Μια κόντρα μεταξύ δύο κάποτε ισχυρών αντιπάλων έχει αναζωπυρωθεί με φόντο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Όλα ξεκίνησαν όταν ο πρώην Πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, με άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο», είχε αναφερθεί στο παρασκήνιο της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου του 1999 σχετικά με σχέδιο εκκίνησης της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην ΕΕ.

Στο άρθρο του στα Νέα, το οποίο επαναφέρθηκε στην επικαιρότητα, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του, ο Κώστας Σημίτης κατηγορεί τον Κώστα Καραμανλή για επιδεικτική αδιαφορία για τα διπλωματικά κεκτημένα της χώρας μας έναντι της Τουρκίας, παρ’ όλο που δεν είχε τακτοποιήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα, όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα. Επιρρίπτει μάλιστα στον διάδοχό του στην πρωθυπουργία την ευθύνη για την αλλαγή στρατηγικής που άφησε την Ελλάδα μόνη της απέναντι στον Ερντογάν.

Τον Δεκέμβριο του 2004, όταν σύμφωνα με την απόφαση του Ελσίνκι, πραγματοποιήθηκε η Σύνοδος Κορυφής για να αποφασιστεί η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο  Κώστας Καραμανλής. Στη Σύνοδο αποφασίστηκε η εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας και όπως επισημαίνει ο Κώστας Σημίτης «Ο κ. Καραμανλής και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, σε αντίθεση με τις μεγαλοστομίες της εποχής της αντιπολίτευσης, έδειξαν εξαρχής δείγματα μίας γενικευμένης απάθειας απέναντι στις εξελίξεις».

«Ο κ. Καραμανλής ήρθε στο Μαξίμου συνοδευόμενος από τον σύμβουλό του κ. Μολυβιάτη. Αφού αναφέρθηκα στα τρέχοντα οικονομικά προβλήματα, θέλησα να θίξω το θέμα των σχέσεων με την Τουρκία. Ο κ. Καραμανλής με διέκοψε αμέσως αναφέροντας ότι στα θέματα αυτά έχει διαφορετικές απόψεις και δεν χρειάζεται πληροφόρηση. Προσέθεσε ότι ο κ. Μολυβιάτης είναι κατ’ εξοχήν αρμόδιος για την αντιμετώπισή τους. Ο κ. Μολυβιάτης πήρε αμέσως μετά τον λόγο και δήλωσε ότι η νέα κυβέρνηση θα εφαρμόσει τη δική της πολιτική, που είναι διαφορετική από εκείνη της κυβέρνησής μου. Μετά την παρατήρηση αυτή, η συζήτηση στράφηκε σε άλλα θέματα, άσχετα προς την εξωτερική πολιτική» προσθέτει ο Κώστας Σημίτης.

O πρώην πρωθυπουργός της Νέας Δημοκρατίας, Κώστας Καραμανλής, λίγες ημέρες αργότερα, με δήλωση απάντησε ότι «η κυβέρνηση Σημίτη διαπραγματευόταν με την Τουρκία αποκλειστικά το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ». Όπως τόνισε ο κ. Καραμανλής «μοναδικό θέμα προς επίλυση με την Τουρκία: η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ».

Η απάντηση που ήρθε συγκεκριμένα μέσω ανακοίνωσης του πρώην υπουργού του Κώστα Καραμανλή, Σάββα Τσιτουρίδη,  αναφέρει: «Προσωπικές ”δεσμεύσεις” του παρελθόντος και το γεγονός ότι βασικοί πυλώνες της σημιτικής περιόδου ”κοσμούν” το σύστημα Μητσοτάκη καθιστούν προφανές το γιατί δεν αντιδρά κανείς από τη σημερινή ΝΔ σε απαράδεκτες προκλήσεις του κ. Σημίτη σχετικά με την πολιτική του Κώστα Καραμανλή και της κυβέρνησής του στα ελληνοτουρκικά. Με απλά λόγια, η κυβέρνηση Καραμανλή διεφώνησε -και ορθώς- με τον πρωθυπουργό των Ιμίων και της Μαδρίτης, που δεχόταν να βάλει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων απαράδεκτα τουρκικά αιτήματα, που σε καμία περίπτωση η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να αποδεχτεί. Ούτε τότε ούτε τώρα. Τόσο απλά».

Ολόκληρη η απάντηση του Κώστα Καραμανλή:

Συνεχίζει ο κ. Σημίτης να γράφει για τη λεγόμενη «επιτυχία» του Ελσίνκι. Έχω πάντα επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσο αυτές οι δημόσιες τοποθετήσεις διευκολύνουν τον χειρισμό κρίσιμων εθνικών θεμάτων και, μάλιστα, σε μια δύσκολη φάση τους που είναι τώρα σε εξέλιξη. Όμως, η εμμονή και η συνεχής επανάληψη επιβάλλουν να ειπωθούν τελικά κάποια πράγματα, για λόγους ιστορικής ακρίβειας. Και αφού παραβλέψω την αναφορά σε μια συνάντηση που δεν έγινε ποτέ με αυτήν τη σύνθεση και με αυτό το περιεχόμενο.

Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: η δήθεν «επιτυχημένη» στρατηγική του Ελσίνκι οδηγούσε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, την ελληνική κυριαρχία νησιών και βραχονησίδων, στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης! Από τα Ίμια μέχρι το Ελσίνκι, η κυβέρνηση Σημίτη ζητούσε ουσιαστικά από ΗΠΑ και Ευρωπαίους εταίρους να ωθήσουν την Τουρκία να προσφύγει στη Χάγη εναντίον μας για τα Ίμια και τις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες». Φρόντιζε να συμπεριληφθούν αντίστοιχες προβλέψεις στα επίσημα Ευρωπαϊκά κείμενα. Δεν έχει ξανασυμβεί κράτος, και μάλιστα Ευρωπαϊκό, να ζητά από όλον τον κόσμο να θέσει τρίτο κράτος σε δικαστική αμφισβήτηση την εδαφική του ακεραιότητα! Με τη συμφωνία της Μαδρίτης τον Ιούλιο 1997, έγινε και ένα ακόμα σοβαρό ολίσθημα. Αναγνώρισε ότι η Τουρκία έχει νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική της κυριαρχία και ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ασκήσει μονομερώς κανένα δικαίωμά της! Προφανώς ούτε το μονομερές δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, όπως ρητά προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο για όλες τις χώρες.

Το 1999 με το Ελσίνκι, η ΕΕ ως Πόντιος Πιλάτος θα προωθούσε την προσφυγή της Τουρκίας στη Χάγη εναντίον μας για «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα», μέχρι τα τέλη του 2004! Όχι μόνο για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ που είναι η μόνη διαφορά που αναγνωρίζουν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1974. Και όχι από κοινού με την Ελλάδα με συνυποσχετικό. Μονομερώς! Δηλαδή, η Τουρκία θα προσδιόριζε μόνη της τα επίδικα θέματα. Και, καθώς η Ελλάδα αποδεχόταν ακόμα τότε την υποχρεωτική δικαιοδοσία της Χάγης, δεν θα είχε επιλογή. Αυτομάτως αποδεχόταν το άνευ προηγουμένου: ότι εδάφη της, κυριαρχία της και ό,τι άλλο θεωρούσε η Τουρκία «συναφές» θα ετίθεντο υπό δικαστική αίρεση. Και, ενώ στο Ελσίνκι η Τουρκία κέρδιζε αυτό που διακαώς επεδίωκε επί 36 χρόνια, δηλαδή τον χαρακτηρισμό της ως υποψήφιας χώρας για ένταξη στην ΕΕ, η Ελλάδα δεν φρόντισε να λάβει ως αντάλλαγμα ούτε καν τα αυτονόητα: την άρση του casus belli και τον έμπρακτο σεβασμό από την Άγκυρα του διεθνούς δικαίου στο σύνολό του, ιδίως δε του Δικαίου της Θάλασσας. Αντιθέτως, θέταμε οι ίδιοι την εδαφική μας ακεραιότητα υπό επανεξέταση.

Στο άρθρο του κ. Σημίτη αναφέρεται μάλιστα ότι διαφορά μας προς επίλυση με την Τουρκία δεν είναι μόνον η υφαλοκρηπίδα, αλλά και τα χωρικά μας ύδατα! Από πότε; Και μας εγκαλεί ότι τάχα δεν αξιοποιήσαμε το Ελσίνκι, για να «επιλύσουμε» και αυτό το ζήτημα! Φαίνεται, γι’ αυτό η κυβέρνηση Σημίτη διαπραγματευόταν με την Τουρκία αποκλειστικά το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ.! Για να «επιλύσει» το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας – που το Ελσίνκι έκανε πακέτο με όλες τις τουρκικές διεκδικήσεις – με τρόπο αποδεκτό από την Τουρκία!

Το Δεκέμβριο 2004, όταν κρινόταν η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας στις Βρυξέλλες, η δική μας προτεραιότητα ήταν πράγματι η απεμπλοκή μας από το τετελεσμένο του Ελσίνκι. Πίστευα και πιστεύω ότι, πέραν της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, τίποτε άλλο από όσα θέτει η Τουρκία δεν μπορεί να τεθεί υπό διαπραγμάτευση ή δικαστική αίρεση. Το προηγούμενο του Ελσίνκι ήταν πλέον πραγματικότητα, αλλά έπρεπε να αποδυναμωθεί. Προσθέσαμε τη διατύπωση ότι στη Χάγη θα πάμε «εφόσον απαιτείται», για να αποφύγουμε να συρθούμε για θέματα που δεν υφίστανται. Διαμορφώσαμε μία νέα στρατηγική που μετέτρεπε τα προβλήματα με την Τουρκία από ελληνο-τουρκικά σε Ευρω-τουρκικά. Η ΕΕ, από το να παραπέμπει την εδαφική μας ακεραιότητα στη Χάγη, γεγονός αδιανόητο, επόπτευε πλέον η ίδια και με τη δική μας ενεργό συμμετοχή τη συμμόρφωση της Τουρκίας με τις σχέσεις καλής γειτονίας και το Διεθνές Δίκαιο, ως προαπαιτούμενο της ενταξιακής διαδικασίας (Διαπραγματευτικό Πλαίσιο με την Τουρκία, Οκτώβριος 2005).

Πρόσθετη απόδειξη των κινδύνων που περιέκλειε το Ελσίνκι είναι ότι αυτό ενταφιάστηκε και τυπικά τον Ιανουάριο 2015, από την κυβέρνηση Σαμαρά. Με δήλωση που κατέθεσε ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Ευ. Βενιζέλος στα Ηνωμένα Έθνη, η χώρα μας δεν αναγνωρίζει την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Χάγης για θέματα εδαφικής μας κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών μας υδάτων.

Είναι πράγματι αληθές ότι έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις με τον κ. Σημίτη και όσους συμμερίζονται τις απόψεις του. Για εμάς τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Δεν διαπραγματευόμαστε εθνική κυριαρχία και δεν την θέτουμε στην κρίση κανενός. Μοναδικό θέμα προς επίλυση με την Τουρκία: η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Διαφορετικές αντιλήψεις θα με βρίσκουν πάντα αντίθετο.