Στην Κόκκινη αλεπού, που φέρει τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Μισανθρωπίας προλεγόμενα», ο Κωστής Παπαγιώργης θα επισημάνει τι είναι αυτό που διαφοροποιεί το σκάκι από το μπριτζ, όσο αφορά την αντίληψη του χρόνου που προϋποθέτουν έκαστο. Σε μια τυχαία σκακιστική θέση μπορεί να εισέλθει κανείς και να συνεχίσει το παιχνίδι χωρίς να προϋποτίθεται γνώση των προγενέστερων κινήσεων -το τι έχει προηγηθεί είναι αδιάφορο από την άποψη των προβλημάτων που θέτει το παρόν της θέσης. Στους αντίποδες, ένας παίκτης του μπριτζ δεν μπορεί να παίξει καμία θέση αν αγνοεί την ιστορία της. Το τι έχει προηγηθεί, το πώς ήταν το αρχικό μοίρασμα και το πώς εξελίχθηκαν οι αγορές είναι αναγκαία συνθήκη για να προχωρήσει η ανάλυση.
Με βάση αυτή την κομβική διαφορά, ο Παπαγιώργης θα προχωρήσει για να κατασκευάσει τους δύο ανθρώπινους τύπους που τους αντιστοιχούν. Ο σκακιστικός τύπος είναι αυτός που προσαρμόζεται στον κόσμο μες στη δεδομένη τυχαιότητά του, χωρίς μεταφυσικούς περισπασμούς, με επιτυχίες που δεν σκοτίζονται από τις προϋποθέσεις τους. Αντίθετα, ο τύπος του μπριτζ δεν θα μπορέσει ποτέ να συμφιλιωθεί με τον κόσμο, ζητά τις απαρχές και το εκείθεν, κείται απροσάρμοστος μπροστά στο χάος των φαινομένων.
«Απέναντι στις δραστηριότητες του σκακιστή που συμφιλιώνεται με τον κόσμο και τα πράγματα, κηρύχνει άθελά του την αποδοχή, αποστρέφεται, με τον καιρό, την κενοδοξία της αρχής και του τέλους· ο παίκτης του μπριτζ καλλιεργεί φανατικά τους αναχρονισμούς του. Ντύνεται για να γδυθεί, κατοικεί για να μετοικήσει, μιλάει για να σωπάσει, πράττει για να υπερβεί την πράξη του» («Μπριτζ ή σκάκι;», Η κόκκινη αλεπού, Ροές, 1989, σ. 143).
Ανακαλώ αυτές τις παραθέσεις με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του δεύτερου τόμου με αθησαύριστα κριτικά κείμενα του Κωστή Παπαγιώργη, που επιμελήθηκε ο Δημήτρης Καράμπελας για τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει κείμενα που αφορούν στοχαστές (συμπληρώνοντας τον πρώτο που αφορά λογοτέχνες) και εκτείνεται σε ένα χρονικό εύρος που καλύπτει δύο σημαντικές περιόδους από τα δημιουργικά χρόνια του Έλληνα δοκιμιογράφου. Τα πρώτα είναι γραμμένα τη πενταετία 1975-1980 (με δύο εξαιρέσεις, του 1986 και του 1994), τα δεύτερα την περίοδο 1997-2014.
Από εδώ όμως ξεκινούν και τα προβλήματα της πρόσληψής τους. Καταρχάς, ας δούμε ποιους αφορούν αυτά τα κείμενα. Ο Παπαγιώργης ξεκινάει την κριτικογραφία του αντιμετωπίζοντας αυτό που εκ των υστέρων ονομάστηκε «νεορθοδοξία»: Λορεντζάτος, Γιανναράς, Ράμφος, Μαλεβίτσης καταλαμβάνουν τις περισσότερες σελίδες του τόμου. Πλάι τους μια αποδόμηση της Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας και ένα δηκτικό σχόλιο για τον Καστοριάδη· θετικές αποτιμήσεις για τον Αξελό· θαυμασμός για τον Κονδύλη· θετικές αναφορές σε Λυκιαρδόπουλο, Ζουμπουλάκη και Ζηζιούλα.
Αυτό που τίθεται ως προβληματικό για τον αναγνώστη και την αναγνώστρια είναι οι μετατοπίσεις ως προς την αποτίμηση των «νεορθόδοξων» στοχαστών. Όπως παρατηρεί ο Καράμπελας:
«Οι δύο αυτές περίοδοι, ωστόσο, αν και ανήκουν στην ίδια εργογραφία, διαφέρουν μεταξύ τους σημαντικά. Στην πρώτη, ένας νεαρός συγγραφέας ανταγωνίζεται τα πρότυπα ή τους συνοδοιπόρους του· στη δεύτερη, τους ξαναδιαβάζει ως ώριμος δοκιμιογράφος που αναγνωρίζει ότι είναι αδύνατον να ξεχωρίσει τις ιδέες τους από τη γραφή τους. Η διαφορά στην αποτίμηση είναι τόσο μεγάλη, που αν δεν γνώριζε κανείς την εξέλιξή του, θα πίστευε ότι έχουν γραφεί άλλον άνθρωπο» (σ. 10).
