του Θάνου Καμήλαλη
Οι μέρες της καραντίνας κυλούν, η καταγραφή των κυβερνητικών δώρων, με κούνημα του «λεφτόδεντρου» επίσης. Μετά το πακέτο προς τις ιδιωτικές κλινικές, τα 11 εκατ. ευρώ για μία αδιαφανή επικοινωνιακή καμπάνια σχετικά με την πανδημία σε ΜΜΕ, στον λογαριασμό προστέθηκε και η απαλλαγη των ιδιοκτήτων των τηλεοπτικών ΜΜΕ που εκπέμπουν πανελλαδικά από την υποχρέωση της καταβολής της δόσης του 2020. Όπου καναλάρχες, βάλτε συγκεκριμένα ονόματα και χειροκροτήστε: Μαρινάκης, Σαββίδης, Αλαφούζος, Κυριακού και Βαρδινογιάννης (παρατεταμένο εδώ το χειροκρότημα γιατί έχει δύο κανάλια πλέον). Πολίτες που πλήττονται από την κρίση, επομένως ένα μέτρο που θα ζημιώσει με 21 εκατ. ευρώ τα κρατικά ταμεία στο πολύ κρίσιμο 2020 είναι απαραίτητο. Το ακόμα πιο τραγελαφικό είναι ότι απαλλάσσονται και από την υποχρέωση της καταβολής 50.000 ευρώ προς το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Δεν αφήνουν ούτε φιλοδώρημα δηλαδή.
Επειδή σίγουρα, ακόμα και σε κάτι τέτοιο, θα βρεθούν οι απολογητές μίας τέτοιας κίνησης, να ξεκαθαρίσουμε το εξής. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι δεν πρόκειται για διαγραφή της οφειλής, αλλά για μετάθεσής της το 2021, ή ότι οι δόσεις από το 2021 και μετά θα είναι μεγαλύτερες, είναι εξαιρετικά αμφίβολο το αν θα συμβεί κάτι τέτοιο. Βλέπετε, οι καναλάρχες ανήκουν σε αυτήν τη μικρή, πολύ μικρή ομάδα πολιτών που «έχουν τον τρόπο τους» να κερδίζουν χαριστικές ρυθμίσεις. Η υπόθεση του μνημονιακού Ειδικού Φόρου Διαφημίσεων είναι ενδεικτική. Επί κυβέρνησης Σαμαρά, είχε γίνει μία παράδοση, κάθε χρόνο, στις 30 ή 31 Ιανουαρίου, να περνάει μία διάταξη που ανέβαλε την καταβολή του συγκεκριμένου φόρου για την επόμενη χρονιά. Στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ τον εφάρμοσε μεν, ωστόσο τον μείωσε το 2018 από 20% σε 5%, επικαλούμενος τα υπέρμετρα βάρη που είχαν δημιουργηθεί για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις, λόγω και του διαγωνισμού για τις άδειες.
Όσο οξύμωρο όμως κι αν φαίνεται, το δώρο αυτό εντάσσεται στο συνολικό κάλεσμα της κυβέρνησης «να βάλουμε όλοι πλάτη», τόσο για την τρέχουσα κρίση με την πανδημία, όσο και για την οικονομική κρίση που έρχεται. Οι επιμέρους αντιφάσεις, σχετικά με την «κουλτούρα πληρωμών» που μας έλεγε πρόσφατα ο Άδωνις Γεωργιάδης ότι πρέπει να διατηρήσουμε και τα συνεχή καλέσματα τις κυβέρνησης σε «όποιον έχει και μπορεί να πληρώσει, να πληρώσει» είναι μικρότερα ζητήματα. Ο ηλικιωμένος που περιμένει στην ουρά της τράπεζας για να πληρώσει τις υποχρεώσεις του, ο απολυμένος ή υπό απόλυση εργαζόμενος που πρεπει να πληρώσει κανονικά τους λογαριασμούς του (με τις αστείες ελαφρύνσεις που έβαλε η ΔΕΗ) και ο πολίτης που βασίζεται στην καλή θέληση των τραπεζών για να το δάνειο του, καλούνται από την κυβέρνηση να κόψουν τον λαιμό τους και να βάλουν πλάτη οικονομικά.
Τα κανάλια είναι για άλλη δουλειά, για να βάλουν πλάτη με το «ενημερωτικό» τους πρόγραμμα, με τη δύναμη της εικόνας και το στάτους που ακόμα απολαμβάνουν για ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας. Πολλοί αναρωτιούνται «σιγά ποιος βλέπει ακόμα τηλεόραση». Η απάντηση είναι, εκατομμύρια. Σε μερικούς πιάνει το «πες πες κάτι θα μέινει» για άλλους πολλούς είναι η μόνη τους πηγή πληροφόρησης. Παράλληλα, η δύναμή τους πολλαπλάσιάζεται με εκατοντάδες σάιτ και ανθυποσάιτ που θα μεταδώσουν άκριτα ακόμα και την πιο μεγάλη μπαρούφα. Φτάνουμε λοιπόν στο παράδειγμα της Νέας Παραλίας της Θεσσαλονίκης.
