Υπάρχει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο κάθε φορά που γίνεται θόρυβος ή λαμβάνεται κάποιο θεσμικό μέτρο για τις τηλεοπτικές άδειες, έστω κι αν αυτό συμβαίνει κυριολεκτικά «μια φορά στα 10 χρόνια». Όπως και το 2004 όταν η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή θέλησε να περάσει τις περίφημες διατάξεις περί «βασικού μετόχου» στα ΜΜΕ ώστε να υφίσταται ασυμβίβαστο μεταξύ εργολήπτη του δημοσίου και «καναλάρχη», έτσι και σήμερα που έρχεται ένα νομοσχέδιο για την παροχή τηλεοπτικών αδειών, οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης ξαφνικά … «ξυπνούν» και ανακαλύπτουν ότι υπάρχει πρόβλημα συμβατότητας με το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Άσχετα από τον ειλικρινή η όχι χαρακτήρα των προθέσεων της εκάστοτε κυβέρνησης να παρέμβει στο επιχειρηματικό τοπίο των Μέσων Ενημέρωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φροντίζει να κάνει σαφές έναν απλό κανόνα: Η ενημέρωση (και ως εκ τούτου οι συχνότητες, οι ψηφιακές πλατφόρμες, το νομοθετικό πλαίσιο) θα ελέγχονται κατευθείαν και χωρίς κρατικούς μεσάζοντες, από τα συμφέροντα εκείνα που εμφορούνται από τις «ευρωπαϊκές αξίες». Κι αν αναρωτιέται κανείς γιατί …τόση ευαισθησία αρκεί να θυμηθεί πως συμπεριφέρθηκαν τα τηλεοπτικά κανάλια την εβδομάδα που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου. Τότε που το σύστημα αξιών της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης, ο βαθιά ταξικος, νεοφιλελεύθερος και απολυταρχικός χαρακτήρας της τέθηκε υπό την λαϊκή κρίση…
Αυτό είναι κάτι που γνωρίζει πολύ καλά η εγχώρια διαπλοκή, μια και οι δίαυλοι επικοινωνίας της με τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε είναι μονίμως ανοιχτοί. Για τον λόγο αυτό έχουν ήδη προαναγγελθεί επιστολές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού της Κομισιόν που θεωρούν νόθευση των επιχειρηματικών κανόνων το «σπάσιμο» του μονοπωλίου της DIGEA (εταιρία με μετόχους όλους τους γνωστούς καναλάρχες). Για τον ίδιο λόγο «ψήνονται» – όπως ακούγεται- προσφυγές σε ευρω-θεσμούς προκειμένου να μην λειτουργήσει κανένας (έστω και ανεπαρκής) κανόνας στην λειτουργία των επιχειρήσεων στον χώρο των media. Και αναμένονται ίσως κι άλλα.
Φυσικά δεν ήταν δυνατόν να λείπουν από αυτή την ιστορία οι συνήθεις πολιτικοί σύμμαχοι, αυτοί που επί δεκαετίες τώρα στηρίζουν το υπάρχον καθεστώς. Έτσι ανέλαβαν ήδη δράση…
Πολιτική στήριξη στην διαπλοκή από την Ν.Δ ….
Ενδεικτικά, αλλά και αποκαλυπτικά ως προς αυτό είναι τα όσα είπε μιλώντας στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, όπου συζητήθηκε το επίμαχο νομοσχέδιο ο εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας Ε.Αυγενάκης.
Υπερασπίστηκε κατ’ αρχήν την επιλογή της δημιουργίας ενός ιδιωτικού ψηφιακού μονοπωλίου στον χώρο της ψηφιακής μετάδοσης, την περίφημη DIGEA λέγοντας ότι «την περίοδο 2012-2014 πραγματοποιήθηκε με επιτυχία, η επιστροφή των συχνοτήτων εκπομπής τηλεοπτικού σήματος από τους τηλεοπτικούς σταθμούς, με εγγυητή την Ε.Ε.Τ.Τ.. Έγινε η παραχώρηση κατόπιν διεθνούς διαγωνισμού των συχνοτήτων επίγειας ψηφιακής τηλεόρασης, στην εταιρεία DIGEA». Ξεκαθάρισε δε ότι τα αποτελέσματα αυτού του διαγωνισμού δεν πρέπει να αλλάξουν αλλιώς θα υπάρξουν πρόστιμα . Όπως είπε «έχουμε και έναν διεθνή διαγωνισμό καλώς ή κακώς και όρους και προϋποθέσεις περί ανταγωνιστικότητας, σύμπραξης δεύτερου, τρίτου, τέταρτου. Εδώ είμαστε νομοθετική εξουσία, δεν είμαστε εκτελεστική. Άρα, καλό είναι να θέτουμε αυτούς τους προβληματισμούς, διότι αύριο μεθαύριο, αν κληθεί για παράδειγμα το κράτος να πληρώνει αποζημιώσεις με ποσά υπέρογκα, θα γλυτώσουμε 3 δραχμές από εδώ ή 5 ευρώ από εκεί, αλλά από την άλλη θα κληθούμε να καταβάλλουμε πολλαπλάσια χρήματα».