Και πράγματι, η αλλαγή στάσης έναντι του Λορεντζάτου (που στον ύστερο Παπαγιώργη το έργο του «θα πρέπει να αποτελεί την πρωτοβάθμια, τη δευτεροβάθμια και την ανώτατη εκπαίδευση κάθε νέου που αποφασίζει να καταπιαστεί με τα γράμματα»), του Γιανναρά και του Ράμφου (στην περίπτωση των οποίων τουλάχιστον η εκ των υστέρων αποτίμηση δεν φτάνει σε τέτοιες μεγαλοστομίες) χρήζει ερμηνευτικής διερεύνησης. Τόσο όμως η νύξη του Καράμπελα όσο και άλλες απόπειρες ερμηνείες (βλ. αυτή του Σταύρου Ζουμπουλάκη -αλλά και τον ευφυή σχολιασμό της από τον Αλεξανδρο Ζωγραφάκη) δεν μπορούν να βοηθήσουν στο μέτρο που δεν συνοδεύονται από παρόμοιες αλλαγές στις έτερες περιπτώσεις των στοχαστών (ο Παπαγιώργης «μισεί» επί παραδείγματι τον Καστοριάδη διαχρονικά).
Κι εδώ έχει θαρρώ νόημα να δούμε τη διάκριση μπριτζ και σκακιού. Αν αντιμετώπισουμε τα κείμενα του Παπαγιώργη ως σκακιστικές θέσεις θα δούμε όντως να προκύπτουν αντιφάσεις. Κάθε θέση διατηρεί την αυτονομία της και οδηγεί στα δικά της ματ, από την κριτική του «ελληνοχριστιανισμού» στα 70΄s μέχρι την ύστερη συγκατάβαση απέναντι στην επινόηση μιας Ανατολής που επερωτά τον δυτικό πολιτισμό. Μπορεί οι θέσεις να μην έχουν το ίδιο βάρος (τα πρώιμα κείμενα είναι μακροσκελείς, αναλυτικές βιβλιοκριτικές που παρακολουθούν στενά την επιχειρηματολογία των κρινόμενων βιβλίων ενώ τα όψιμα αποτελούν μάλλον βιβλιοπαρουσιάσεις -καίτοι φυσικά ευφυείς στις διατυπώσεις τους) ωστόσο δύνανται να διαβαστούν με πληρότητα και εν συγκρίσει να παρουσιάσουν τις επισημαινόμενες διαφοροποιήσεις.
Αν ωστόσο δούμε τα κείμενα ως θέσεις μπριτζ, θα πρέπει να ακολουθήσουμε άλλη οδό για να τα διατρέξουμε. Σ’ αυτήν την περίπτωση χρειάζεται να λάβουμε στα σοβαρά την περιοδολόγηση της διανοητικής πορείας του Παπαγιώργη, να επισημάνουμε τις τομές της και να επιστρέψουμε κατόπι στα ίδια τα κείμενα ώστε να τα «επιλύσουμε» με ακρίβεια. Ο Παπαγιώργης της πρώτης περιόδου, επιστρέφοντας από το Παρίσι εισέρχεται σε μια δημοσιότητα που την χαρακτηρίζει η ρευστή πάλη των σχολών σκέψης που υπό την επίδραση του δυτικού τρόπου (είτε αυτός λέγεται μαρξισμός, είτε ψυχανάλυση, είτε υπαρξισμός) επιχειρούν να ηγεμονεύσουν. Ο ίδιος φέρει ως σημείο αναφοράς του τον Χάιντεγκερ (εξού και θα δημοσιεύσει το 1983 την Οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ), και τους στοχαστές που συνομιλούν με αυτόν (Σαρτρ, Λεβινάς κλπ). Η επιλογή άρα των «εχθρών» της περιόδου καθορίζεται από αυτές τις αναφορές. Όταν ο Ζουμπουλάκης γράφει:
«Ο νεαρός υπερόπτης μηδενιστής που θέλει να ξηλώσει σύνολη την πλατωνική και χριστιανική παράδοση(!) δεν είχε στην Ελλάδα μεγάλη γκάμα επιλογής εχθρών για τον πόλεμό του. Οι μαρξιστές και οι φροϋδιστές προφανώς δεν του έκαναν. Διάλεξε σωστά: βρήκε τους τρεις χριστιανούς ή χριστιανίζοντες που του χρειάζονταν»,
δεν καταλαβαίνει ότι η επιλογή δεν είναι τυχαία, αλλά αναγκαία από τη σκοπιά της τότε παπαγιωργικής ταυτότητας (αλλιώς δεν μπορεί να εξηγηθεί και η συμπερίληψη του Καστοριάδη στο κάδρο: τα ζητήματα του Καστοριάδη άπτονται διαλόγου με αυτές τις χαϊντεγγεριανές προκείμενες). Η κριτική του Παπαγιώργη στον ελληνοχριαστιασμό δεν είναι παρά η ανανάκλαση της χαϊντεγγεριανής κριτικής στη δυτική μεταφυσική. Ο Παπαγιώργης εδώ κάνει αυτό που αργότερα θα καταδικάσει: τον μεταπράτη μιας ξένης σκέψης, την οποία διαχωρίζει από τα ανταγωνιστικά προϊόντα της αγοράς.
