Σε διάγγελμα του προς τον κυπριακό λαό, ο Ν. Αναστασιάδης ξεκαθάρισε πως στις διαπραγματεύσεις με τον Ακιντζί στην Ελβετία, εξάντλησε κάθε όριο και παρά την απογοήτευση από τη στάση της τουρκοκυπριακής πλευράς, είναι αποφασισμένος να προβεί στα απαραίτητα διαβήματα για να ξαναρχίσει ο διάλογος, με παράλληλη εντατικοποίηση των διαβουλεύσεων βάσει των συμφωνηθέντων, προκειμένου να υπάρξει σύγκλιση ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Όπως υπογράμμισε, η τουρκοκυπριακή πλευρά ήθελε να συνδέσει το εδαφικό με την πολυμερή διάσκεψη. «Λυπούμαι ειλικρινά που είμαι υποχρεωμένος να καταγράψω τα αίτια της αποτυχίας», ανέφερε χαρακτηριστικά για να προσθέσει πως δεν θα αφήσει αναπάντητους ισχυρισμούς που θέλουν την ελληνοκυπριακή πλευρά να ευθύνεται για το «ναυάγιο».

Τόνισε ότι έπρεπε να συμφωνηθούν τα κριτήρια για το εδαφικό σε χάρτες, ενώ συμπλήρωσε ότι η μετάβαση στο εξωτερικό έγινε μετά από επιθυμία του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί, προκειμένου να υπάρξει διαπραγμάτευση χωρίς διαρροές, ενώ εστίασε και στα κριτήρια που μπορούν να οδηγήσουν σε επίτευξη συμφωνίας.

Συγκεκριμένα, ζήτησε την έκταση του εδάφους τουρκοκυπριακής συνιστώσας, τον αριθμό των προσφύγων που θα επέστρεφαν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και την έκταση της ακτογραμμής κάθε πολιτείας. Δήλωσε πως «κατά τις διαπραγματεύσεις και προς απόδειξη της πολιτικής μου βούλησης, αποδέχθηκα να καθορίσουμε κριτήρια με ελαφρά απόκλιση, για να οριστικοποιήσουμε την τελική ρύθμιση», ενώ κατήγγειλε ότι οι τουρκοκύπριοι πρότειναν, σε αντίθεση με όσα είχαν συμφωνηθεί, ότι οι ελληνοκύπριοι που θα επέστρεφαν δεν θα έπρεπε να ξεπερνούν τις 55.000 – 65.000, αντί του αριθμού των 75.000 – 95.000.