από τη συντακτική ομάδα

Η επιδίωξη της υπεράσπισης της ΧΑ είναι να πείσει το δικαστήριο ότι μόνο οι φυσικοί αυτουργοί έχουν ευθύνες. Η παρακολούθηση όμως του φαινομένου μάς πείθει ότι ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς αρνείται και αντιστρέφει την πραγματικότητα σε βαθμό προκλητικό. Διότι οι πράξεις αυτές δεν θα υπήρχαν, αν δεν είχαμε μια πολυετή ασυλία και ταυτόχρονα διολίσθηση σε όλο και πιο βίαιες πρακτικές, με σταθερή ατιμωρησία.

Γράφει:

​Επί ένα χρόνο και πλέον, ως Πρωθυπουργός, έστελνα με κάθε τρόπο το μήνυμα ότι η Δικαιοσύνη έπρεπε να ξεπεράσει την αμηχανία της και να κάνει τη δουλειά της. Χωρίς δισταγμούς…

​Δεν τους είπα εγώ τι να κάνουν. Ούτε πώς να το κάνουν. Ούτε μπορούσα άλλωστε…

​Έτσι προχώρησε σιωπηλά και χωρίς “τυμπανοκρουσίες” όλη η απαραίτητη “προεργασία”,ώστε τη στιγμή που έγινε το “τραγικό λάθος”, δηλαδή η δολοφονία Φύσσα, να κινηθεί αστραπιαία η Δικαιοσύνη και να παραπεμφθεί η ΧΑ ως “εγκληματική οργάνωση”. Με άρση της βουλευτικής ασυλίας, με φυλάκιση των βουλευτών της και διακοπή των κρατικής επιχορήγησης.

“Τραγικό λάθος” είναι μόνο αυτή η διατύπωση, η οποία υποβαθμίζει ένα από τα πιο συνταρακτικά στοιχεία που έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας: ότι η ΧΑ κλιμάκωνε τη δράση της, από χτύπημα σε χτύπημα, και έφτασε στη δολοφονία Φύσσα μόνο διότι η αστυνομία και η δικαιοσύνη παρακολουθούσαν άπραγοι, κοιμώμενοι πάνω στους φακέλους που λίμναζαν στο γραφείο του υπουργού Δένδια. Αστραπιαία κίνηση της δικαιοσύνης ονομάζει την κινητοποίηση του μηχανισμού που συνέβη όταν πια η κοινή γνώμη ήταν αδύνατο να πειστεί ότι μετά τη δολοφονία Φύσσα θα μπορούσε να υπάρξει “σοβαρή Χρυσή Αυγή” που να είναι δημόσια επίσημος συνομιλητής τους.

Εδώ συνεχίζεται να παίζεται το εξής παιχνίδι: η υπεράσπιση των χρυσαυγιτών επιμένει ότι η δίωξή τους ήταν πολιτική, και επικαλείται δηλώσεις πολιτικών προσώπων, ακόμη και υποκλαπείσες συνομιλίες, προκειμένου να τεκμηριώσει αυτόν τον ισχυρισμό. Η αλήθεια που έχει ανάγλυφα παρουσιαστεί από τους συνηγόρους της Πολιτικής Αγωγής είναι πως υπήρξε πολιτική παρέμβαση, αλλά όχι εναντίον τους. Το γεγονός ότι δεν διώκονται για ηθική αυτουργία, π.χ., οφείλεται στον βελούδινο τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζονταν μέχρι την δολοφονία Φύσσα. Όπως επίσης το γεγονός πως δεν διώχθηκαν με τον τρομονόμο, παρότι η Δικαιοσύνη έχει παρουσιαστεί τόσο ευαίσθητη σε άλλες περιπτώσεις.

Όπως έδειξε ο Κώστας Παπαδάκης στην αγόρευσή του, υπήρξε πληθώρα αδικημάτων που περιγράφονταν στο παραμπεμπτικό βούλευμα χωρίς να ασκηθεί δίωξη: Πετούσαν τσιμεντόλιθους από τον έκτο όροφο σε μετανάστες, με συμμετοχή και Μιχαλολιάκου, συμμετείχαν σε πογκρόμ, στην υπόθεση των Αιγυπτίων αναφέρεται οπλοφορία και οπλοχρησία, χωρίς να ασκηθεί δίωξη. Ο Λαγός δίνει το σύνθημα για την επίθεση σε Αιγύπτιους, χωρίς να ασκηθεί καμία δίωξη για ηθική αυτουργία.

