Δεν ξέρω ποιος “Είλων-Μασκ-των-Πετραλώνων” κοιτάζει τη χρονιά που πέρασε σαν τον Θεό που κοιτάζει τη δημιουργία του την έβδομη  μέρα και λέει “μπράβο ρε μάγκα, όλα καλά τα έκανες πάλι!” Σίγουρα όχι εγώ.

Κατά βάθος, τελειώνει μια χρονιά που τα κουτσοκαταφέραμε και έρχεται μια άλλη,  μέχρι η ψυχή μας να κάνει πανιά.

Ωστόσο, δεν θέλω να είμαι αχάριστος. Η φετινή χρονιά ήταν χρονιά ανόδου για το TPP. Σε ό,τι με αφορά προσωπικά, μεγάλωσε το κοινό της Ανασκόπησης και μαζί τιμήθηκα με ένα κρατικό βραβείο λογοτεχνίας για το τελευταίο βιβλίο μου. Είναι αδιάφορα αυτά; Όχι βέβαια, είναι πολύ ευχάριστα.

Διάβαζα λοιπόν σε έγκριτη ιστοσελίδα της αλλοδαπής πως η γενική κατάσταση της ευτυχίας του ανθρώπου δεν αλλάζει ριζικά με τις εξωτερικές αλλαγές. Αν νιώθεις ότι είσαι ευτυχισμένος πέντε στα δέκα, λέει το άρθρο, αν υποστείς έναν βαρύ τραυματισμό, θα πέσεις στο 2 και θα επανέλθεις ίσως στο 4.

Οι κακόπιστοι μπορεί να σκεφτούν ότι αυτή είναι μία θεωρία που βολεύει αυτούς που τραυματίζουν, αλλά δεν είναι μέρες για τέτοια σχόλια τώρα.

Αυτό που άλλαξε για μένα φέτος είναι το είδος των πιέσεων που συσσωρεύονται σιγά σιγά στη ζωή μου. Ασήμαντες, αν τις συγκρίνεις με άλλους, πολύ σημαντικές, αν δεν τις συγκρίνεις με κανέναν – όπως είναι και το πιο λογικό, γιατί κανένας καημός και καμιά χαρά δεν συγκρίνονται.

Σε ένα δοκίμιο φιλολογικής κριτικής, το πιο ποιητικό που έχω διαβάσει, ο Όλιβερ Τάπλιν έλεγε πως η ασπίδα του Αχιλλέα στην Ιλιάδα μάς συγκινεί ακριβώς διότι βλέπουμε την ανθρωπιά μέσα από τις ρωγμές της βαρβαρότητας, μέσα από τις λεπτές χαραμάδες φωτός που αφήνει ο πόλεμος και η φρίκη.

Διάβαζα ένα βιβλίο για την καταγραφή και τεκμηρίωση των εγκλημάτων του κράτους, ένα βιβλίο αυθεντικά χριστουγεννιάτικο, με βάση όσα θα πω εδώ, όπου ένα κομμάτι αφιερώνεται ακριβώς στις ρωγμές. Εξετάζεται πώς από μηχανική άποψη οι ρωγμές “κινούνται στα μονοπάτια με τη μικρότερη αντίσταση”,  δημιουργούνται εκεί που το υλικό είναι πιο μαλακό. Αναφέρεται ότι ο Λεονάρντο ντα Βίντσι αφιερώνει σελίδες επί σελίδων στα σημειωματάρια του για τις ρωγμές και η αφήγηση ακολουθείται από την εξής πληροφορία: πως μια σφαίρα,  την ώρα που τρυπά ένα ανθρώπινο κρανίο, δημιουργεί ρωγμές πιο γρήγορα από την ίδια τη σφαίρα. “Όταν χτυπάει η σφαίρα το κρανίο, η ταχύτητα των ρωγμών που το διατρέχουν είναι μεγαλύτερη από αυτήν της σφαίρας, και έτσι αυτές την ξεπερνούν μέχρι να φτάσει στην άλλη άκρη. Κατά την έξοδό της η σφαίρα διαπερνά μία ήδη ραγισμένη επιφάνεια”.

Η ιδέα ότι οι ρωγμές κινούνται γρηγορότερα από τη σφαίρα με έκανε να σκεφτώ ποιο θα ήταν το μαλακό σημείο μετά το τραύμα.

Κάποιοι έγραφαν πριν από λίγες μέρες για τα ναυάγια με νεκρούς στις ακτές μας, την ώρα που εμείς γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα, και θέλω να πω ότι μια τέτοια εμμονή όχι μόνο δεν είναι αταίριαστη, είναι αντιθέτως η πεμπτουσία της χριστουγεννιάτικης θαλπωρής. Δεν υπάρχει χριστουγεννιάτικο τζάκι χωρίς κάποιον που κοιτά έξω απ’ το παράθυρο τουρτουρίζοντας στο χιόνι.

Κυκλοφόρησαν πριν από λίγες μέρες τα Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα του Ντίκενς από τις εκδ. Περισπωμένη. Έγραφα πριν από μερικά χρόνια ότι ο Όργουελ αναφέρει πως όταν είχαν διαβάσει στον Λένιν τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα στο νεκροκρέβατο, η γυναίκα του λέει πως ο Λένιν είχε βρει τον μπουρζουάδικο συναισθηματισμό του Ντίκενς αφόρητο.

Δε θα το έλεγα.  Είναι ακριβώς σαν τους κουραμπιέδες,  στο όριο μεταξύ γλύκας και ζαχάρου.

“Χριστούγεννα! Μόνο ένας μισάνθρωπος δεν θα ένιωθε να ξυπνούν στην καρδιά του αισθήματα χαράς -και στο μυαλό του σκέψεις γιορτινές- κάθε που φτάνουν, ξανά, τα Χριστούγεννα. Κάποιοι θα σας πουν πως τα Χριστούγεννα δεν είναι πια γι’ αυτούς ό,τι ήταν κάποτε. Πως, χρόνο με τον χρόνο, τα Χριστούγεννα χάνουν κάτι από την την ελπίδα που φυλάγαμε στην καρδιά ή τη χαρά που μέλλει να ρθει, λες κι έχουν ξεθωριάσει, λες κι έχουν σβήσει αυτά σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Θα σας πουν ακόμα πως το παρόν τίποτε άλλο δεν κάνει παρά να τους θυμίζει αυτά που κάποτε είχαν και έχασαν, όλα αυτά που τους ζορίζουν και τους περιορίζουν – τα φαγοπότια που κάποτε έδιναν για φίλους, που αποδείχθηκε πως δεν άξιζαν και τα παγωμένα βλέμματα που συναντούν τώρα, που τους έτυχαν αναποδιές και κακουχίες. Τι να τις κάνει κανείς τούτες τις θλιβερές αναμνήσεις;”

Δεν λέω περισσότερα για αυτό, δεν είναι η στιγμή, αλλά λέω ότι η ισορροπία είναι δύσκολη:

Πώς να είμαστε μαχητικοί χωρίς να χάνουμε την ευαισθησία μας.

Πώς να είμαστε προετοιμασμένοι χωρίς να γινόμαστε κυνικοί.

Πώς να καταλαβαίνουμε την επικαιρότητα χωρίς να ξεχνάμε την ομορφιά.

Εγώ, που δεν είμαι καθόλου προληπτικός, σκέφτομαι ότι ο όρκος έχει δύναμη μαγική. Όχι για να συνωμοτήσει το σύμπαν. Το σύμπαν στα παπάρια του.  Η δύναμη του όρκου είναι να μας τσιγκλάει για να επιμένουμε, όταν θέλουμε να τα παρατήσουμε.