Η σύνδεση των δύο ειδήσεων δεν είναι άμεση, δηλαδή κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι το «ρεπορτάζ» του OPEN έγινε λόγω των δώρων εκατομμυρίων σε ΜΜΕ. Αλλά είναι έμμεση. Την Κυριακή, το δελτίο ειδήσεων του σταθμού έπαιξε πλάνα από τη Νέα Παραλία της Θεσσαλονίκης, εμφανιζοντάς την γεμάτη κόσμο, δίνοντας το έναυσμα για χιλιάδες σχόλια περί «ανεγκέφαλων» και «ανεύθυνων πολιτών». Σε σχέση με προηγούμενες εβδομάδες, που οι χώροι ήταν άδειοι και οι ρεπόρτερ φαντάζονταν πλήθη, ομολογώ πως η κατάσταση τεχνικά βελτιώθηκε. Αλλά η παραπληροφόρηση παραμένει. Επαγγελματίες της εικόνας εξηγούν από τη Δευτέρα ότι χρησιμοποιήθηκαν συγκεκριμένες ρυθμίσεις στον φακό της κάμερας, ώστε ο κόσμος που βρισκόταν εκεί να συμπτυχθεί και να φαίνεται ο ένας πάνω στον άλλον (διαβάστε ένα αρκετά επεξηγηματικό άρθρο εδώ). Ένας πολίτης που έτυχε να κάνει βόλτα στις 18:00 το απόγευμα κατέγραψε με το ποδήλατό του όλη τη διαδρομή, ενώ, δυστυχώς για τον σταθμό, υπάρχει τοποθετημένη webcam που καλύπτει 24 ώρες το 24ωρο ολόκληρο το τοπίο και δείχνει πως η κίνηση ήταν πολύ μικρότερη. Έχουν σημασία αυτά; Για τη δημοσιογραφία τεράστια. Για την «κοινή γνώμη» και τις πολιτικές αποφάσεις απ’ό,τι φαίνεται, μηδαμινή. Ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, Ζέρβας, είδε τα πλάνα του σταθμού, επικοινώνησε με τον Περιφερειάρχη, Τζιτζικώστα, μετά με τον εθνικό μας καουμπόι, Χαρδαλιά και έκλεισαν τον χώρο για τις περισσότερες ώρες της ημέρας, για 15 μέρες.
Υπάρχει όμως η επικοινωνία και η πραγματικότητα. Η πραγματικότητα λέει ότι οι ειδικοί, τους οποίους ακούμε, έχουν επιτρέψει τη βόλτα, την καθημερινή άσκηση 1-2 ατόμων, με τήρηση αποστάσεων. Αυτές οι δραστηριότητες δεν απαγορεύτηκαν και μάλιστα προβλέφθηκαν ρητά στην τελευταία απαγόρευση. «Αγάπησαν ξαφνικά οι Θεσσαλονικείς την άθληση» σχολίαζε ειρωνικά στη λεζάντα του το OPEN και πολλοί που έσπευσαν να πιστέψουν τις εικόνες του. Ίσως όχι, αλλά το περπάτημα θεωρείται άσκηση, ενώ είναι λογικό όταν οι άνθρωποι παραμένουν 20 και 22 ώρες σπίτι, να θέλουν να βγουν για μία βόλτα, που αν την κάνουν σωστά και με υπευθυνότητα, μόνο καλό θα τους κάνει. Η Θεσσαλονίκη επίσης, δεν έχει άλλους ανοικτούς χώρους στις ανατολικές της περιοχές. Κλείνοντας αυτό το τεράστιο κομμάτι, το μόνο που θα πετύχουν οι «υπεύθυνοι» είναι κόσμο σε άλλους χώρους, σε δρόμους και μικρά παρκάκια, με κίνδυνο μεγαλύτερου συνωστισμού. Συνωστισμούς που η κάμερα δεν θα καταγράψει. Παράλληλα, πολλοί πολίτες, που τηρούν τα μέτρα, βλέπουν να λοιδωρούνται και να δέχονται απαγορεύσεις άνευ λόγου και αιτίας, ενώ η καραντίνα δεν βρίσκεται ακόμα ούτε στα μισά και οι επιστήμονες αισιοδοξούν σχετικά με την έξαρση του ιού. Αυτή η πολιτική των συνεχών απαγορεύσεων, είμαστε σίγουροι ότι θα εντείνει την πειθαρχία αντί του θυμού;
Πάντως, αξίζουν πολλά μπράβο στους τοπικούς άρχοντες της πόλης, που απέδειξαν ότι ενημερώνονται γι αυτήν μόνο από την τηλεόραση. Αυτό παρουσιάζεται ως «άμεσα αντανακλαστικά» περισσότερο θυμίζει κινήσεις επικοινωνίας, πανικού και προχειρότητας. Το γεγονός επίσης ότι με βάση ένα fake news βγήκε μια πολιτική απόφαση, κάνει ακόμα περισσότερο σοβαρή την παραπληροφόρηση. Και φυσικά, οι αντιρρήσεις αυτές δεν εντάσσονται σε μία συνολική αντίδραση στα μέτρα περιορισμού. Αλλά, βλέποντας και τις νέες σκέψεις και απειλές, για περισσότερα και πιο σκληρά μέτρα, είναι απαραίτητο να ρωτάμε «ποιος το λέει». Ο Χαρδαλιάς, που σε λίγο θα μας ενημερώνει στις καθημερινές συνεντεύξεις Τύπου ότι «ο Καμήλαλης από την Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης έκατσε δέκα λεπτά παραπάνω στο σούπερ μάρκετ» ή οι επιστήμονες, βασιζόμενοι στα δικά τους επιδημιολογικά μοντέλα και ανησυχίες σχετικά με την εξάπλωση της πανδημίας; Είναι απαραίτητος αυτός ο διαχωρισμός, ώστε να καταλαβαίνει ο κόσμος, που έχει δείξει πολύ καλά ότι καταλαβαίνει, ότι τα μέτρα δεν είναι τιμωρητικά, αλλά για την προστασία της δημόσιας Υγείας.