Μάλιστα επί της ουσίας ισχυρίστηκε ότι ήδη κινούνται οι σχετικές διαδικασίες δηλώνοντας στην επιτροπή της Βουλής πως «έχω όμως εδώ κάτι που αφορά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού, που ήδη έχει χτυπήσει καμπανάκια. Δείχνει ότι η ΕΕ που δεν την αγαπάμε μόνο όταν μας αρέσει αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς μπαίνει στα πόδια μας χωρίς να το επιθυμούμε, έχει ήδη κτυπήσει καμπανάκια. Αυτό προς γνώση όλων». Μετά από όλα αυτά ο Ε.Αυγενάκης κατέληξε λέγοντας πως «το σχέδιο νόμου αγνοεί κανόνες ευρωπαϊκούς και φυσικά κανόνες και νόμους του ελληνικού κράτους. Δεν μπορεί να σταθεί, είναι διάτρητο, έχει σημαντικά νομικά ζητήματα και θα καταπέσει μετά από ελάχιστο χρόνο».
Ένα ακόμα στοιχείο που χαρακτήρισε την ρητορική της Νέας Δημοκρατίας, ήταν η πεποίθηση ότι δεν χρειάζεται οι τηλεοπτικές άδειες να δοθούν μέσω μίας ελεγχόμενης για το περιεχόμενό της και τους όρους παραχώρησης διαδικασία, διότι κάτι τέτοιο είναι … «ξεπερασμένο» και «παρωχημένο» όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε. Μάλιστα στο σημείο αυτό συνηγόρησε και το ΠΑΣΟΚ.
«Ένας τέτοιος διαγωνισμός θα είχε νόημα στην εποχή της αναλογικής τηλεόρασης, όπου τα κανάλια για να εκπέμψουν χρειάζονταν το σπάνιο πόρο, που βεβαίως τότε ήταν οι συχνότητες. Πλέον, δεν αποτελεί σπάνιο πόρο» είπε χαρακτηριστικά ο προαναφερθείς Ε.Αυγενάκης, για να συμπληρώσει αργότερα η βουλευτής της Ν.Δ Κ.Παπακώστα πως «δεν υπάρχει πουθενά αλλού τέτοιο καθεστώς ως προς την προκαταβολή εγγυήσεων για την παραχώρηση των δικαιωμάτων εκπομπής. Αυτό, δεν υπάρχει σε καμία χώρα της Ευρώπης, όπως δεν υπάρχει και μια σειρά από άλλα ζητήματα».
… αλλά και το ΠΑΣΟΚ
Στην ίδια λογική και ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ Θ.Παπαθεοδώρου επισήμανε ότι «ο κλειστός αριθμός θα είχε νόημα αν βρισκόμασταν σε προηγούμενο τεχνολογικό στάδιο, όπου εκεί το σήμα ήταν αναλογικό. Πραγματικά, πιστεύουμε ότι σε ένα ψηφιακό, τηλεοπτικό πεδίο με τις ψηφιακές πλατφόρμες, μπορούμε να έχουμε τεχνολογικά περιορισμένο αριθμό αδειών; Μήπως ο περιορισμός των τηλεοπτικών αδειών, οδηγεί αναπόδραστα στον περιορισμό του τηλεοπτικού πλουραλισμού;» Παράλληλα σε μία πρωτοβουλία με σαφέστατο νόημα ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ Ανδ.Λοβέρδος έθεσε το ερώτημά του στην κυβέρνηση «εάν υπάρχει αλληλογραφία σας (σ.σ εννοούσε τον Ν.Παππά) ή του κυρίου Σπρίντζη με την Ε.Ε. και εάν είστε σε θέση να μας καταθέσετε την αλληλογραφία αυτή;»
Είναι βέβαιο ότι η πλειοψηφία των πολιτών έχει εδώ και καιρό βγάλει τα συμπεράσματά της για την ποιότητα της τηλεοπτικής ενημέρωσης που παρέχεται. Έχει σαφή εικόνα για το πόσο βαθιά είναι η διαπλοκή πολιτικού συστήματος- τραπεζιτών- κυρίαρχων Μέσων Ενημέρωσης. Δικαίως αναζητά στοιχειώδη νομιμότητα και έλεγχο όσων κερδίζουν (άμεσα ή έμμεσα) δισεκατομμύρια από την χρήση του δημόσιου αγαθού των συχνοτήτων και απαιτεί διαφάνεια και δημοκρατία στο τρόπο που ενημερώνεται.
Ίσως όμως έχει έρθει η στιγμή να αναρωτηθεί αν αυτές -έστω αυτές- οι αξίες «χωράνε» στο υφιστάμενο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αν μπορεί κάτι να αλλάξει χωρίς οι γραπτοί και άγραφοι κανόνες του να αμφισβητηθούν έμπρακτα…