Ακόμα και η αρένα. Μόνο ένα μικρό κομμάτι της, προς το πέταλο, ήταν άδειο. Στις κερκίδες, ακόμη και σε αυτές πιο πίσω από τη σκηνή, άνθρωποι εικοσιπέντε, τριάντα, σαράντα, πενήντα, εξήντα χρονών, μαζί τα παιδιά ή τα εγγόνια τους. Στην αρένα, έφηβοι, δεκαοχτάχρονα και εικοσάχρονα παιδιά, όρθιοι από τ’ απόγευμα. Απόψε τραγουδάει ένας από τους τελευταίους μεγάλους Έλληνες ρόκερ, ίσως εκείνος με την πιο πλατιά απήχηση, σε όλο το φάσμα των ηλικιών. «Βασίλη, ζούμε για να σ’ ακούμε», τον υποδέχεται εγκάρδια η αρένα, και μετά όλο το Στάδιο μαζί, κι εκείνος απαντά «Δε σας πιστεύω! Ακούς, Ελένη;». Ξεκινάμε, «Κουρσάρος» και ένα μικρό ρίγος, φταίει και το αεράκι εδώ ψηλά. Η χορωδία «Ρυθμός» είναι μαγευτική, το ίδιο και η φλογερή Τάνια Κικίδη και ο αισθαντικός Χριστόφορος Κροκίδης. Ο Παπακωνσταντίνου είναι χείμαρρος, βροντερός, ορμητικός, συγκινημένος, τρυφερός, σχεδόν απορημένος με την τόση αγάπη του κόσμου, τυλίγει με τα χέρια το σώμα του, σε μια χειρονομία που αγκαλιάζει όλο το πλήθος. Κι εκείνο χειροκροτά και ανοίγει τα χέρια στα τραγούδια του, στη μουσική του Θεοδωράκη, του Λοΐζου και του Μικρούτσικου, στα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, του Άλκη Αλκαίου, του Κώστα Καρυωτάκη, του Νικόλα Άσιμου, του Νίκου Καββαδία και του Οδυσσέα Ιωάννου, σε νεότερα και παλιότερα αγαπημένα.

Το καθηλωτικά όμορφο Στάδιο πάλλεται στο τραγούδι για τον Τσε και στο «Αρνιέμαι», και στο τέλος της βραδιάς, μετά από σχεδόν τρεις ώρες, τραγουδάμε όλοι όρθιοι, με φόντο το Λυκαβηττό, και τα παιδιά στην αρένα πιο δυνατά, «Της Δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ». Σκέφτομαι πως πάντα θα είμαστε μια μειοψηφία, πως γελαστήκαμε κάποια στιγμή και νομίζαμε πως γίναμε πολλοί, μα ακόμα λίγοι είμαστε. Θυμάμαι τον Δημήτρη Κανελλόπουλο, που έγραψε στην ΕφΣυν προχτές, με αφορμή το πλήθος που τραγουδούσε τα «Μαλαματένια Λόγια», στη συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου στη Θεσσαλονίκη, το εξής πικρό: «Δεν είναι απίστευτο όλα αυτά τα νέα παιδιά να γνωρίζουν απ’ έξω και ανακατωτά τα λόγια του Μάνου Ελευθερίου και να τα τραγουδούν με υψωμένα χέρια; Αισιόδοξη η εικόνα. Τόσο αισιόδοξη που βλέπω τον Μητσοτάκη να φτάνει στο 70% στις 25 Ιουνίου…». Συλλογίζομαι κάτι παρόμοιο, πρέπει να ανοίξουμε τα μάτια πια και να δούμε καθαρά, όμως καλά κάνουμε και μαζευόμαστε, συντροφικά όπως απόψε, τουλάχιστον να μη νιώθουμε μόνοι.

Απόψε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου δεν έκανε καμιά αναφορά στο μακαρίτη πια Γιάννη Μαρκόπουλο, πράγμα που με ξάφνιασε, όπως με παραξένεψε και η σιωπή του για το τραγικό ναυάγιο της Πύλου, σαν να μην έγινε μόλις πριν λίγες ώρες, κι ας συζητούνταν στις κερκίδες, κι ας διαβάζονταν οι ενημερώσεις στα κινητά. Σαν να μη χάθηκε κανείς, ούτε οι απελπισμένοι μετανάστες, ούτε ο μεγάλος συνθέτης που έγραψε για την ξενιτιά. Δεν ξέρω γιατί είχα αυτή την προσδοκία, εγώ η απόδημη, ας είναι, μου λείψανε αυτές οι αναφορές, σαν μια υπόσχεση ότι όλα θα πάνε καλά, ακριβώς επειδή δεν ξεχνάμε. Όπως και να ΄χει, η βραδιά ήταν υπέροχη, με βουρκωμένα μάτια, αγκαλιαστά τραγούδια, υψωμένα χέρια, και το μυαλό να ταξιδεύει στο βέβαιο παρελθόν και στο αβέβαιο μέλλον. Και με ένα «Κράτα ρε φίλε, γερά» αντί καληνύχτας.