα προαπαιτούμενα. Συγκεκριμένα την παράγραφο που σχολιάζει διάταξη λέγοντας πως «με τις Επιτροπές Επίταξης του πολυνομοσχεδίου επιχειρείται, από την πίσω πόρτα, ευθεία καταστρατήγηση του δικαιώματος απεργίας, αφού συνιστάται με το άνω άρθρο ειδική Διοικητική Επιτροπή Ναυτικών Επιτάξεων και Ναυλώσεων η οποία και αποτελεί Όργανο του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου».
Χαλάει μάλιστα ακόμη περισσότερο αναλογιστεί κανείς ότι βρίσκεται ακόμη εν ισχύ – χωρίς να έχει έστω αναγγελθεί η κατάργηση του- ο νόμος 330 του 1976 για τα ναυτεργατικά σωματεία. ‘Ενας χιλιοκαταγγελμένος (και από τον ΣΥΡΙΖΑ) νόμος της «επαράτου» που όχι μόνο νοθεύει τις αρχαιρεσίες των σωματείων αλλά περιορίζει τις συνδικαλιστικές ελευθερίας και νομιμοποιεί το δικαίωμα της ανταπεργίας (lockout) των εφοπλιστών.
Εκεί δε που τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα είναι αν θυμηθούμε ότι ισχύει επίσης το άρθρο 247 του ποινικού κώδικα για τον περιορισμό της απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων αλλά κυρίως το περίφημο άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα. Τον «τοίχο» στον οποίο κάθε εργατολόγος δικηγόρος (όπως ο νυν υπουργός Εργασίας) έχει πέσει όταν υπερασπίστηκε μπροστά σε δικαστήριο την νομιμότητα μιας απεργιακής κινητοποίησης (από αυτές που σε ποσοστό 90% βγαίνουν «παράνομες και καταχρηστικές). Μιλάμε για το άρθρο που αναφέρει ότι «η άσκηση του δικαιώματος (σ.σ άρα και του απεργιακού) απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος».
Άραγε γιατί μία κυβέρνηση που αποτιμά τους εργατικούς αγώνες ως ενισχυτικούς της διαπραγματευτικής της προσπάθειας, δεν …αρπάζει την ευκαιρία να καταργήσει πολύ συγκεκριμένες διατάξεις που έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι μόνο στόχο τους έχουν το δικαίωμα της απεργίας και έχουν επιβληθεί από πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα σε πολύ συγκεκριμένες πολιτικές περιόδους; Στην ανάγκη ας φέρει τροποποιήσεις με την διαδικασία του κατεπείγοντος. Δεν θα βρεθεί εργατικό σωματείο να της φέρει αντίρρηση, είναι βέβαιο. ..
Η απάντηση βρίσκεται μάλλον στην Γ’Παράγραφο, του 3ου Μνημονίου, όπου καθορίζεται η «συμφωνία δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών. Στο άρθρο 4 όπου υπάρχει η εξής ρητή δέσμευση για: «Επανεξέταση των θεσμών της αγοράς εργασίας. Έως τον Οκτώβριο του 2015 η κυβέρνηση θα δρομολογήσει διαδικασία διαβούλευσης με επικεφαλής μια ομάδα ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων με σκοπό την επανεξέταση ορισμένων υφιστάμενων πλαισίων της αγοράς εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των ομαδικών απολύσεων, της συλλογικής δράσης και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, λαμβανομένων υπόψη των βέλτιστων πρακτικών σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο». Όπως αναφέρεται με σαφήνεια εκεί «η οργάνωση, οι όροι εντολής και τα χρονοδιαγράμματα θα συμφωνηθούν με τα θεσμικά όργανα» ενώ τονίζεται πως «οι αλλαγές στις πολιτικές για την αγορά εργασίας δεν θα πρέπει να συνεπάγονται την επιστροφή σε παλαιότερα πλαίσια πολιτικής, ασύμβατα με τους στόχους της προώθησης μιας βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης»…
Προφανώς το …πιάσατε το υπονοούμενο!