Για να πάμε στα πιο παλιά, το ίδιο συνέβαινε όταν ο εισαγγελέας Eφετών του Mονομελούς Eφετείου κακουργημάτων Αθηνών ολοκλήρωσε την απαλλακτική του πρόταση για τον Ηλία Κασιδιάρη έλεγε ότι «τόσο ο κατηγορούμενος όσο και η οργάνωση του καταδικάζουν την βία». Ομοίως, όταν αστυνομικός δήλωνε για την επίθεση στον Κουσουρή ότι “δεν πήραμε στοιχεία των παρευρισκομένων, γούστο ο καθένας έλεγε τα δικά του”. Το ίδιο και όταν αθώωναν τον Κώστα Πλεύρη στην δική για το βιβλίο του, διατί δεν παρατήρησαν την φράση ότι οι Εβραίοι “θέλουν εκτελεστικό απόσπασμα εντός 24 ωρών”. Τα αποσπάσματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν, είναι συγκεντρωμένα από μελετητές του φαινομένου.

Αυτό που έχει σημασία όμως είναι να γίνει κατανοητό αυτό που ο Αντώνης Σαμαράς αποκρύπτει, δηλαδή ότι η Χρυσή Αυγή δεν θα είχε φτάσει εκεί που έφτασε αν δεν είχε τις πλάτες του κράτους, αλλά και να ασκηθεί η μεγαλύτερη δυνατή πίεση προκειμένου την Τετάρτη οι τρεις άνθρωποι που κρατούν στα χέρια τους την ιστορικότερη δίκη για την ακροδεξιά στην Ελλάδα, με τεράστιο ευρωπαϊκό ενδιαφέρον, να ξέρουν ότι θα πρέπει αυτή τη φορά η δικαιοσύνη να κάνει αυτό που δεν έκανε ποτέ μέχρι σήμερα: να σταθεί στο ύψος της και να καταδικάσει την ακροδεξιά βία.

Το άρθρο καταλήγει με τη μόνιμη επωδό του συστημικού λόγου κάθε φορά που βρίσκεται στριμωγμένος: τη Μαρφίν.

 εγκληματική δραστηριότητα που καλύπτεται από “πολιτική προστασία” δεν υπάρχει μόνο στην περίπτωση της ΧΑ.

​Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα, βέβαια. Που μένει κι αυτό να διαλευκανθεί.

​Γιατί και οι νεκροί της Μαρφίν ζητούν δικαίωση…»

Οι νεκροί της Μαρφίν ζητούν δικαίωση, αλλά οι συγγενείς τους αυτή τη στιγμή εμπαίζονται από το ίδιο το κράτος. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποφυγής οποιασδήποτε συζήτησης από αυτό που προσφέρει η επιστροφή στη Μαρφίν κάθε φορά που συζητείται η ακροδεξιά βία: προσφέρει ένα εντελώς ανόητο “ναι, αλλά κι εσείς”, χωρίς ποτέ να εξηγεί τι αλλάζει στο γεγονός ότι έχουμε συστηματική ανεξέλεγκτη ακροδεξιά βία δεκαετιών χωρίς τιμωρία. Ποιος καλύπτει τους δράστες της Μαρφίν; Υπάρχει κάποιος μηχανισμός; Είναι κορυφή του παγόβουνου σε ένα εκτενές φαινόμενο που έχουμε υποβαθμίσει; Καμία σοβαρή ερώτηση δεν υπονοείται σε αυτό το ακροδεξιό ρητορικό πυροτέχνημα, που είναι η μόνιμη καταφυγή κάθε ακροδεξιού που πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με την προστασία που παρείχε τόσα χρόνια το σύστημα (μηντιακό, αστυνομικό και δικαστικό) στη δράση της Χρυσής Αυγής.

Για την αναφορά σε «τείχος δημοκρατίας» απέναντι στη Χ.Α. με Σαμαρά και Μητσοτάκη, η «Εφ.Συν» κατηγορήθηκε ότι κάνει μία τεράστια παραχώρηση στην αυτοπεριγραφή της Δεξιάς, που θέλει να διεκδικήσει παράσημα αντιφασιστικής δράσης στο πάρα πέντε, αποσιωπώντας την πολλαπλή στήριξη που παρείχε στη Χρυσή Αυγή για να φτάσει στη δολοφονία Φύσσα, ενώ παράλληλα ξεχνάει τους χιλιάδες κόσμου που βρέθηκαν ξανά και ξανά στους δρόμους, προστατεύοντας την ελληνική κοινωνία από περισσότερο φασιστικό και ρατσιστικό δηλητήριο.