Με το Περί μέθης (1987) εγκαινιάζεται η στροφή του Παπαγιώργη από μια «ακαδημαϊκού» τύπου παραγωγή κειμένων στην δοκιμιακή καταγραφή των παθών του ανθρώπου. «Αυτό που με συναρπάζει είναι η κατάσταση του διαλυμένου εγώ, του ανθρώπου που βρίσκεται σε αδυναμία»: από το να συζητά τον Λόγο, την Ολότητα, το Dasein, ο Παπαγιώργης απεκδύεται σε μια φαινομενολογία της μέθης, της ζηλοτυπίας, της μισανθρωπίας, του πολέμου κ.λπ. Και για να επικυρώσει τελειωτικά την αλλαγή πλεύσης αποκηρύσσει τα δύο από τα τρία προηγούμενα έργα του (την Οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ και την Οργή θεού. Μια πολιτική ανάγνωση της Βίβλου –αυτή εντάσσεται ως επίμετρο στην έκδοση του Παπαγιώργη).
Η «ανακάλυψη» του ελληνικού βιώματος μέσα από τον Παπαδιαμάντη αρχικά και μέσα από την ενασχόληση με την ελληνική ιστοριογραφία του 1821 από την άλλη δεν αποτελεί τόσο νέα φάση όσο εξέλιξη της προηγούμενης. Η ενασχόληση με το ελληνικό βίωμα αποτελεί μια εμβάθυνση στο πάθος, το οποίο αναζητά τα ιδιαίτερά του ριζώματα. Ο ιδιόρρυθμος αντιδιανοουμενισμός του Παπαγιώργη τον επαναφέρει τώρα στους «νεορθόδοξους» με πιο ανεκτική στάση. Δεν είναι μια κάποια ωριμότητα, ούτε μια κάποια σιγουριά που «μαλακώνει» τον Παπαγιώργη, αλλά απλώς η δική του αλλαγή θέσης (η δεύτερη επινόηση του εαυτού του, όπως λέει ο Ζωγραφάκης). Τα πρώτα κείμενα παραμένουν σημαντικά για τον ειδικό μελετητή της εξέλιξης της γραφής του Παπαγιώργη, όπως και για τον μελετητή της ιστορίας των ιδεών την περίοδο της Μεταπολίτευσης, είναι ωστόσο αδόκιμο να προκαλούν πραγματικό (περιεχομενικό) παπαγιωργικό ενδιαφέρον. Για το κύριο όνομα «Παπαγιώργης» στο αρχείο μιας βιβλιοθήκης δεν αποτελούν παρά το δευτερεύον παραγέμισμα του ραφιού.
Είναι, αντιθέτως, επειδή «καλλιεργεί φανατικά τους αναχρονισμούς του», σαν άλλος παίκτης του μπριτζ που τα «αποκηρυγμένα» κείμενα του Παπαγιώργη αποκτούν τη γοητεία τους. «Άραγε είμαστε ασεβείς που μολαταύτα επιμένουμε να εκτιμούμε τους τρόπους αυτού του συγγραφέα χωρίζοντάς τους (πώς; είναι άλλη ιστορία…) από την υπόθεση που -νομίζει ότι υπερασπίζεται;», αναρωτιέται ο Παπαγιώργης σε σχέση με τον Λορεντζάτο (σ. 57) κι είναι ακριβώς αυτός ο διαχωρισμός του τρόπου από το περιεχόμενο που δίδει στα κείμενα του τόμου μια αισθητική συνοχή. Από την άποψη του «αναβαπτισμένου» μετά το 1987 Παπαγιώργη αυτό μοιάζει να είναι αρκετό εκ των υστέρων για τη δικαιολόγηση της μεταθανάτιας αυτής έκδοσης.