Όταν, συνέπεια της χρεοκοπίας και των μνημονίων, το κοινωνικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης κατέρρευσε και το κράτος/σύστημα δεν μπορούσε να εμφανιστεί ως ο εγγυητής του γενικού συμφέροντος.

Τόπε συσσωρεύτηκαν πολλά ανεκπλήρωτα κοινωνικά αιτήματα τα οποία, ακριβώς επειδή δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν, έγιναν μαχητικές διεκδικήσεις που υπερέβησαν τον μερικό/διαφορικό χαρακτήρα τους σχηματίζοντας μια αλυσίδα ισοδυναμίας, διχοτομώντας, παράλληλα, το κοινωνικό σώμα ανάμεσα στη μνημονιακή ελίτ και τον αντιμνημονιακό λαό. Αυτή την αλυσίδα ισοδύναμων διεκδικήσεων, η οποία συμπυκνώθηκε στο αντιμνημόνιο, εξέφρασε ο Αλέξης Τσίπρας.

 

Η επιστροφή στην κανονικότητα

Η λαϊκιστική στιγμή, ωστόσο, έλαβε τέλος τον Σεπτέμβρη του 2015, με τις δεύτερες εκλογές, όταν τα μνημόνια εμπεδώθηκαν ως η νέα κανονικότητα και ο αντιμνημονιακός λαός αποδιαρθρώθηκε σε μυριάδες ενικότητες που διεκδικούν να ικανοποιήσουν τα όποια (ψαλιδισμένα) αιτήματά τους με θεσμικό τρόπο. Το σύστημα έπαψε να αμφισβητείται και η ενότητα του κοινωνικού σώματος μερικώς αποκαταστάθηκε (μερικώς διότι ο ταξικός ανταγωνισμός παραμένει, αλλά οι υποτελείς δεν βρίσκουν έκφραση ως τάξη στην πολιτική βαθμίδα).

Αυτή τη νέα, θεσμική, πραγματικότητα εξέφρασε επιτυχημένα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εμφανιζόμενος ως ο καλύτερος διαχειριστής που θα φέρει ανάπτυξη, δουλειές και μείωση φόρων και ύστερα ως κυβέρνηση με τα επιδόματα και τις απευθείας αναθέσεις.

Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και παλιότερα, όταν τον Ανδρέα Παπανδρέου διαδέχτηκε ο Κώστας Σημίτης. Αν ο πρώτος ενσάρκωνε τη λαϊκιστική στιγμή, ο δεύτερος προσωποποίησε  την αποκατάσταση της θεσμικής κανονικότητας. Ούτως η άλλως η κοινωνία δεν μπορεί να είναι εσαεί τόσο έντονα διχασμένη και ο λαός σε μόνιμη κινητοποίηση.

Στην ίδια πραγματικότητα εξακολουθούμε να είμαστε και σήμερα, για αυτό ο επόμενος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να έχει τα χαρακτηριστικά του λαϊκιστή ηγέτη που είχε ο Τσίπρας: τον διχαστικό, πολωτικό λόγο, τις γενικόλογες θέσεις αλλά και το επικοινωνιακό χάρισμα, τη «χημεία» με τον λαό.

Αναπόφευκτα θα έχει το προφίλ του υπεύθυνου και κυρίως αξιόπιστου διαχειριστή που μπορεί να εξασφαλίσει σταθερότητα και ανάπτυξη και να διαμεσολαβήσει αποτελεσματικά τα μερικά αιτήματα των επιμέρους κοινωνικών συμφερόντων στο κράτος.

Η υποψήφια με τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι αναμφίβολα η Έφη Αχτσιόγλου. Διαθέτει καλές σπουδές, αστική παιδεία και διαχειριστική εμπειρία από τη θητεία της στο Υπουργείο Εργασίας, από την οποία όμως, σε αντίθεση με την συνυποψήφιό της, Ε. Τσακαλώτο, δεν χρεώθηκε τη μνημονιακή πολιτική.