Το σκεπτικό όμως είναι ότι αυτή τη στιγμή αναμένουμε μία απόφαση δικαστηρίου την οποία θα λάβουν τρεις δικαστές, και όχι το αντιφασιστικό κίνημα. Είναι πολύ θετικό που δόθηκε το βήμα σε έναν νυν και κι έναν πρώην πρωθυπουργό της ΝΔ να γράψουν την ανάλυσή τους για το ζήτημα, κάτι που μάλλον δεν θα διαβάζαμε αν δεν ήταν η «Εφ.Συν». Παράλληλα, για το δικαστήριο είναι κρίσιμη παράμετρος ότι αυτή την στιγμή (υποκριτικά και κατόπιν εορτής, έστω) υπάρχει διακομματική καταδίκη. Αυτή η κομματική συναίνεση μπορεί να αφήνει αδιάφορους τους αντιφασίστες, αλλά εκτιμούμε ότι είναι δύσκολο να πει κανείς ότι είναι αντικειμενικά ασήμαντη για την έκβαση της δίκης. Το αν την Τετάρτη θα υπάρξει καταδίκη ή αν θα ζητήσουμε από τις χρυσαυγίτες συγγνώμη για την ταλαιπωρία και θα τους δώσουμε και οκτώ εκατομμύρια ευρώ, όλοι καταλαβαίνουμε ότι είναι κρίσιμο για τη συνολική πορεία της ακροδεξιάς στην Ευρώπη.

Τα επιχειρήματα με τα οποία κανείς μπορεί να κρίνει ότι ποτέ δεν πρέπει να επιτρέπουμε στον Σαμαρά να παριστάνει τον αντιφασίστα με την στήριξη μας, είναι κατανοητά και εύλογα. Είναι όμως επιχειρήματα που εφαρμόζονται εκεί που πρέπει και την αυριανή ημέρα να καταδικαστεί και ο φασισμός της Χρυσής Αυγής: Στον δρόμο.  Το να παρουσιάζεται η Εφ.Συν ως πλυντήριο, με την στάση που έχει κρατήσει, δημοσιογραφικά και ερευνητικά, είναι απώλεια του μέτρου και σε πολλές αντιδράσεις κατέληξε σε μεγάλη προσβολή για το μέσο, τη δουλειά του όλα αυτά τα χρόνια και τη σημασία της.

Ο τωρινός πρωθυπουργός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλά στην αρχή της παρέμβασής του για την εξήγηση του φαινομένου της Χρυσής Αυγής:

Το δίδαγμα από την πολύχρονη επέλαση της ντροπής είναι πως μήτρα της υπήρξε ο τυφλός λαϊκισμός. Ήταν αυτός που καθιέρωσε το ψέμα στον δημόσιο διάλογο. 

Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλάει για τη μήτρα του λαϊκισμού, το τέχνασμα είναι γνωστό και δοκιμασμένο: υπάρχει από τη μία μεριά το μετριοπαθές κέντρο, που το εκπροσωπεί το κόμμα του και όσα του μοιάζουν, και από την άλλη τα λαϊκιστικά άκρα, που ρέπουν προς τον αντικοινοβουλευτισμό και τη βία.

Μιλά για ψέμα ο άνθρωπος που δεν μπορεί να μας πει μία φράση, όπως τον αριθμό των ενεργών ΜΕΘ στη χώρα, χωρίς να ανατρέξουμε σε ειδικούς για να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Και ενοχλείται από τη βία της Αριστεράς, που οφείλεται στο αντιμνημόνιο και τους αγανακτισμένους, ο άνθρωπος που έχει στο πλάι του πολιτικούς σαν τον Βορίδη και τον Γεωργιάδη, συνειδητούς υπερασπιστές της ακροδεξιάς σε όλη την πολιτική τους διαδρομή. Το υπονοούμενο επιχείρημα είναι σαφές: κάθε φωνή αντίρρησης στην πολιτική της κυβέρνησης, θα αποτελεί λαϊκιστική παρεκτροπή, που θα αντιμετωπίζεται συλλήβδην ως μήτρα τυφλής βίας.

