Δεν έχει νόημα η εξέταση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Αρκεί μόνο να ειπωθεί ότι η απόπειρα ρύθμισης του τηλεοπτικού τοπίου, αυτό το ξέφραγο αμπέλι της ολιγαρχίας, δεν έγινε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με κριτήρια τον πλουραλισμό, την προώθηση της ελευθεροτυπίας και την ενημέρωση. Αλλά με βασικό κριτήριο την διαμόρφωση ενός νέου οικοσυστήματος, περισσότερο φιλικού ή λιγότερου εχθρικού, σε σχέση με αυτό που είχε διαμορφωθεί από τα 25 χρόνια ασυδοσίας των καναλαρχών ολιγαρχων. Τα φορολογικά έσοδα από τις άδειες, αν και ευγενής σκοπός μετά από 25 χρόνια καταπάτησης της δημόσιας περιουσίας των συχνοτήτων, δεν μπόρεσαν ποτέ να αποκρύψουν ότι η ουσία του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες δεν βρισκόταν στο δημοσιονομικό όφελος
Τα παραπάνω όμως δεν συνεπάγονται αυτόματα και την τέλεση αδικημάτων και προφανώς δεν αναιρούν το γεγονός ότι η καταδίκη του Ν. Παππά λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές έχει ξεκάθαρα πολιτικό χαρακτήρα.
Αποτυπώνει όμως:
- Τον ερασιτεχνικό τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μετεωριζόμενη ανάμεσα στην επίκληση των λαϊκών συμφερόντων και την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου, επιδίωξε την “κάθαρση” των συχνοτήτων, βάζοντας στο παιχνίδι επιχειρηματίες και “επιχειρηματίες”, που όχι απλά δεν έπαιξαν τον ρόλο για τον οποίο προορίζονταν, αλλά χρησιμοποιήθηκαν ενάντια στον Ν. Παππά, ως μάρτυρες κατηγορίας, όπως ο Καλογρίτσας.
- Το ξεκάθαρο σήμα της ολιγαρχίας απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, ότι δεν αποτελεί αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Είναι εμφανές πλέον ότι οποία στήριξη απόλαυσε μέχρι το 2019, δεν ήταν παρά ανοχή για να υλοποιήσει τα καθήκοντα “ειδικού σκοπού”. Στόχος ήταν να επικυρωθεί το τσάκισμα του φρονήματος και της ελπίδας του λαού στα βράχια της κωλοτουμπας που μετέτρεψε το ΟΧΙ σε ΝΑΙ, ώστε ακολουθήσει μια κυβέρνηση που ανενόχλητη και χωρίς αντιστάσεις θα επέβαλλε το καθαρό πρόγραμμα της ολιγαρχίας.
Μετά και την πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου για τους πλειστηριασμούς που ανοίγει τον δρόμο για επιτάχυνση της αρπαγής της λαϊκής περιουσίας, η δικαστική εξουσία έρχεται για μια ακόμα φορά, όχι μόνο να επιβάλλει σκληρούς αντιλαϊκούς νόμους, αλλά και να παρέμβει άμεσα στο πολιτικό σύστημα. Όπως ο εισαγγελέας Ντογιάκος αποπειράθηκε με την περιβόητη γνωμοδότηση να μπλοκάρει τους ελέγχους της ΑΔΑΕ στην COSMOTE, για να προστατεύσει την κυβέρνηση από την τεκμηρίωση του εύρους και των διασυνδέσεων του παρακρατικού της δικτύου, έτσι και οι δικαστικοί του Ειδικού Δικαστηρίου δίνουν ένα προεκλογικό δώρο στον Μητσοτάκη. Για την θωράκιση των αρχιερέων της διαπλοκής, δεν αρκούσε το πλήρες ξέπλυμα των διαδρομών του μαύρου χρήματος της Novartis, της Siemens κλπ, με βούλα δικαστικής απόφασης. Έπρεπε να μπει η ίδια βούλα σε καταδίκη όσων κατηγορούσαν τους αρχιερείς της διαπλοκής.