Ως δημόσια παρουσία, εκπέμπει σοβαρότητα και μετριοπάθεια που είναι προϋποθέσεις για την απεύθυνση στο κέντρο. Η απουσία (ισχυρού) πολιτικού στίγματος δεν είναι μειονέκτημα αλλά μάλλον ατού, αφού τη διευκολύνει, με την κατάλληλη επικοινωνιακή πλαισίωση, να εκφράσει πιο πειστικά το εν λόγω προφίλ.

Ούτε η έλλειψη επικοινωνιακού χαρίσματος και καλής «χημείας» με τον κόσμο είναι πρόβλημα, αφού όπως είδαμε, ο κόσμος σήμερα δεν ψάχνει κάποιον σωτήρα αλλά έναν καλό διαχειριστή. Πόση χημεία να έχεις με έναν διαχειριστή;

 

Η ατυχία του Ευκλείδη Τσακαλώτου

Για τους ίδιους λόγους γίνεται εμφανές γιατί δεν έχει πολλές ελπίδες η υποψηφιότητα του Ευκλείδη Τσακαλώτου. Παρόλο που και εκείνος διαθέτει (ακόμα καλύτερες σπουδές) και αστική παιδεία, ενώ μπορεί να επαίρεται και για τη θητεία του στο Υπουργείο Οικονομικών, την έξοδο από τα μνημόνια, τη ρύθμιση του χρέους κλπ.

Ταυτόχρονα όμως, είναι ταυτισμένος με την «υπερφορολόγηση» της μεσαίας τάξης και κυρίως, κουβαλά ένα ισχυρό πολιτικό στίγμα, ως ηγέτης της αριστερής τάσης του ΣΥΡΙΖΑ, γνωρίσματα που στο σύνολό τους, δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη στους κεντρώους ψηφοφόρους, το νέο ιερό δισκοπότηρο των πολιτικών σχεδιασμών.

Επιπλέον, ο Τσακαλώτος απευθύνεται σε έναν αριστερό κόσμο ο οποίος σήμερα δεν υπάρχει, διότι έπαψαν να υφίστανται τα συνδικάτα και οι μαζικές οργανώσεις που αναπαρήγαγαν μια ταξική, αριστερή κουλτούρα. Ο λαός αυτός ανασυντέθηκε εν μέρει το 2010 – 13 μέσα από τις μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις, αλλά περισσότερο με λαϊκιστικά παρά αριστερά χαρακτηριστικά.

Τέτοιοι αγώνες όμως, με την ανάλογη ένταση και έκταση, δεν υφίστανται εδώ και πολλά χρόνια, οπότε η επίκληση στον κόσμο της εργασίας και της Αριστεράς δεν συγκινεί πολλούς. Για αυτό και η Έφη Αχτσιόγλου στην ανακοίνωση της υποψηφιότητάς της, αναφέρθηκε στους «πολλούς» και όχι στον λαό, ενώ χρησιμοποίησε την έννοια «Αριστερά» μόλις μία φορά.

Σήμερα η αυτοκατανόηση και οι κοινωνικές συμμαχίες των μη προνομιούχων είναι πολύ πιο ρευστές, με το πολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενό τους να κινείται άλλοτε αριστερά και άλλοτε πιο δεξιά, εξ ου και είδαμε τη ΝΔ να επικρατεί στις περισσότερες λαϊκές περιοχές.

 

Έφη ante portas

Αν η παραπάνω ανάλυση είναι σωστή, η Έφη Αχτσιόγλου θα είναι η επόμενη πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Και για να καταστήσει εκ νέου το κόμμα της σοβαρό διεκδικητή της κυβέρνησης, θα προσπαθήσει να μιμηθεί, όχι τον Τσίπρα, αλλά τον πρωθυπουργό, να γίνει, δηλαδή, μια πιο κεντροαριστερή εκδοχή του Μητσοτάκη – μια Μητσοτάκης με ανθρώπινο πρόσωπο.