Αποδεικνύεται όμως ότι η επικοινωνία μετράει παραπάνω. Έτσι λοιπόν έρχεται η ώρα τα ΜΜΕ να βάλουν πλάτη με τον τρόπο τους. Αφού πιάνει, αφού είναι πολύτιμες οι υπηρεσίες τους, γιατί να αλλάξουμε μια δοκιμασμένη τακτική. Μία δεκαετία πριν, τα ίδια μέσα, ακόμα και οι ίδιοι άνθρωποι, προσπάθησαν να πείσουν τον κόσμο ότι η οικονομική κρίση ήρθε γιατί δεν ζητούσαν αποδείξεις στα καταστήματα και άλλα όμορφα και γραφικά. Σε σημαντικό βαθμό, τα κατάφεραν. Το πιθανό επιχείρημα «κατέρρευσε το ΕΣΥ γιατί εσύ πήγες για τρέξιμο» δεν είναι κι ακατόρθωτο. Ο λόγος λοιπόν που η Νέα Δημοκρατία θέλει κοντά της τα συστημικά ΜΜΕ είναι η εναλλακτική πραγματικότητα που αυτά μπορούν να δημιουργήσουν. Σε περιόδους «κανονικότητας» οι τηλεοπτικοί σταθμοί προσπαθούν να διατηρήσουν κάποια φύλλα συκής. Σε περιόδους κρίσης όμως, η ανάγκη αυτή είναι ακόμα μεγαλύτερη και οποιοδήποτε ψείγμα δεοντολογίας πέφτει στο κενό. Την εβδομάδα πριν το δημοψήφισμα για παράδειγμα, τα κανάλια παρουσίαζαν μέχρι και εικόνες από τη Νότια Αφρική για να παραπληροφορήσουν σχετικά με την κατάσταση στα ATM.
Η ανάγκη αυτή δημιουργείται ξανά. Τώρα, γίνεται προληπτικά, στα πλαίσια του ταϊσματος του κόσμου περί ατομικής ευθύνης, με σκοπό να θωρακιστεί η κυβέρνηση από πιθανά αρνητικά νέα σχετικά με τον κορονοϊό. Την επόμενη μέρα, η ανάγκη θα είναι ουσιαστική. Ποιος θα χειροκροτεί την κυβέρνηση όταν θα πετσοκόβει μισθούς; Ποιος θα είναι εκεί να τη φροντίσει άμα κάνει υποχώρηση στο ευρωομόλογο; Ποιος θα βρίζει και θα σοκάρεται από πιθανές διαδηλώσεις και ποιος θα θεωρεί «λαϊκισμό» οποιαδήποτε άλλη πρόταση διαχείρισης της κρίσης;
Μην βλέπετε λοιπόν τα 21 εκατ. ευρώ, όπως και τα προηγούμενα 11 εκατ., ως κυβερνητικό δώρο. Δείτε το ως κομματική επένδυση. Στους ταραγμένους καιρούς που ζούμε και που έρχονται, υπάρχουν κι αυτοί που στα δύσκολα, θα κληθούν να βάλουν πλάτη για να θωρακίσουν την κυβέρνηση από τις αντιδράσεις, την κριτική, τη φθορά και τη δημοσιογραφία. Να φτιάξουν ή να συνεχίζουν να παρουσιάζουν την απαραίτητη παράλληλη πραγματικότητα, όχι σε μια περιοχή της Θεσσαλονίκης, αλλά σε όλη τη χώρα. Τουλάχιστον το έργο το έχουμε ξαναδεί και θα έπρεπε να ξέρουμε. Έκαστος εφ’ ω ετάχθη