Η τραγικότητα αυτής της εξέλιξης είναι σύμφυτη την τραγικότητα της εξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα. Πίστεψε ότι αρκούσε η προδοσία του λαού και των αντιμνημονιακων αγώνων, καθώς και ο υπερθεματισμός στην εφαρμογή των μνημονίων με τα υπερπλεονάσματα, για να νομιμοποιηθεί στα πλαίσια του νέου δικομματισμού. Φευ! Η ηγετική του ομάδα αδυνατεί να κατανοήσει ότι το τσάκισμα και η περιθωριοποίηση, τόσο του κόμματος όσο και των πολιτικών στελεχών, είναι απαραίτητα για την “επανένταξη” του στο πολιτικό σύστημα. Απώτερος στόχος είναι η συμβολική συντριβή της ελπίδας ότι υπάρχει εναλλακτική προοπτική για τον λαό και τα συμφέροντα του: η ολιγαρχία και οι μηχανισμοί της, χτυπούν το σαμάρι του ΣΥΡΙΖΑ, για να ακούσει ο γάιδαρος – λαός. Ακόμα και αν πλέον το σαμάρι δεν έχει καμία σχέση με τον γάιδαρο…
Η καταδίκη του Νίκου Παππά οφείλει να οδηγήσει σε συμπεράσματα τόσο τα μέλη, τους φίλους και τους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και την κοινωνική πλειοψηφία της δουλειάς και του μόχθου. Δεν μπορεί ένα κόμμα που επικαλείται την αριστερά να είναι και με τον χωροφύλακα και με τον αστυφύλακα. Όπως το μετεμφυλιακό κράτος εξανάγκαζε τους αγωνιστές που υπέγραφαν δηλώσει μετανοίας, να συνεχίζουν να υπομένουν το ξύλο και να υπογράφουν ξανά και ξανά δηλώσεις, για παραδειγματισμό προς τους υπόλοιπους κρατούμενους και εξόριστους, έτσι και η απόπειρα του ΣΥΡΙΖΑ να πατήσει σε δύο βάρκες δεν σημαίνει ότι η ολιγαρχία θα είναι ανεκτική μαζί του. Πολλώ δε μάλλον όταν η χλιαρή αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ που περιορίζεται σε ατάκες, συναίσθημα και επίκληση του μικρότερου κακού, δεν μπορεί να παράξει καμία κοινωνική και πολιτική πίεση στην ολιγαρχία.
Ο κόσμος της δουλειάς και η νεολαία οφείλουν να εισπράξουν το μήνυμα που στέλνεται συστηματικά πλέον από το βαθύ κράτος των δικαστηρίων: δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός με το μνημονιακό καθεστώς, δεν μπορεί να υπάρξει συνύπαρξη με την ολιγαρχία. Μόνο η διεκδίκηση των λαϊκών συμφερόντων και του μέλλοντος της νεολαίας, απέναντι στην διαρκή λιτότητα και τον αυταρχισμό, μπορεί ορθώσει αναχώματα στην λαίλαπα του κυβέρνησης Μητσοτάκη. Εξάλλου αυτό φάνηκε και στα 4 χρόνια διακυβέρνησης. Μόνο όπου υπήρχε πλατιά πολιτική και κοινωνική ενότητα υψώθηκαν φραγμοί: ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία, στην απενεργοποίηση του νόμου για τις διαδηλώσεις, στην E-food, στην Cosco και τώρα στους καλλιτέχνες.
Η ενότητα και η ασυμβίβαστη αντιπολίτευση, χωρίς “ναι μεν αλλά” και χωρίς να μένει στα μισά του δρόμου, μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για ρήξεις που θα επαναφέρουν στην ημερήσια διάταξη τον αγώνα για να γίνει ο λαός νοικοκύρης στον τόπο του και η νεολαία να ζήσει σε μια χώρα που δεν θα έχει μπει σε υποθήκη η δημόσια περιουσία, ο πολιτισμός, το περιβάλλον, τα δικαιώματα και τελικά ακόμα και το μέλλον.
Διαφορετικά θα αναζητούνται απλά ντρίμπλες για να ξεπεραστεί ο κάβος του “Χρηματιστηρίου Ενέργειας” των 4 ολιγαρχών, σλάλομ για να μην υλοποιηθούν οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, ευφάνταστες σκέψεις για να σπάσει η στασιμότητα των μισθών, αοριστίες για να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της εκτόξευσης των ενοικίων και της συντριβής της νεολαίας από την χρηματιστικοποίησης της κατοικάς.
Το 2015 απέδειξε ξεκάθαρα ότι όταν οι απέναντι επιθυμούν να συγκρουστούν για να τσακίσουν τον λαό, η από δω πλευρά δεν μπορεί να επικαλείται την απροθυμία για ρήξη. Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το 2019 κονιορτοποίησε τα ευχολόγια για “παράλληλο πρόγραμμα”: η νομοθέτηση της κυβέρνησης υπέσκαπτε ακόμα και τις μικρές θετικές πρωτοβουλίες. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αναδεικνύει ότι η τακτική του ώριμου φρούτου, ούτε μπορεί να μπλοκάρει τις ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, αλλά και ούτε καν εισπράττει από την δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση που προκαλεί η πιο σκληρά ταξική κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης.
Στις εκλογές που έρχονται δεν γίνεται η ψήφος να ξεχνάει αυτά τα βασικά συμπεράσματα. Η καταδίκη του Νίκου Παππά έρχεται ξανά για να μας τα θυμίσει. Ο αγώνας για την ανατροπή της ολιγαρχίας και των πολιτικών της δεν μπορεί να γίνει ούτε με τα εργαλεία της, ούτε με επαμφοτερίζουσα στάση απέναντι της. Δυστυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε θέλει, ούτε μπορεί. Η αποπομπή Πολάκη, που, με όλη την αντιαισθητικότητα της ψευτομαγκιάς, ήταν το τελευταίο πράγμα που θύμιζε αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ, επισφραγίζει μια πορεία χωρίς επιστροφή και αναδεικνύει τον τρόπο που προσλήφθηκε από την ηγεσία του κόμματος, το μήνυμα της καταδίκης Παππά,.