Το αν θα τα καταφέρει βέβαια είναι ανοικτό. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να επιβάλλει στο κόμμα τη νέα γραμμή και να βρει τα πρόσωπα που θα την επικοινωνήσουν αποτελεσματικά προς τα έξω, με συνέπεια και συστηματικότητα. Πράγματα καθόλου εύκολα για όσους γνωρίζουν την ανθρωπογεωγραφία του ΣΥΡΙΖΑ.

Ύστερα, θα πρέπει να επιδοθεί στη δική της «τριγωνοποίηση», υιοθετώντας θέσεις τόσο από το κέντρο όσο και από την Αριστερά, σε μια νέα επιδέξια σύνθεση που θα γεφυρώνει την αντίθεση των δύο που συνεχίζει να υφίσταται, παρόλο που η ίδια την αρνήθηκε στην ανακοίνωση της υποψηφιότητάς της.

Θα χρειαστεί επίσης να δημιουργήσει σοβαρούς δεσμούς με την ολιγαρχία, ιδίως των ΜΜΕ, αφενός για να εξασφαλίσει την απαραίτητη φιλική ή έστω ουδέτερη προβολή από τα πανίσχυρα μέσα τους, αφετέρου και κυρίως, για να την καθησυχάσει ότι δεν την απειλεί, ώστε να θέλει με κάθε τρόπο να αποκλείσει την επάνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση.

Δύσκολο, με δεδομένο το πρόσφατο παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όχι ακατόρθωτο, καθώς ήδη σημαντικά τμήματα της ολιγαρχίας δεν αισθάνονται άνετα με τη μονοκρατορία του Μητσοτάκη, στη συνεχή διαπραγμάτευση που κάνουν μαζί του για την ικανοποίηση των συμφερόντων τους. Ένας σοβαρός, πλην όμως αξιόπιστος, διεκδικητής της κυβέρνησης – που δεν φαίνεται να είναι ο Νίκος Ανδρουλάκης και το ΠΑΣΟΚ – θα περιορίσει την αλαζονεία του Μητσοτάκη και θα τον καταστήσει πιο δεκτικό στις απαιτήσεις της. Αν όχι, θα μπορεί κάλλιστα να αντικατασταθεί.

 

Η αβάστακτη ελαφρότητα της κανονικότητας

Εν ολίγοις, ο δρόμος προς την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ανοικτός για την Έφη Αχτσιόγλου και ίσως για την πρωθυπουργία (το δεύτερο υπό πολλές και δύσκολες προϋποθέσεις). Η υποψηφιότητά της συγκεντρώνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που απαιτεί η ένα πολιτική πραγματικότητα της «κανονικότητας», όπου οι εκλογές κερδίζονται στο «κέντρο». Αυτό καλείται να εκφράσει, αποσπώντας το από τον Μητσοτάκη. Και μοιάζει να έχει όλα τα προσόντα για να το πετύχει.

Αλλά η κανονικότητα δεν είναι ποτέ ευκαιρία για την Αριστερά, είχε πει σε μια συνέντευξή της η Ε. Αχτσιόγλου, το 2021. Αν παραμένει συνεπής στα λεγόμενά της, τότε διά της ατόπου απαγωγής, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να πάψει να είναι Αριστερά για να έχει ξανά την ευκαιρία να κυβερνήσει.

Θα ήταν όμως μέγιστη ειρωνεία αν, αφότου εκλεγεί πρόεδρος, η συγκυρία αλλάξει εκ νέου απότομα, με την κανονικότητα να μας αφήνει χρόνους και τον επάρατα λαϊκισμό να επιστρέφει. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρεθεί με μία «κανονική» πρόεδρο, σε μη «κανονικές» συνθήκες.