Αναφέρει ότι “αρνηθήκαμε οποιαδήποτε σύμπλευση με τους εκπροσώπους του ακόμη και σε απλές ψηφοφορίες της Βουλής”, σαν μην έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας μηνύματα εκ μέρους του Μπαλτάκου που τους καθοδηγούσαν για τη στάση που θα κρατούσαν σε συγκεκριμένες ψηφοφορίες. Σαν να μην υπήρχε σύμπλευση πολύ πρόσφατα, στα συλλαλητήρια του Μακεδονικού και στην ακροδεξιά ατζέντα καταδίκης της Συμφωνίας των Πρεσπών ως προδοτικής και κατάπτυστης.

Όταν ο Ζούμπος έλεγε στον Κασιδιάρη:

«Με είπε [sic] Μπαλτάκος ότι αύριο 12:00 στην Επιτροπή για τα Ναρκωτικά με τα άρθρα 62 και 83 του Ρουπακιώτη, πρέπει να ‘μαστε παρόντες. Η ψηφοφορία θα γίνει με ανάταση χεριών. Επίσης μου ‘πε για Πέμπτη, την τροπολογία των 85 για γένος στις Στρατιωτικές Σχολές. Του ‘πα είμαστε ενήμεροι!»

Όταν γράφει ο πρωθυπουργός:

 μέσα στην άμορφη αντίδραση οι ένοχοι γίνονται αόρατοι. Έχουν, συνεπώς, ευθύνες εκείνες οι δυνάμεις που, στο όνομα του πρόσκαιρου συμφέροντος, άφησαν χαραμάδες, ώστε το παρακράτος ν’ ανοίξει την πόρτα της πολιτικής.

Αναρωτιόμαστε, ποιο είναι αυτό το παρακράτος, που παραδέχεται ο ίδιος ότι υπάρχει; Υπάρχουν εξωθεσμικοί μηχανισμοί που τους έχει υπόψη του; Ποιος τους ορίζει και ποιον εξυπηρετούν;

Οι παρεμβάσεις του τέως και του νυν πρωθυπουργού της Δεξιάς κάνουν κάτι αναμενόμενο: ισχυρίζονται ότι οι ίδιοι είναι αθώοι, κεντρώοι, φιλελεύθεροι, ότι γνωρίζουν τη διαφορά μεταξύ πατριωτισμού και εθνικισμού, ότι σέβονται τη νομιμότητα και ότι ευθύς εξαρχής και κατάλαβαν και καταδίκασαν τη φασιστική ακροδεξιά βία. Δεν ισχύει αυτό, όπως δεν ίσχυε μέχρι πολύ πρόσφατα, όταν ο Μητσοτάκης έλεγε ως ότι μήτρα της τρομοκρατίας είναι η Αριστερά.

Στην καταδίκη λοιπόν του φασισμού, έγινε και πάλι σαφές ότι παραμένουμε σε δύο διαφορετικούς κόσμους.

Ο ένας τη ζητάει, με κάθε θεμιτό μέσο, στους δρόμους, στα δικαστήρια και στον δημόσιο λόγο. Έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο λόγω των εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που φώναξαν, ξανά και ξανά, των συγγενών των θυμάτων που δεν σώπασαν, μαρτύρων που κατέθεσαν χωρίς φόβο, δικηγόρων που έδωσαν την ψυχή τους για την Πολιτική Αγωγή, δημοσιογράφων (με πρώτο τον Δημήτρη Ψαρρά) που έκαναν τη δουλειά τους με θαυμαστό τρόπο και συνέπεια.

Ο άλλος τον εργαλειοποιεί, τον χαϊδεύει, με την αμέριστη συμβολή ΜΜΕ αν χρειαστεί, τον τρέφει ή τον διώκει, τον χρησιμοποιεί για να χτυπήσει πολιτικούς αντιπάλους, για μικροπολιτικά οφέλη, ή για να προστατευθεί από τωρινή και μελλοντική κριτική κι αντιδράσεις. Και τον καταδικάζει μόνο υπό την πίεση του κόσμου και μετά από το αίτημα ενός μέσου που τον αναγκάζει να τοποθετηθεί. Πέρα από το θεσμικό κομμάτι, τα άρθρα αυτά είναι εξόχως χρήσιμα (και σε αυτό έκανε πολύ καλά η «Εφ.Συν» που έδωσε τον χώρο) για να θυμηθούμε τι ζήσαμε και πού ζούμε.